Μυθιστορηματικο τραγουδι αλληλεγγυης*

Κώστας Δρουγαλάς, «Το τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν», Εκδ. Πικραμένος, Πάτρα 2016

Ο όρος «λογοτεχνία της κρίσης» έχει κάνει την εμφάνισή του στον κριτικό λόγο ήδη από τα πρώτα χρόνια της εξελισσόμενης ελληνικής ύφεσης. Αν και το πρώιμο λανσάρισμά του μαρτυρά ίσως μια κάποια σπουδή της κριτικής για κατηγοριοποιήσεις και γραμματολογικές οριοθετήσεις, η πληθώρα των λογοτεχνημάτων που αξιοποιούν τη φλέγουσα επικαιρότητα ως μυθοπλαστικό καμβά των αφηγήσεών τους μπορεί να δικαιολογήσει την ευρεία διάδοση και χρήση του όρου από τους περί τη λογοτεχνία θεσμούς – εκδοτικοί οίκοι, λογοτεχνικά περιοδικά, βιβλιοκριτική, επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες.[i] Η επείγουσα κοινωνική πραγματικότητα στα εν λόγω κείμενα αποτυπώνεται ευλόγως με ποικίλους τρόπους και λογοτεχνικά ύφη, ενώ οι στοχεύσεις τους κυμαίνονται από την απλή παρατήρηση και την καταγραφή των συνεπειών της κρίσης, την προσπάθεια διερεύνησης των αιτίων που την προξένησαν, έως τη γενικευτική καταγγελία και τη δαιμονοποίηση συγκεκριμένων ιστορικών περιόδων, προσώπων, καταστάσεων, πολιτικών ιδεολογιών – με τις τελευταίες περιπτώσεις να αποτελούν και τις λιγότερο επιτυχημένες. Ενδεικτικό αυτής της «εισβολής» του επίκαιρου στη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή είναι το γεγονός ότι το τρέχον παρόν τροφοδοτεί την αφήγηση ακόμη και λογοτεχνικών ειδών που –παραδοσιακά– δεν ενδιαφέρονται για την άμεση καταγραφή της κοινωνικής πραγματικότητας (αστυνομική λογοτεχνία, noir, φανταστικό).[ii]
 
Στη γραμματολογική κατηγορία της «λογοτεχνίας της κρίσης» θα μπορούσε να ενταχθεί σε μια πρώτη ανάγνωση και το νεοεκδοθέν μυθιστόρημα του πρωτοεμφανιζόμενου Θεσσαλονικιού συγγραφέα Κώστα Δρουγαλά. Στο «Τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν», που διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη των κατεβασμένων ρολών, των ενεχυροδανειστηρίων και των επικοισμένων πάρκων, το κρίσιμο ιστορικό παρόν ορίζει τόσο τους βασικούς άξονες της πλοκής όσο και την ψυχολογική εξέλιξη των κεντρικών ηρώων, οι οποίοι ανήκουν –όπως και ο μόλις τριαντάχρονος δημιουργός τους– στην αποκαλούμενη «γενιά της κρίσης». Τα αδέρφια Μελινού, ο βιοπαλαιστής Βασίλης και ο ιδεαλιστής Πέτρος, καθώς και η Αδριανή, το κορίτσι του Βασίλη, καλούνται, στον ολιγοήμερης διάρκειας αφηγηματικό χρόνο της ιστορίας, να αντιμετωπίσουν κρίσιμα συμβάντα, τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά, που θα οδηγήσουν τον καθένα τους σε διαφορετικού τύπου «ενηλικιώσεις», μέσα από διαδικασίες που συναιρούν την καταφυγή στη φαντασία με τη ρεαλιστική αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Τα πρόσωπα του βιβλίου συμπληρώνουν ο Αυγουστής Γαλάνης, μια αντισυμβατική αναπαράσταση αστυνομικού, η Θεώνη, η αυτοκτονική μητέρα των Μελινών, ο Σωτήρης, ο βίαιος πατέρας της Αδριανής, καθώς και ο Σταμάτης με τον Γραμματικό, κορυφαίοι ενός χορού ανώνυμων νεοαστέγων, οι οποίοι λαθροβιούν εντός και πέριξ του επινοημένου από τον συγγραφέα «Πάρκου των Αγγέλων».
 
