Ηταν μια φορα και εναν καιρο, μια γυναικα που τη λεγαν Λεμονια

Η Λεμονιά ήρθε και με βρήκε ένα βράδυ του Γενάρη το 1968. Ήταν αργά τη νύχτα, όλοι κοιμόντουσαν στο σπίτι, κι εγώ μονάχα ξενυχτούσα κρυφά, κάτω από το παλιό καφέ πάπλωμα, κουκουλωμένη, αγκαλιά με το παλιό πορτατίφ. Διάβαζα τη «Μεγάλη Χίμαιρα» του Καραγάτση.
 
Η Λεμονιά μπήκε από την πόρτα του σαλονιού με το κρύσταλλο, γύρισε την πετούγια αθόρυβα και κοίταξε το θαμπό της πρόσωπο στον καθρέπτη. Ήταν έναν καθρέπτης παραλληλόγραμμος με ξύλινο πλαίσιο, κρεμασμένος στο μεγάλο τοίχο του καθιστικού. Ένας καθρέπτης που όλα τα είχε δει, κι όλα τα λογάριαζε και τα μετρούσε μοναχός. Τον είχε κουβαλήσει στα χέρια ο Παντελής ένα μεσημέρι από την αγορά. Το κάτοπτρό του ήταν ένα κομμάτι από το σπασμένο της καφέ ντουλάπας που δεν το πετάξαμε. Ραγισμένο στην άκρη, στο πάνω μέρος, τον πήγε στον τζαμά κι εκείνος έκοψε με διαμάντι το καλό κομμάτι. Ύστερα πήρε σειρά ο μαραγκός που έφτιαξε το κάδρο και στερέωσε στην πίσω μεριά ένα σύρμα για να τον κρεμάσουμε. Ο Παντελής κάρφωσε τον πρώτο καιρό ένα καρφί στο μικρό σαλονάκι, απέναντι από την κρεμάστρα, μπροστά στη μεγάλη πόρτα του σπιτιού. Όταν πέρασαν τα χρόνια κι η μεγάλη πόρτα δεν άνοιγε συχνά ο Παντελής του άλλαξε θέση. Τον κρέμασε στο καθιστικό, κάτω απ’ το εικονοστάσι, δίπλα από τη μασίνα.
 
Σε εκείνη τη θέση τον βρήκε η Λεμονιά και αμέσως μόλις έκλεισε την πορτούλα κοιτάχτηκε εντός του. Είχε κόκκινα ανακουφιστά μαλλιά πιασμένα σε χοντρή πλέξα, τυλιγμένη με χάρη πάνω στο κεφάλι σαν βραχιολάκι ανοιξιάτικο, σαν φωτοστέφανο. Φορούσε δαντελωτό πουκαμισάκι με ψηλό λαιμό, λαχανί μακρύ φουστάνι από μετάξι, δαντελωτά άσπρα γάντια. Η Λεμονιά ήταν ξυπόλητη, ξεκάλτσωτη. Πατούσε πάνω στο σαρακατσάνικο χράμι σημειωτόν, γερμένη ελαφριά μπροστά και τα ματάκια της έβλεπαν τρομαγμένα την εικόνα της απέναντι. Άπλωσε τα χέρια της κι έπιασε τον καθρέπτη, τα μάγουλα, τα χείλη, το λαιμό κι ύστερα δειλά έφερε τα γαντάκια της στο κεφάλι να στερεώσει μια φουρκέτα κοκάλινη στο φωτοστέφανό της. Έβλεπα τη στενή της πλάτη να τρεμουλιάζει από φόβο, τα δίπλατά της τα γερτά και τη λεπτή μεσούλα της. Αργά και τρυφερά ύστερα στράφηκε στο κρεβάτι μου. Είδε το πάπλωμα σωριασμένο στο κρεβάτι, φωτεινό από το κρυμμένο πορτατιφάκι εντός του μια κουμούλα κι εγώ μαζί του και χαμογέλασε.
 
-Τι κρύβεσαι Λενάκι; Ρώτησε.
 
Σύρθηκε αθόρυβα προς το τραπέζι βόλεψε τα πόδια της σταυρωτά κι άρχισε να τραγουδάει.
 
Έλεγε διάφορα στιχάκια που δεν καταλάβαινα. Έλεγε για ένα ταξίδι με μια σκούνα μικρή που μπάρκαρε από το νησί το ’9 και έβαλε ρότα για την αραπιά και το Κάϊρο. Είχε καιρό δύσκολο και το βαρκάκι πάλευε με τα κύματα και τους αγριοσιρόκους. Άμα η βαρκούλα έφτασε απέναντι, στη Μικρασία, βγήκε στη στεριά και περπατητή πήρε δρόμο για τους άγιους τόπους. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε, τα ποδαράκια της έλιωσαν στο χώμα κι εκείνη δεν σταμάτησε. Είχε τάμα για τη γιατρειά της, να προσκυνήσει στα μέρη του Χριστού, να του ζητήσει να κάνει κι άλλο θαύμα. Να γιατρέψει τα μάτια και τα χέρια της και να γυρίσει πάλι όμορφη στη μονογενή της, το Καλάκι, που το άφησε μηνών για να μη κολλήσει την αρρώστια.
 
Το στιχάκι τέλειωνε έτσι:
 

Κι η γυναίκα η Λεμονιά,
που δεν βρήκε γιατρειά,
έγειρε και εκοιμήθη,
μαραμένη, λυπημένη,
τυφλωμένη, θυμωμένη
εις της Χίου το νησί,
απ΄ την Ικαριά καρσί
που εζούσε το παιδί της
η ψυχή κι απαντοχή της….

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.