Περι πολιτικης V (Το Συνταγμα)

1. Το Σύνταγμα, αν και ως έννοια υπάρχει ήδη στο έργο του Αριστοτέλη του Ισοκράτη και του Πολύβιου, αποκτά τα σημερινά χαρακτηριστικά του από τον 18ο αιώνα με την Αμερικανική και τη Γαλλική επανάσταση των ετών 1776 και 1789 αντιστοίχως. Έναν αιώνα νωρίτερα η Αγγλία επί πενταετία είχε γνωρίσει το πρώτο και μοναδικό γραπτό και τυπικό Σύνταγμα που θεσπίστηκε επί Κρόμγουελ ως Instrument of Government.  Με τις επαναστάσεις του 18ου και του 19ου αιώνα επιχειρήθηκε αρχικώς ο περιορισμός και η οριοθέτηση της εξουσίας του μονάρχη, ο οποίος κυβερνούσε με προσωποπαγή και –συνακόλουθα- αυθαίρετα, καταχρηστικά και αυταρχικά χαρακτηριστικά. Στις επαναστάσεις αυτές συγκαταλέγεται και η Ελληνική, η οποία διενεργήθηκε υπό την επίδραση του Διαφωτισμού, εμπεριέχοντας ταυτόχρονα την εθνικοαπελευθερωτική διάσταση. Σε ορισμένες από τις πολιτείες της ηπειρωτικής Ευρώπης η θέσπιση Συντάγματος επιτεύχθηκε με συμβιβασμό μεταξύ του μονάρχη και των υπηκόων του, διαδικασία που ακολουθήθηκε κυρίως στα κράτη της κεντρικής και της βόρειας Ευρώπης. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην αλλαγή του φορέα της πολιτικής κυριαρχίας. Σχεδόν παντού η εξουσία των μοναρχών περιορίσθηκε σε όφελος του λαού, στην πραγματικότητα η πολιτική κυριαρχία μεταβιβάστηκε στους βουλευτές-αντιπροσώπους των αστών, οι οποίοι προβάλλοντας το δίπτυχο ελευθερία και ιδιοκτησία επέτυχαν να αναδιατάξουν το πολίτευμα σε συνταγματική βασιλεία. Με το πέρασμα του καιρού η φορά των πολιτικών πραγμάτων σε ορισμένες πολιτείες οδήγησε στην ολοκληρωτική αποβολή του θεσμού της βασιλείας.
 
Σήμερα και ανεξαρτήτως του τρόπου ανάδειξης του, κληρονομικού ή αιρετού, ο αρχηγός του κράτους ασκεί μόνο τις αυστηρά προσδιορισμένες από το Σύνταγμα αρμοδιότητές του.
 
2. Το Σύνταγμα θεσπίζεται είτε πρωτογενώς είτε δευτερογενώς από κυρίαρχες συνελεύσεις πολιτών, οι οποίες είτε ως Συντακτική είτε ως Αναθεωρητική Βουλή διατυπώνουν με τρόπο συστηματικό σε ενιαίο νομικό κείμενο τους κανόνες δικαίου, βάσει των οποίων οργανώνεται σε σύνολο η πολιτειακή εξουσία.
 
Το Σύνταγμα εκτός του συστηματικού τρόπο με τον οποίο συγκροτείται και ασκείται η κρατική εξουσία περιλαμβάνει και τα δημόσια δικαιώματα που στοιχειοθετούν υποχρεώσεις των κρατικών οργάνων και υπηρεσιών καθώς και τις δημόσιες υποχρεώσεις των πολιτών και των εν γένει διοικουμένων, που αντιστοιχούν προς τις αρμοδιότητες της Κυβέρνησης και των δημοσίων υπηρεσιών.
 
Ο διεθνής όρος Constitution ανταποκρίνεται στην έκφραση των αρχαίων Ρωμαίων  rem publicam constituere. Από τον όρο res publicum, που σημαίνει τη δημόσια υπόθεση, προέρχεται ο σύγχρονος όρος ρεπουμπλικανισμός, συνδηλωτικός της συγκεκριμένης πολιτικής αντίληψης αλλά και της σχετικής κομματικής οργάνωσης. Αυτή καθ’ εαυτή η λέξη Constitution χρησιμοποιείται, ίσως, για πρώτη φορά από τον Κικέρωνα, αφοσιωμένο μαθητή, θαυμαστή και γνώστη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Με τον όρο Consitutio ο Κικέρων αποδίδει αυτό που ο μεν Ισοκράτης όριζε ως «σύνταγμα της πολιτείας» ο δε Πολύβιος έγραφε περί «καταστήματος και συντάγματος».
 
Ο ένθερμος διαφωτιστής και πλήρως αποδεκτός ως ίσος μεταξύ πρώτων, από τους σύγχρονούς του Ευρωπαίους στοχαστές, Αδαμάντιος Κοραής, επανέφερε σε χρήση τον όρο Σύνταγμα με την σημασία που αυτός έχει σήμερα. Πρόκειται για τον όρο που χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η σύνταξη της πολιτείας, δηλαδή η συγκρότηση, η οργάνωση και η λειτουργία της εξουσίας που διέπει συγκεκριμένη κοινωνία.
 
3.
Τα σύγχρονα Συντάγματα, εν οίς και το ισχύον Ελληνικό, είναι τυπικά, γραπτά και αυστηρά.
 
