Αλαργινο ονειρο

Δούλευε συνεχώς το τελευταίο εικοσιτετράωρο και έπεσε στο κρεβάτι του ξερός, χωρίς να προσέξει το σημείωμα που κάποιος είχε ρίξει κάτω από την πόρτα του διαμερίσματός του.
 
Ήταν δέκα το πρωί πια όταν ξύπνησε και διάβασε το μήνυμα, που η αποκάτω, η αλβανίδα του ισογείου,  είχε γράψει.  Έλεγε ότι κάποιος Οικονόμου τον έψαχνε στο τηλέφωνο και ζητούσε να επικοινωνήσει μαζί του.
 
Δεν θυμόταν κανένα τέτοιο όνομα, ούτε την προηγούμενη, την πλούσια σε συγκινήσεις μέρα του, ούτε σε προηγούμενη φάση της ζωής του, πλην ενός καθηγητή του στο Γυμνάσιο, που απήγγειλε απνευστί την «Οδύσσεια» του Ομήρου.
 
«Εγώ, είναι δυνατόν να είμαι αναζητούμενος», αναρωτήθηκε. Άρχισε αμέσως να φαντάζεται διάφορα, ότι μπορεί να είχε γίνει κάποιο ατύχημα με το ταξί του, τις νυχτερινές ώρες που δούλευε, χωρίς να το πάρει είδηση.  
 
Μετά σκέφτηκε, μήπως κάπου χρώσταγε σε κάποιον. Μήπως κάποιοι τον κυνηγούσαν για κάποιο αθέλητο παράπτωμά του ή τον έψαχναν  να τον ειδοποιήσουν για κακό που μπορεί να έγινε σε στενό συγγενή του.  
 
Ήξερε ότι, μέχρι τώρα όλοι τον ψάχνανε μόνο για να δώσει χρήματα. Το ΤΕΒΕ, η εφορία, η Τράπεζα, ο Δήμος και άλλοι πολλοί. Σκέφτηκε ότι είναι αδύνατο να γίνει, το αντίθετο, να θέλει δηλαδή κάποιος να του δώσει χρήματα.  Μόνο για πλάκα μπορούσε να συμβαίνει αυτό.
 
Ήταν σίγουρος ότι, το ρητό που έμαθε στο γυμνάσιο: «φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας», του έβγαινε σωστό σε όλη την πορεία της ζωής του. Του πέρασε από το μυαλό, ακόμη, αυτή η αλβανίδα του ισογείου, η πονηρή κοντούλα,  που στύλωνε γλυκερά το μάτι της πάνω του, ότι μπορεί να είχε στήσει κάποιο τέχνασμα με απώτερο σκοπό την προσέγγισή του.
 
Τέλος πάντων, κάλεσε το νούμερο που τον αναζητούσε. Παράστησε τον αδελφό του και είπε ότι πήρε να βεβαιωθεί ότι το τηλέφωνο δεν ήταν κάποια παγίδα για τη μάνα του, από κάποιους που σχεδίαζαν να μπουκάρουν στο σπίτι της. 
 
Από το άλλο άκρο ο συνομιλητής του τον βεβαίωσε ότι επικοινωνούσε με υπηρεσία δήμου βόρειου τομέα της Αττικής και του ανήγγειλε ότι επρόκειτο να εισπράξει «ο αδελφός του» χρηματικό ποσό, ως αποζημίωση για ζημιά που υπέστη, από υπαιτιότητα του Δήμου.
 
Έκλεισε συνοφρυωμένος το τηλέφωνο λέγοντας ότι θα ειδοποιήσει τον «αδελφό» του.  Ύστερα, ήπιε στα γρήγορα το νερό που βρήκε στο κομοδίνο του και άρχισε να ξαναθυμάται τα γεγονότα. Αλλά, είχε πια οριστικά πνίξει το  «άι σιχτίρ»  μέσα του.
Θυμήθηκε ότι ένα χειμωνιάτικο πρωινό  έπεσε με το ταξί σε γούβα, γιατί ήταν σκοτάδι και δεν έβλεπε. Ζήτησε αποζημίωση, κάπου τέσσερα χιλιάρικα,  για υλικές ζημιές και επιπροσθέτως για ηθική βλάβη. Ο αντίδικος απαξιώνοντας το γεγονός, ισχυρίζονταν ότι η λακκούβα ήταν ανεπαίσθητη και ότι είχε δημιουργηθεί λόγω της έντονης βροχόπτωσης.
 
Με αυτή την αποζημίωση θα μπορούσε να αγοράσει άλλο αυτοκίνητο  και ας ήταν και λίγο μεταχειρισμένο και ας είχε ήδη αντικαταστήσει 13 ανταλλακτικά μετά τη βλάβη που έπαθε το ταξί του, σκεφτότανε.
 
Σε λίγη ώρα ξανακάλεσε «ο ίδιος προσωπικά» και ζήτησε περαιτέρω διευκρινίσεις. Έμαθε ότι από τη δικαστική απόφαση είχαν εντοπίσει τη διαμονή του, από το 11880 το τηλέφωνο της κ. Ρότα, της αποκάτω δηλαδή και ότι ο δικηγόρος του δεν  απαντούσε στα τηλέφωνα.
 
Όμως, παρόλα αυτά δεν είχε ακόμη πεισθεί απόλυτα ότι το θέμα τον αφορούσε και δεν ήταν σίγουρος αν έπρεπε αυτή η εξέλιξη να τον χαροποιεί.  Αυτός ο μανδαρίνος του Δήμου είχε ζητήσει το ΑΦΜ του και υποψιαζόταν ότι  κάποια παρακράτηση φόρου ή οφειλής ήταν προδιαγραμμένη εντέλει να  επισυμβεί.
 
Αισθάνθηκε την ανάγκη να χαλαρώσει. Άνοιξε το τρανζιστοράκι στο πλάι του και άφησε το πνεύμα του ανέξοδα να πλανηθεί.  Και μετά σαν όνειρο είδε να βρίσκεται, με την ποθητή ερωμένη του, στις απέναντι ακτές της Εύβοιας, σε αργή κίνηση και  σα να άκουε των κυμάτων τον φλοίσβο και ένιωθε να λούζεται στις  αστραποβόλες ακτίνες του ήλιου.
 

* Ο Ηλείος Νίκος Μπακιός αρθρογραφεί και γράφει συνήθως  «μικρές ιστορίες», που φιλοξενούνται σε αθηναϊκές εφημερίδες, blogs και  ηλεκτρονικά περιοδικά.      

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.