Της πλατειας τα ΠΑΘΗ και οι ιστοριες που γυρευουν τον τοπο τους

Ξαπλωμένος στον καναπέ με κουβέρτα στα πόδια, διαβάζω ταξιδιωτικό του Αντρέα Καρκαβίτσα: «Στην Κυλλήνη 30/12/1885». Βλέπω από το παράθυρο έξω τα πεύκα, ένα παγωμένο πρωινό. Με παίρνει ο ύπνος και ονειρεύομαι.
 
Βλέπω στην πλατεία του Αϊ Δημήτρη, στον καθεδρικό ναό της κωμόπολης που στηρίζεται στις αρχαίες κολώνες, έχουν στηθεί κάτι γύψινα αγαλματάκια και αισθάνομαι ότι γνωρίζω το δράστη που είναι γνωστός δημοτικός παράγοντας. Τα αγαλματάκια είναι χήνες, πάπιες και λιονταράκια που αποτελούν ατέρμονη παραφωνία με τον όλο χώρο.
 
Είναι νύχτα και τα αγαλματάκια είναι σπασμένα κομματάκια. Ο Γιάννης  πέρασε μεθυσμένος και δεν άντεξε να τα βλέπει και τα κλώτσησε με μανία.  Ύστερα, είδα τον Μπάμπη  με την καπαρντίνα του,  αγέρωχος,  ένας παλιός κομμουνιστής μα πάντα «έφηβος», να δίνει  τα θερμά του συγχαρητήρια στο ζωγράφο μας το Γιάννη.
 
 Είχα ξυπνήσει και σκεφτόμουνα.  Μπορεί αυτό το γεγονός να είχε κάποτε συμβεί στην πραγματικότητα. Όμως, σίγουρο είναι πως και οι τρεις πρωταγωνιστές του έχουν προ πολλού πεθάνει.
  
 Όπως και να χει, σε λίγες μέρες κτύπησε το τηλέφωνο και ο πληροφοριοδότης μου, ο Μελέτης, μου μετέφερε κακά μαντάτα, που δεν ήταν καθόλου άσχετα με το παραπάνω  ενύπνιό μου.  Γιατί σε άλλο χρόνο και με άλλα πρόσωπα έμελλε να συμβούν κακά, στον ίδιο ακριβώς χώρο και με ίδιου περιεχομένου εγχειρήματα.  Και αυτή τη φορά το πολύπαθο θύμα ήταν μια κουκουναριά της ιστορικής πλατείας του Αϊ Δημήτρη.
   
Από μέρες προετοιμαζόταν η διαμόρφωση της κοινής γνώμης γι αυτή την επιχείρηση, ως την εμφάνιση γερανού υπό τις οδηγίες δημοτικού παράγοντα που κατεδάφισε αυτή την κουκουναριά, αφού αυτοβούλως και με συνοπτικές διαδικασίες την αποκήρυξε ως επικίνδυνη για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια του τόπου.  
 
Αυτός ο δημοτικός παράγων, όπως και άλλοι βέβαια της ιδίας κατηγορίας «πεφωτισμένοι δημογέροντες», με τα ίδια αισθήματα μοχθηρίας προς τη φύση και τον πολιτισμό, ως οι παλιοί δολοφόνοι του Μαξίμου της Κυλλήνης, θεωρώντας τους εαυτούς τους τη μόνη νόμιμη εξουσία, «l’etat c’est moi», κατά τη ρήση του Λουδοβίκου ΙΔ΄, αρνούνται και θεωρούν περιττή κάθε συζήτηση με την Πολεοδομία ή όποια άλλη καθ’ ύλην αρμόδια υπηρεσία της Περιφέρειας. 
 
Οι κουκουναριές φυτεύτηκαν το μεσοπόλεμο, όπως μου ιστόρησε κάποτε ένας παλιός  ιερέας του Αϊ Δημήτρη και έκτοτε μαζί με την πλατεία και την εκκλησία της αποτέλεσαν το κεντρικό σημείο ταυτότητας  της όλης  κοινωνικής  ζωής αυτού του τόπου.
 