Δηλαδή τα σημερινά Συντάγματα αντιδιαστέλλονται εννοιολογικά από τα ουσιαστικά, άγραφα και ήπια, έννοιες οι οποίες χρησιμοποιούνται με το ιστορικό και νομικό περιεχόμενοι και όχι με αυτό που προσδίδει σε αυτές η καθημερινή γλώσσα.
 
Έτσι, το Σύνταγμα είναι γραπτό προκειμένου να διασφαλίζεται με ξεκάθαρο τρόπο η γνώση περί του ισχύοντος κανόνα, στοιχείο το οποίο δεν εξασφαλίζει το άγραφο ή εθιμικό σύστημα δικαίου. Ο λόγος αυτός εξηγεί επαρκώς γιατί δεν κυριαρχεί σήμερα Σύνταγμα εξ ολοκλήρου άγραφο. Ακόμα και η Μεγάλη Βρετανία, η οποία θεωρείται το χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτείας με άγραφο Σύνταγμα, διαθέτει μέρος του σε γραπτή μορφή, χωρίς μάλιστα οι σχετικοί νόμοι να αποτελούν ενιαίο κώδικα. Αξιοσημείωτο είναι ότι ορισμένοι πολιτειακοί θεσμοί είναι άγραφοι αλλά δεν είναι όλοι κανόνες δικαίου, δηλαδή δεν ανήκουν στο common law (κοινό δίκαιο) που αναγνωρίζουν τα αγγλικά δικαστήρια. Πρόκειται για τις «συνθήκες πολιτεύματος» που είναι άγραφες, όπως το έθιμο, αλλά σε αντίθεση με αυτό δεν διαθέτουν νομικό χαρακτήρα. Οι «συνθήκες του πολιτεύματος» είναι απλώς πολιτική πρακτική, η οποία επαναλαμβάνεται χωρίς όμως να διαθέτει νομικό κύρος. Η ύπαρξη των «συνθηκών του πολιτεύματος» αναδεικνύει την ιδιαιτερότητα του πολιτεύματος του Ηνωμένου Βασιλείου. Η πλέον χαρακτηριστική «συνθήκη του πολιτεύματος» είναι ο διορισμός ως πρωθυπουργού του αρχηγού του κόμματος που έχει την πλειοψηφία των εδρών στην Βουλή των Κοινοτήτων. Με άλλες λέξεις, η κοινοβουλευτική αρχή στην mater parlamentorum Αγγλία είναι άγραφη και δεν είναι κανόνας δικαίου.
 
Το Σύνταγμα είναι τυπικό διότι δεν θεσπίζεται από ειδικό όργανο που εφαρμόζει ειδική διαδικασία. Συνέπεια της εν λόγω σχέσης είναι ο ιδιαίτερος τύπος με τον οποίο περιβάλλονται οι θεσπιζόμενοι κανόνες, οι οποίοι διαθέτουν, σε σχέση προς τους απλούς νόμους, αυξημένη νομική ισχύ. Αντιθέτως προς τα ανωτέρω, με τον όρο ουσιαστικό Σύνταγμα μεταφέρεται η προσοχή στο περιεχόμενο του κανόνα δικαίου. Έτσι κανόνας ο οποίος ρυθμίζει θέμα που ανάγεται στη συγκρότηση και στην άσκηση της κρατικής εξουσίας είναι ουσιαστικό Σύνταγμα χωρίς να ενδιαφέρει η διαδικασία και το όργανο θέσπισής του. Έτσι ουσιαστικό Σύνταγμα είναι ο εκλογικός νόμος, ο νόμος για την ποινική ευθύνη των υπουργών, αλλά και ο κανονισμός της Βουλής κ.λ.π.
 
Το Σύνταγμα είναι αυστηρό όταν οι διατάξεις του δεν καταργούνται, τροποποιούνται ή αντικαθίστανται από το όργανο που ασκεί τη νομοθετική λειτουργία, αλλά από ειδικό όργανο, σύμφωνα με ιδιαίτερη διαδικασία και αφού εκπληρωθούν οι προϋποθέσεις, διαδικαστικές και ουσιαστικές, που θέτει το ίδιο το Σύνταγμα. Σε αντιδιαστολή προς το αυστηρό, το ήπιο Σύνταγμα μεταβάλλεται με τη συνηθισμένη νομοθετική διαδικασία. Αυτό όμως αποτελεί μειονέκτημα, διότι μετατρέπει τη νομοθετική λειτουργία σε παντοδύναμη εξουσία, στοιχείο το οποίο παρέχει στην εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία την οίηση της παντοδυναμίας που με τη σειρά της επιφέρει την κατάχρηση. Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, που θεσπίστηκε και ίσχυσε για μικρό χρονικό διάστημα στη Γερμανική δημοκρατία μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα ήπιου Συντάγματος. Η ναζιστική πλειοψηφία της Βουλής προετοίμασε το έδαφος για τις θηριωδίες της περιόδου 1939-1945 καταργώντας σταδιακά μεν, εύκολα δε, τις ατομικές ελευθερίες και τις δημοκρατικές εγγυήσεις που περιείχε το εν λόγω Σύνταγμα. Έκτοτε το σύνολο των  ευρωπαϊκών Συνταγμάτων, περιλαμβανομένου και του ισχύοντος Ελληνικού, είναι αυστηρά, για να προστατεύεται ο δημοκρατικός χαρακτήρας τους.
 
Διαβάστε ακόμα Περί πολιτικής I (Η ουσία), Περί πολιτικής II (Η έννοια) & Περί πολιτικής III (Η πολιτική εξουσία), Περί πολιτικής IV (Η πολιτειακή εξουσία)

*Ο Άλκης Δερβιτσιώτης είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.