Τον Βασιλειο Κατσαρο τιμησε η Σχολη Κλασικων και Ανθρωπιστικων Σπουδων του ΔΠΘ

Αναγορεύοντας τον καταξιωμένο βυζαντινολόγο σε επίτιμο Διδάκτορα της - Βασίλειος Κατσαρός «Έχει πολύ δρόμο ακόμα η μελέτη των βυζαντινών μνημείων»

Το Τμήμα Ιστορίας Εθνολογίας, της σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του ΔΠΘ τίμησε χθες Τετάρτη το απόγευμα στον κ. Βασίλειο Κατσαρό, όχι μόνο με την τελετή επιτιμοποίησης, αλλά και με τη διοργάνωση μίας ημερίδας με αντικείμενο τον τομέα που υπηρέτησε με αφοσίωση και με μεγάλο πάθος ο καταξιωμένος βυζαντινολόγος.
 
Λίγο πριν την τελετή επιτημοποίησης ο κ. Βασίλειος Κατσαρός, μαζί με τον κ. Δημοσθένη Στρατηγόπουλο, επίκουρο καθηγητή του ΔΠΘ του Τμήματος Ιστορίας Εθνολογίας, της σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του ΔΠΘ βρέθηκαν στα στούντιο του Ράδιο Παρατηρητής μιλώντας για το έργο, την μελέτη αλλά και το μέλλον των βυζαντινών σπουδών και μνημείων…
 
Βασίλειος Κατσαρός όμως…
 
ΠτΘ: κ. Κατσαρέ, εσείς εργαστήκατε στους τομείς της μεσαιωνικής τέχνης και αρχαιολογίας. Σήμερα υπάρχει μέλλον; 
Β.Κ.:
Θα σας έλεγα την τελευταία γνώμη του μεγάλου βυζαντινολόγου που υπηρέτησε στο πανεπιστήμιο Μονάχου, του Χανς Γιορκ Μπεκ. Στα τελευταία του, αφού είχε αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του για τη μελέτη του Βυζαντίου, για την εκκλησιαστική φιλολογία στο Βυζάντιο, τη Θεολογία, τα γράμματα των θεολόγων βυζαντινών συγγραφέων με σπουδαία έγραψε ένα μικρό βιβλιαράκι, με τίτλο «Αποχαιρετισμός στο Βυζάντιο». Εκεί μέσα φαίνεται αυτή η απαισιοδοξία. Εκεί ο Μπεκ γράφει ότι το Βυζάντιο δεν έχει πια να προσφέρει τίποτα καινούργιο ή ενδιαφέρον για τους νέους ανθρώπους που απομακρύνονται. Βλέπουμε όμως ότι οι βυζαντινές σπουδές αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο στη Γαλλία, στην Αυστρία,  στην Αγγλία, στη Γερμανία.
 

Τώρα βέβαια  αρχίζουν και κόβουν τις έδρες των βυζαντινών σπουδών, στη Γερμανία πολύ δραστικά, και στις άλλες χώρες. Δεν υπάρχουν συνεχιστές των μεγάλων βυζαντινολόγων στο εξωτερικό και όλοι αυτοί που σπούδασαν βυζαντινά, έρχονται στην Ελλάδα και αναζητούν εδώ να ακουμπήσουν και να βρουν δουλειά και να καλλιεργήσουν την επιστήμη, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια πληθώρα βυζαντινολόγων στην Ελλάδα, μεταφερμένων ίσως από το εξωτερικό που πια δεν τους χρησιμοποιούν. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, πάντως, με το 10% που αφιερώνει για την παιδεία και για την έρευνα, ακόμη συντηρεί κάποια προγράμματα σε μεγάλα κέντρα.
 
Η Ελλάδα μετατρέπεται σε κέντρο Βυζαντινών σπουδών. Το ατύχημα είναι ότι έχουμε πάρα πολλούς αρχαιολόγους βυζαντινολόγους, έχουμε πάρα πολλούς ιστορικούς, που μερικά από τα παιδιά αυτά κατευθύνονται στο Βυζάντιο αλλά έχουμε λιγότερους φιλολόγους, γιατί η φιλολογία είναι πολύ δύσκολη επιστήμη για να καλλιεργηθεί από νεότερα παιδιά που συνήθως δεν έχουν την κλασική μόρφωση που είχαν οι παλαιότεροι.
 
Όμως υπάρχουν εκλεκτοί νέοι που έχουν στόχους να κατακτήσουν αυτό το χώρο και να προκόψουν. Το πρόβλημα είναι πώς μπορεί να απορροφήσει το κράτος αυτή τη δυναμική που παρουσιάζουν αυτά τα παιδιά με το να τους δώσει την ευκαιρία να δουλέψουν, γιατί στα χρόνια τα δικά μας δεν υπήρχε τέτοιο πρόβλημα. 