Σκέπτομαι ότι δεν είναι καθόλου τυχαία αυτή η παρέμβαση, γιατί ακολουθεί μια τριαντάχρονη και πλέον πορεία κακόγουστων δράσεων, εχθρικών προς το φυσικό περιβάλλον και την ιστορία του χώρου, με απώτερο σίγουρα ιδεολογικό στόχο. Γιατί και στο παρελθόν στοχοποιήθηκαν δένδρα και κινδύνεψαν να κοπούν μόνο γιατί στράβωνε ο κορμός τους ή έγερναν και τάχα παρεμπόδιζαν  τις παρελάσεις και τις θρησκευτικές γιορτές.
    
Αναρωτιέμαι πώς μες στο υπέροχο μυαλουδάκι τους βρίσκει τάξη κάθε έννοια και θέμα που σχετίζεται με την κοινωνική ζωή και την ιστορία ή τον πολιτισμό ενός τόπου. Ποια χημική αντίδραση συμβαίνει στον εγκεφαλικό φλοιό ή την παρεγκεφαλίδα όταν κατανοούν την έννοια μιας πλατείας, ενός δένδρου, μιας αρχαίας κολώνας, ενός εθίμου ή μιας  παραγωγικής δραστηριότητας και πώς συνδέονται μέσα τους όσα έχουν σχέση με το ανθρώπινο παρελθόν και  μέλλον.
 
Αλλά, πέραν από τους προβληματισμούς με διακατέχει μια ανεξήγητη αγωνία.  Τι πρόκειται να συμβεί στη συνέχεια; Ποιο μεγαλεπήβολο σχέδιο πρόκειται στη συνέχεια να εκτελεστεί;  Δεν υπάρχει καμιά εγγύηση ότι και νέο θύμα δεν θα υποστεί αυτή τη καταστροφική μανία των «αναμορφωτών» της πλατείας. Διότι, τα γεγονότα αυτά αποτελούν συνέχεια μιας διαχρονικής διαπάλης και δεν ξέρω αν οι φίλοι μας οικολόγοι  διάγουν τώρα τη φάση της άμπωτης και αν θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν, όπως τόσες άλλες φορές παλιότερα με επιτυχία το είχαν καταφέρει.    
 
Αλλά και βαθύτερα άγχη και ανησυχίες με κατέτρυχαν που σχετίζονταν με θέματα δικής μου εσωτερικής λειτουργίας και ύπαρξης στον χώρο αυτό. Διότι, κάθε σπιθαμή και κάθε γωνιά αυτής της πλατείας, που αμέτρητες φορές στο παρελθόν διέσχισα, μου θυμίζει και μια ιστορία. Ιστορία που έζησα και ιστορία που μου διηγήθηκαν παλιότεροι άνθρωποι από μένα.
  
 Στη μια πλευρά της πλατείας κάποτε, τη δεκαετία του ‘60,  που ακόμη δεν είχε πλακοστρωθεί, υπήρχε το καφενείο του Ευάνθιου. Εκεί,  σε μια ψάθινη καρέκλα καθισμένος, παιδάκι, έφαγα το πρώτο γλυκό κουταλιού και ήπια τις πορτοκαλάδες. Τώρα, τον βλέπω τον Ευάνθιο, σαν όνειρο, όπως σε μια παλιά φωτογραφία, μαζί με τον Ανδρέα το θείο μου, να μην κοιτάζουν το φακό και να μοιάζουν καβάλα όχι στη μηχανή τους, αλλά στον ίδιο τον χρόνο και να γελούν για τα τραγελαφικά και ανείπωτα πάθη που δεν πρόλαβαν να ζήσουν.                                                         
                                                                                                       

* Ο Ηλείος Νίκος Μπακιός αρθρογραφεί και γράφει συνήθως  «μικρές ιστορίες», που φιλοξενούνται σε αθηναϊκές εφημερίδες, blogs και  ηλεκτρονικά περιοδικά. 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.