Λογος περι γυναικων

«Αν δεν είδαν, αν δεν άγγιξαν, αν δεν ένιωσαν ποτέ δεν έζησαν!!!»

Προσπαθώ να μαζέψω τον Η/Υ… Παθαίνω σύγχυση και τελικά εγκαταλείπω. Όλη η ζωή, οι μικρές κυρίως στιγμές της μαζεμένες εδώ μέσα, στον «σκληρό» τόσο ανακατεμένες που τρομάζω. Εγώ και η οθόνη, οι φίλοι μου και οι πολλαπλές οθόνες, τα πολλαπλά μας είδωλα… Τι θα μείνει; Κάποιες συνταγές, αναρίθμητες φωτογραφίες, γραφές και ραβασάκια.
 
Πώς θα βάλουν τάξη στο χάος οι ιστορικοί του μέλλοντος; Τι θα αξιολογήσουν, πώς θα μας παραδώσουν στο μέλλον; Όταν έβγαζα εφημερίδες έλεγα στον εαυτό μου και στους συναδέλφους… Να γράφουμε χρήσιμα πράγματα, να μπορούν να έχουν ενδιαφέρον και να είναι χρήσιμα μετά από 100 χρόνια και βάλε για όσους τύχει να μας διαβάσουν… Έτσι, πήγαινα για ένα θέμα της αυτοδιοίκησης στα χωριά, για τις αποζημιώσεις, τις ζημιές στα χωράφια, την τιμή της τομάτας και μόνο γι αυτά δεν ρωτούσα τους ανθρώπους. Από εκείνες τις εξορμήσεις προέκυπταν όμως εξαίσιες ιστορίες άλλου ήθους και άλλου προορισμού.
 
Μια φορά μια γυναίκα από τα ορεινά μου έφτιαξε καφέ, με κέρασε και γλυκό σταφύλι και μου είπε ένα σωρό ιστορίες… Ήταν μια όμορφη μαυρομαντηλούσα, νέα γυναίκα, που με προσφωνούσε «χριστιανούλα μου» και πολύ μου άρεσε… «Κι άμα δεν είμαι Χριστιανή;» ρώτησα… Έμεινε λίγο σιωπηλή κι αμέσως μετά απάντησε; «Ό,τι και να’ σαι είσαι καλή…ξέρω εγώ.»
 
Είχε χάσει το γιόκα της 19 χρονώ, τον πλάκωσε το τρακτέρι μια μέρα που φρεζάριζε σε μια πλαγιά, κι αυτή από τότε έβαλε τα μαύρα και μ’ αυτά έζησε… Μια άλλη γυναίκα, καμπίσια αυτή, τροφαντή και πανέμορφη με σγουρά μακριά μαλλιά που τα έπλεκε μοναχή της μια παχιά και λάμπουσα πλεξίδα, μου εξομολογήθηκε ότι αν τα κόψει τα μαλλιά της θα χάσει τη δύναμή της και την ομορφιά της. «Και το βράδυ, τι τα κάνεις το βράδυ, τα ξεπλέκεις ή κοιμάσαι με την πλεξίδα», ρώτησα…
«Το βράδυ, τα ξεπλέκω, τα χτενίζω και πέφτω με τον άντρα μου στο ίδιο μαξιλάρι…», απάντησε η αθεόφοβη… «Γι’ αυτά τα μαλλιά μ’ αγαπάει διπλά», συνέχισε χαμογελώντας.
 
Κάποια φορά μια 70χρονη και βάλε, με γαλανά μάτια και γκρίζα μαλλιά με κάλεσε στο σπιτικό της μετά τη δουλειά. Πήγα… Κι εκεί μοναχές μας δίπλα στο τζάκι μιλήσαμε για ώρες. Μου είπε την πιο όμορφη ερωτική ιστορία που μπορούσα να φανταστώ ότι χωρούσε μέσα σε εκείνο το μικρό σκληρό χωριό της δικής μας ενδοχώρας, με τους χαρακωμένους από τη δουλειά και τη γη ανθρώπους. Αυτές τις ιστορίες δεν τις έγραψα ποτέ στην εφημερίδα. Δεν τις ξέχασα όμως… Λέω ν΄αρχίσω να δουλεύω και να τις εγγράψω στον σκληρό δίσκο… Να σώσω οτιδήποτε…αν σώζεται!
 
Εκείνη εκεί η γυναίκα που σας έλεγα, πεθαμένη πια από το 2007, μου είπε την ιστορία που θα σας τη γράψω… Μια πρόγευση μονάχα…
 
«Ξέρεις τι είναι να σε ζυγώνει κοντά, και να βλέπεις το ρούχο του απ’ αριστερά να κτυπάει σαν καρδιά, τικι-τακ; Το σκουτί έπαιρνε απ’ την καρδιά που κτύπαγε σαν τρελή, κι εγώ το έβλεπα από πάν’ απ’το πανί, να πούμε… «Ηταν ένας έρωτας ανεπίτρεπτος, αμαρτωλός, κράτησε 45 χρόνια… «Κι ακόμα κρατάει» μου είχε πει τότε…
 
Μια γυναίκα από τις αφανείς χωρικές, που φορούν σκούτινα παντόφλια, έχουν μακριά μαλλιά και στα 90 τους, μια γυναίκα που δεν έβαψε πότε νύχι ή μαλλί, τσίνουρο ή χείλη, μια γυναίκα που από νωρίς φύλαξε τα σάβανά της στο ντουλάπι και παρήγγειλε στους συγγενείς «αυτά να μου βάλετε άμα φύγω, κοιτάχτε να με πλύνετε με κρασί μη πάω άπλυτη…»
 
Καμιά φορά εδώ στις ουρές της πόλης, συναντιέμαι με γυναίκες των χωριών. μεσήλικες και γερασμένες και σκέπτομαι την αφηγήτρια… Λέω, άραγε αυτή η κοντή, η άλλη η παχουλή, εκείνη με το καφέ πανωφόρι, είδαν ποτέ πουκάμισο απ’ τα αριστερά να κτυπάει ρυθμικά εκπέμποντας λαχτάρα;;;
 
Αν δεν είδαν, αν δεν άγγιξαν, αν δεν ένιωσαν ποτέ δεν έζησαν!!!

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.