Αν το «Τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν» είναι μια νουβέλα «γραμμένη από τη γενιά της κρίσης για το απόλυτο σήμερα», όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, μπορούμε εξίσου εύλογα να ισχυριστούμε ότι το μυθιστόρημα αντιστέκεται σε γενικευτικές –παρότι συχνά χρηστικές– φιλολογικές ετικέτες, όπως η λογοτεχνία «της κρίσης» ή «της αγανάκτησης».[iii] Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ήρωες υπερβαίνουν τα όρια της τρέχουσας κοινωνικοοικονομικής συγκυρίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν καθορίζονται εν μέρει από αυτή. Η υπαρξιακή αγωνία, η περιπέτεια των διαπροσωπικών σχέσεων, ο ψυχικός πόνος και η ενδοοικογενειακή βία διαπλέκονται με κοινωνικά αδιέξοδα, όπως η βιοτική και εργασιακή επισφάλεια της γενιάς των Millennials και η αστική πληγή των αστέγων, σε μια αφήγηση όπου το ιδιωτικό με το δημόσιο διασταυρώνονται. Εξάλλου, ως αποτέλεσμα συναίρεσης του ατομικού με το συλλογικό εμφανίζονται και οι λύσεις τις οποίες παρέχει ο Δρουγαλάς στους ταλαιπωρημένους ήρωές του. Η αλληλεγγύη και η συντροφικότητα που επιδεικνύουν οι τελευταίοι εκδηλώνονται αρχικά ως ανάγκη αυτοάμυνας απέναντι στον φόβο, την απόγνωση και τη μοναξιά, για να αποτυπωθούν στη συνέχεια σε πράξεις που λαμβάνουν συλλογικότερες διαστάσεις. Και όλα αυτά δεν εμφανίζονται με τη μορφή πολιτικού μανιφέστου ή ηθικής παραίνεσης –ο Δρουγαλάς αποφεύγει επιτυχώς την πολιτικολογία και τον διδακτισμό– αλλά, μέσα από έναν ουμανισμό της καθημερινότητας, ως αυτονόητα προαπαιτούμενα της κοινωνικής συμβίωσης. «Η αλληλεγγύη είναι το καλύτερο αντικαταθλιπτικό, Αδριανή. Σε κάνει άλλο άνθρωπο, καταλαβαίνεις ότι δεν φιλάς μόνο σφραγισμένα χείλη σ’ αυτή τη ζωή. Είναι ανάγκη, και μοιάζει πολύ μ’ αυτό το συναίσθημα που τρέφει ο Βασίλης για σένα», θα πει ο αστυνόμος Γαλάνης στη νεαρή ηρωίδα του μυθιστορήματος.
 
Η τελευταία παρομοίωση του ήρωα παραπέμπει στον έτερο μυθοπλαστικό άξονα του μυθιστορήματος, που δεν είναι άλλος από τον έρωτα. Η εξέλιξη της ερωτικής σχέσης μεταξύ της Αδριανής και του Βασίλη παρουσιάζει εξαιρετικό αφηγηματικό και αναπαραστατικό ενδιαφέρον. Πόρρω απέχοντας από τους εξιδανικευμένους παράφορους τηλεοπτικούς έρωτες της «πρώτης ματιάς» ή την ψευδο-πορνογραφική εκδοχή των ευπώλητων ερωτογραφιών, το ερωτικό συναίσθημα στο μυθιστόρημα του Δρουγαλά, ανεπιτήδευτο και βραδυφλεγές, σφυρηλατείται στο αμόνι της οριακής οικογενειακής και κοινωνικής πραγματικότητας των ηρώων, αναδεικνύοντας την παρηγορητική και λυτρωτική του διάσταση.
 