«Χωρίς να μάθει το χώρο, δεν ξέρει ο φοιτητής αυτό που διαβάζει, πού αντιστοιχεί» 

ΠτΘ: Οι βυζαντινολόγοι μπορεί να έρχονται στην Ελλάδα, αλλά έχουμε την αίσθηση ότι οι βυζαντινές σπουδές δεν αποθεώθηκαν ποτέ στην Ελλάδα, σε σχέση και με τον τόπο.
Β.Κ.:
Εγώ ξεκίνησα τις έρευνές μου από το γεγονός ότι συνέτασσα μια διδακτορική διατριβή στη βυζαντινή ιστορία. Είχα προχωρήσει πάρα πολύ, ήμουν έτοιμος να υποβάλλω τη διατριβή μου, όταν κυκλοφόρησε μια διατριβή στη Βιέννη με το ίδιο ακριβώς αντικείμενο.
 
Το αντικείμενο ήταν οι πηγές για την βυζαντινή γεωγραφία της Ηπείρου κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Αυτή η έρευνα απαιτούσε να περπατήσεις καλά στο χώρο. Περπάτησα βήμα βήμα το χώρο, μέχρι την Ήπειρο, μέχρι τα σύνορα με την Αλβανία, δεν μπορούσαν βέβαια να περάσω στο μέρος της Αλβανίας, εκείνα τα χρόνια, αλλά αποτύπωσα όλες τις πηγές που αναφέρονται στο χώρο, όλα τα μνημεία και τα παραμικρά.
 

Τελικά προτίμησα να μην προχωρήσω ο ίδιος να πάρω τον τίτλο του διδάκτορα, όταν ένας άλλος συνάδελφος στη Βιέννη είχε πάρει το διδακτορικό του με αυτό τον τίτλο, όμως μέσα σε αυτό το περπάτημα, γνώρισα το χώρο. 
 
Για παράδειγμα η Αιτωλοακαρνανία ήταν άγνωστη μέχρι το 1966, όταν άρχισε η Αρχαιολογική Υπηρεσία να ενδιαφέρεται ή εμείς οι ντόπιοι, γιατί καθένας ξεκινάει το ενδιαφέρον του από τον τόπο του για να μελετήσει τα μνημεία. Όταν έκανα την πρώτη μου εργασία στα Παλαιοχριστιανικά μνημεία της περιοχής, έβλεπα ότι κάτω από νεότερες εκκλησίες υπάρχουν παλαιοχριστιανικά μνημεία. Η Επισκοπή της Αχελώου, ένα μνημείο που σωζόταν μέχρι τη στέγη. Υπήρχε ο ναός των Αγίων Θεοδώρων στη Σταμνά, που ήταν ένα μνημείο μέχρι τις καμάρες, αλλά βυθισμένο μέσα στο χώμα και άγνωστο.  Εκεί διαπίστωσα για πρώτη φορά ότι είχε ανεικονικό διάκοσμο, της εποχής της εικονομαχίας.  Πόσα μνημεία ξέραμε εκείνη την εποχή με ανεικονικό διάκοσμο;
 
Η περιφέρεια ακόμα και στο κέντρο του Βυζαντίου, όπως ήταν η Μικρά Ασία, μας ήταν άγνωστη. Δεν γνωρίζαμε τους χώρους ή τις λεπτομέρειες. Έτσι είχα ένα πρόγραμμα εκπαιδευτικών εκδρομών για 32 χρόνια. Κάθε χρόνο πήγαινα 12-15 ημέρες τους φοιτητές στη Μικρά Ασία, για να γνωρίσουν το χώρο που έδρασαν οι βυζαντινοί. Χωρίς να μάθει το χώρο, δεν ξέρει ο φοιτητής αυτό που διαβάζει, πού αντιστοιχεί.
 
ΠτΘ: Είστε ικανοποιημένος σε επίπεδο καταγραφής και έρευνας αυτών των μνημείων στην Ελλάδα;
Β.Κ.:
Έχει ακόμα ψωμί, αλλά έχουν γίνει σημαντικά βήματα, γιατί παλιά οι Εφορίες Βυζαντινών έδρασαν κατά τόπους και έκαναν σημαντικό έργο, γνωρίζουμε πολύ καλά τώρα τις περιοχές, όμως έχει πολύ δρόμο ακόμα στη μελέτη των βυζαντινών μνημείων. Σήμερα μεγάλο ρόλο παίζει και η τεχνολογία, μιας και μπορούν πλέον να αποτυπώνουν τα πάντα, αλλάζουν οι συνθήκες και πιστεύω ότι αυτά θα αξιοποιηθούν μελλοντικά. 

