Ιστοριες με τα ακροδακτυλα

Την ξανασυνάντησα… Μ΄ ένα σκυλί και το ίδιο καλάμι…
 
Κι εκεί ανάμεσα στις παρουσίες, γράφουν κι οι απουσίες δικές τους πρόζες, σαν νεράϊδες τύψεις, σαν φαντάσματα αγιασμένα, σαν τιμωροί εφιάλτες, σαν αμαρτωλοί βοργίες, σαν τις ζωές και τις αρμονικές τους. Τις αγγίζω τις ιστορίες με τα ακροδάκτυλα, τις μετρώ με αριθμητικές, εξισώσεις – παραδοχές, τις ακολουθώ, γλιστράω πίσω τους και τις παρακαλώ.
 
Το δειλινό είδα εκείνη την παράξενη γυναίκα που περνούσε απέναντι. Καθάριζα ένα πορτοκάλι… Φορούσε ζακέτα κόκκινη κι ένα ζευγάρι γούνινα ποδήματα. Κρατούσε ένα μακρύ καλάμι. Το κτυπούσε με ρυθμό μια αριστερά μια δεξιά…Της φώναξα «καλησπέρα». Ούτε που με καταδέχτηκε. Περπάτησα στη μεριά μου, στον παράλληλό της, δεν θα συναντηθούμε ποτέ, σκέφτηκα, εκείνη βιάζονταν μαζί με το καλάμι, εγώ πετούσα τις φλούδες του πορτοκαλιού, έσταζαν οι χυμοί στα δάκτυλα και στα παντόφλια. Την έφτασα κοντά στο μεγάλο ευκάλυπτο, πέρασα τη δημοσιά, πλησίασα. Έβλεπα τη ράχη και τα λαγόνια της. Κοντή, ζαρωμένη, νευρώδης, σβέλτη! Λαχάνιασα… Λίγα μέτρα πιο πάνω έστριψε μέσα στο χέρσο χωράφι, έσυρε τα ποδήματα στην υγρή αγριάδα, έβαλε τα δάκτυλα στα χείλη και σφύριξε δυνατά σαν τσοπάνης στο βουνό του. Από το βάθος άκουσα το ζωντανό να χλιμιντρά χαρούμενο. Σταμάτησα… Υστερα την είδα να πετά το καλάμι μακρυά, και να χάνεται στα δένδρα, κάτι παρατημένα ξινά, μισά ξερά, μισά γόνιμα καταφορτωμένα. Προσπέρασα, έφτασα μέχρι το γεφύρι του Κουρλέσα, και γύρισα πίσω.
 
Συναντηθήκαμε λίγα μέτρα πιο κάτω. Εκείνη έσερνε πίσω της ένα μικρόσωμο πουλάρι. «Πώς το λένε;», ρώτησα… «Μαρικάκι», απάντησε σκυφτή και σκοτεινή… Το Μαρικάκι σκιάχτηκε που πλησίασα, ανασήκωσε νευρικά μια δυο φορές το κεφάλι, η γυναίκα το καθησύχασε; «Σιιιιιιιι!!!» φώναξε.
 
Ξαναπέρασα απέναντι, βάδισα προς το σπίτι, ακολουθώντας τα ίχνη μου, τις φλούδες πορτοκαλιού που είχα σπείρει λίγο πριν. Τα χέρια μου κολλούσαν από τη γλύκα του, κι η ανάσα μου μοσχοβολούσε το άρωμά του. Συναντήθηκα τελικά με τη γυναίκα… Ανταλλάξαμε ζωή, στιγμές… Γράψαμε μια ιστοριούλα, ένα μικρό, κομψό μυθιστόρημα. Είχε σκοτεινιάσει, μπήκα σπίτι και είπα στον καλό μου;
 
 —«Είναι μια μικρή φοραδίτσα εδώ κοντά, τη λένε Μαρικάκι, πέρασε τώρα απ΄έξω…»
 — «Ποιανού είναι», ρώτησε εκείνος.         
— «Την έχει μια γυναίκα κοντή που κρατάει καλάμι και σφυρίζει δυνατά, σαν τσοπάνης του βουνού…»
—«Δεν έχει όνομα;»
 — «Πώς δεν ΄χει», αποκρίθηκα… «Είναι η ηρωίδα μου…».
 

*Η Ελένη Σκάβδη είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.