Όσο για το τεχνικό μέρος της γραφής του Δρουγαλά, η κυριαρχία στοιχείων της κινηματογραφικής αισθητικής (παραστατική αφήγηση, γρήγοροι διάλογοι, αφηγηματικές ενότητες/σεκάνς, χρονικές συμπυκνώσεις) εξισορροπείται ιδανικά με τα, ενδοσκοπικής υφής, παρεμβαλλόμενα αποσπάσματα από το ημερολόγιο της Θεώνης. Την ίδια αφηγηματική λειτουργία επιτελούν και οι εγκιβωτισμοί των επινοημένων ιστοριών του Βασίλη, τις οποίες διηγείται στη μητέρα του ύστερα από κάθε δική της ψυχολογική κρίση, σε μια εξαιρετικής αναπαραστατικής δύναμης λογοτεχνική αντιστροφή του μητρικού ρόλου.
 
Κλείνοντας με τον αρχικό προβληματισμό του παρόντος σημειώματος, είναι άραγε το πρώτο λογοτεχνικό πόνημα του Δρουγαλά ένα ακόμη μυθιστόρημα για την κρίση; Τόσο το ερώτημα όσο και οι πιθανές φιλολογικές αποφάνσεις είναι μάλλον ήσσονος σημασίας. Διαβασμένο υπό το φως της τρέχουσας κοινωνικοοικονομικής συγκυρίας ή όχι, Το τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν είναι ένα θαυμάσιο δείγμα μιας διαχρονικά αναγκαίας και επίκαιρης ανθρωποκεντρικής λογοτεχνίας.
 
ΥΓ: Όσον αφορά το περιλάλητο όνομα του τίτλου, πρόκειται πράγματι για τον «τραγουδοποιό των τραγουδοποιών», όπως αποκαλεί σε συνέντευξή του ο ίδιος ο συγγραφέας τον Αμερικανό μουσικό. Ο απρόσμενος ρόλος του τελευταίου στο μυθιστόρημα ας παραμείνει στοιχείο έκπληξης για τον/την καινούριο/α αναγνώστη/ρια του Δρουγαλά.
 
Πηγή: www.bookpress.gr
 
*Στο «Τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν» έχουμε ήδη αναφερθεί. Σήμερα, επανερχόμαστε για να φιλοξενήσουμε την πρώτη, κατά την άποψή μας, εμπεριστατωμένη κριτική προσέγγιση.
** Ο Γιάννης Βαγγελοκώστας είναι φιλόλογος.
 
[i] Η «λογοτεχνία της κρίσης» τείνει, μάλιστα, να αποτελέσει πολιτιστικό εξαγώγιμο προϊόν. Ενδεικτική είναι η πρόσφατη έκδοση δύο αγγλόφωνων ανθολογιών, όπου συγκεντρώνονται σύγχρονες ελληνικές ποιητικές φωνές «της κρίσης» (βλ. Karen van Dyck (ed.), “Austerity Measures: The New Greek Poetry”, Penguin, London 2016 και Theodoros Chiotis (ed.), “Futures: Poetry of the Greek Crisis”, Penned in the Margins, London 2015).
[ii] Ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα αποτελεί η περίφημη «Τριλογία της Κρίσεως» του δεξιοτέχνη της αστυνομικής λογοτεχνίας, Πέτρου Μάρκαρη.
[iii] Για μια διαπραγμάτευση αυτών των όρων, καθώς και μια προσπάθεια προσδιορισμού των χαρακτηριστικών της σύγχρονης ποίησης, βλ. μια σειρά άρθρων του φιλόλογου και ποιητή Δήμου Χλωπτσιούδη («Η ποίηση της γενιάς της κρίσης», «Προβληματική για την ποιητική γενεαλογία και τον όρο “γενιά”», «Οι ποιητές της αγανάκτησης»).
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.