«Τα δύο μοναστήρια της Ξάνθης, ήταν κέντρα πνευματικής ακτινοβολίας» 

ΠτΘ: Έχετε ασχοληθεί και για τους θησαυρούς της περιοχής μας, στην Εικοσαφίνισσα και στα χειρόγραφα που έχουν βρεθεί στην Ξάνθη. Πείτε μας για αυτή σας την έρευνα…
Β.Κ.:
Τα μοναστήρια της Αρχαγγελιώτισσας και της Καλαμούς έχουν περίπου 45 χειρόγραφα, που διασώθηκαν στο εκκλησιαστικό μουσείο της Σόφιας. Αυτά μελέτησε ένας μαθητής μου στη Σόφια, και μάλιστα πρόσφατα τυπώθηκε ο δεύτερος τόμος του καταλόγου και περιλαμβάνει και αυτά τα χειρόγραφα, τα οποία γνωρίζαμε από μια παλαιότερη δημοσίευση από τον Λίνο Πολίτη, που τα είχε πρωτοδεί και είχε ταυτίσει ότι προέρχονταν από την περιοχή της Ξάνθης.
 
Το σημαντικότατο συγκρότημα του Παπικίου, το είχε ξεσκαλέψει ένας φίλος μου ο αείμνηστος Θανάσης Παπαζώτος, που υπηρετούσε εδώ και στις εξόδους του αξιοποίησε τις πληροφορίες που είχαμε από τις πηγές και ανακάλυψε τις θέσεις, και στη συνέχεια είχε δουλέψει επάνω σε αυτά και η Εφορία και ο Νίκος Ζήκος, και μάλιστα έχει εκδοθεί ένας οδηγός για την περιοχή.
 

Η Θράκη είναι η δεύτερή μου πατρίδα, και λόγω της καταγωγής της γυναίκας μου από το Διδυμότειχο, και είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ χώρους με ενδιαφέρον, και στη Μαρώνεια, και στο σπήλαιο των Αγίων Θεοδώρων, όπου είχα συζητήσει με αείμνηστη Ευτυχία Κουρκουτίδου την αξιοποίηση αυτού του σπηλαίου, που έχει άγνωστες τοιχογραφίες, και στο Παπίκιο.
 
Το θέμα της Εικοσαφοίνισσας είναι πολύ μεγάλο, και είχα εμπλακεί σε αυτό από το 1946, όταν ο Λίνος Πολίτης με είχε συστήσει στην Αξένια Τζούροβα, για να συνεχίσω αυτό που ο ίδιος οραματιζόταν να κάνει, τη μελέτη των κλεμμένων από τα μοναστήρια χειρογράφων. Δημοσίευσα μια εργασία για τον ιδρυτή της Μονής, που βρίσκεται θαμμένος στην εκκλησία του Αγίου Γερμανού στις Πρέσπες, μακριά από το μοναστήρι που ίδρυσε, το οποίο από τον 9ο αιώνα, μέχρι σήμερα έχει μια ιστορία και πνευματική για το χώρο, αλλά και εκπαιδευτική για εμάς τους Βυζαντινολόγους, μιας και μαζί με τη μονή Προδρόμου Σερρών τα δύο μοναστήρια της Ξάνθης, ήταν κέντρα πνευματικής ακτινοβολίας.

Δημοσθένης Στρατηγόπουλος «Ο κ. Κατσαρός είναι ένας βυζαντινολόγος που βλέπει το αντικείμενό του ως ολότητα» 

ΠτΘ: κ. Στρατηγόπουλε, πείτε μας το λόγο για την αφορμή της επιτιμοποίησης, πώς ξεκίνησε;
Δ.Σ.:
Εγώ και η κ. Χελιδώνη από το τμήμα Φιλολογίας, ήμασταν μαθητές του κ. Κατσαρού σε διδακτορικό επίπεδο, και έτσι με αυτή την αφορμή σκεφτήκαμε ότι έπρεπε κάποια στιγμή να τον τιμήσουμε, αλλά όχι επειδή ήμασταν μαθητές του,  αλλά για το εν γένει συγγραφικό, ερευνητικό και διδακτικό του έργο, γιατί ο Κατσαρός ήταν πάνω απ' όλα δάσκαλος.
 
Έτσι, σχεδόν ταυτόχρονα είχαμε την ιδέα να γίνει επίτιμος διδάκτορας ο καθένας του τμήματός του και όταν πήγε το θέμα στην Κοσμητεία αποφάσισαν να γίνει επίτιμος διδάκτορας όλης της σχολής. Έγινε ασμένως αποδεκτή η πρόταση  από την κοσμητεία, από τους τρεις προέδρους των τμημάτων και από τον Κοσμήτορα κ. Χατζόπουλο, αποφασίσαμε όμως, την ημέρα της επιτιμοποίησης να κάνουμε και μια ημερίδα με θέμα: «Πτυχές Βυζαντινής Φιλολογίες, τέχνης και Ιστορίας», ακριβώς με όλα τα αντικείμενα που θεράπευε και ο κ. Κατσαρός, γιατί ο κ. Κατσαρός είναι ένας βυζαντινολόγος που δεν ασχολείται μόνο με τη φιλολογία, αλλά βλέπει το αντικείμενό του ως ολότητα.  Ασχολείται δηλαδή και με την τέχνη και με την ιστορία.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.