Πολλα νομα, πολλα δωμα

Πόσο απέχουμε από την εποχή του «επτά νομά σε ένα δωμά»; Ο Άκης Πάνου περιγράφει την δεκαετία του ’50, όταν ζούσε ο ένας πάνω στον άλλο στου Χαροκόπου, στην Καλλιθέα. Η εικόνα επαναλαμβάνεται σήμερα στα κατ’ ευφημισμόν κέντρα φιλοξενίας προσφύγων ή σε υπόγεια των μεγάλων πόλεων όπου παράγεται μια συλλογική συμβίωση, ένεκα και της ανάγκης.
 
Αν εξαιρέσεις τα τσιμεντένια κουτιά που αποτελούν ιδανική πρώτη ύλη για ρεαλιστικές απεικονίσεις της μικροαστικής ασφυξίας σε φιλμ, όπως αυτά του Γιάννη Οικονομίδη, τι συμβαίνει στους υπόλοιπους ορόφους, τις μονοκατοικίες, τα εξοχικά;
Οι πόλεις επεκτάθηκαν, τα εξοχικά εποίκισαν το σχεδόν αναλλοίωτο φυσικό τοπίο, τα σπίτια γέμισαν αντικείμενα, καλωδιώθηκαν. Λειτουργίες, όπως το μαγείρεμα ή το πλύσιμο, εξατομικεύτηκαν με το ανάλογο ενεργειακό κόστος. Ο ύπνος και ο έρωτας ίσως αντιστέκονται ακόμη.
 
Φαινομενικά, ο καθημερινός χώρος του ατόμου διευρύνθηκε. Κι όμως, πέραν της οικονομικής ύφεσης που γεμίζει τις τσέπες των αφεντικών, όλοι/ες μας βιώνουμε μια κρίση. Ζητούμε περισσότερο χώρο και χρόνο, μολονότι μας παρέχονται – με το αζημίωτο πάντα – απλόχερα και τα δυο. Κατανοητό, ανθρώπινο, αναγκαίο.
 
Πρόκειται, εντούτοις, για μια συλλογική κρίση νοήματος στην οποία η μάχη για τον δημόσιο χώρο, τον χώρο των πολιτικών αποφάσεων, έχει απαξιωθεί σε αγώνα για την ατομική ολοκλήρωση. Do it only yourself.
 
Λες και μπορεί να υπάρξει άτομο χωρίς κοινωνία, λες και τα έτοιμα tips που μας προσφέρονται θα μας προφυλάξουν από την σκληρή πραγματικότητα που μαίνεται, μέσα και έξω.
 
Ζευγάρια μπαφιασμένα από τις υποχρεώσεις ερίζουν για λίγο χωροχρόνο, τον οποίο συνήθως αποκτούν για να τον χάσουν μέσα στη χοάνη του καταναλωτισμού, οι νέοι πασχίζουν να φέρουν τη ζωή στα μέτρα τους γνωρίζοντας (ή υποθέτοντας) ότι στην επόμενη στροφή περιμένει – με μεγάλη δόση χαιρεκακίας είναι η αλήθεια – να τους περικυκλώσει το συρματόπλεγμα των πρέπει.
 
Δεν υπάρχει βέβαια δρόμος χωρίς αγκάθια, ούτε δρόμος που ανοίγεται χωρίς να τον περπατήσουμε, όπως μας υπενθυμίζουν οι εμπειρίες των κινημάτων αμφισβήτησης από τη Λατινική Αμερική.
 
Είναι κάτι που αποσιωπά η μεταπολιτευτική ευημερία η οποία επιδιώκει να μας εξοικειώσει με έναν κόσμο στον οποίο ανισότητα, αποκλεισμός, χάσματα μεταξύ εχόντων- κατεχόντων θεωρούνται λίγο πολύ ως φυσικά φαινόμενα αφού δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις. Οι άλλοι έχουν ξεφλουδίσει το κρεμμύδι, εσύ φτάνει να μπορείς να το γευτείς.
 
Αν μη τι άλλο, στην παγκόσμια αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου, υπερισχύουν οι κανόνες των ψίχουλων που πέφτουν από το τραπέζι ή των πρόσκαιρων απολαύσεων σε ένα μέλλον που έχει από τα πριν οριοθετηθεί. Σε αυτό το πλαίσιο, το ερώτημα «τι ζωή θέλουμε, σε τι χώρο και χρόνο» μοιάζει ικανό να θρυμματίσει την βιτρίνα.
Τα στοιχεία αποτυπώνουν μια εικόνα: σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberg, το 2015, το 60% των νέων έως και 35 ετών στην Ελλάδα συνεχίζουν να μένουν στο σπίτι των γονιών τους. Στην σχετική κατάταξη, η χώρα μας βρίσκεται στην πέμπτη θέση, μετά την Κροατία, τη Σλοβακία, την Ιταλία και τη Μάλτα. Ενώ, το 2015, ένας στους τρεις νέους Αμερικανούς από 18 έως 34 ετών (περίπου 24 εκατ.), οι αποκαλούμενοι «Millennials», χωρίς να είναι επιλογή τους, έμεναν  στο σπίτι με τους γονείς τους.
 
Τα προνόμια τους; Δεν εργάζονται, απεριόριστος ελεύθερος χρόνος, κανένα χρέος. Ταυτόχρονα, όλο και λιγότεροι συμβιώνουν με άτομα διαφορετικού φύλου, με αποτέλεσμα να στερούνται την γλυκάδα και την οδύνη της συνύπαρξης. Η παραπάνω κατάσταση, σε συνδυασμό με το ότι αποτελούν την αποκαλούμενη ‘Generation Me’ – γενιά του εγώ, του να είσαι ο εαυτός σου – εξηγεί ως έναν βαθμό την πλειοψηφική στήριξη που έδωσαν στο τέρας του τραμπισμού, ειδικά από τη στιγμή που οι Δημοκρατικοί επέλεξαν Χίλαρυ και όχι Σαντερς τον οποίο έβλεπαν θετικά (Jean M Twenge, Five Reasons Why Millennials Helped Elect Donald Trump, στο psychologytoday.com).
 
Πριν τους λιθοβολήσουμε, ας προσέξουμε ότι πρόκειται για μια γενιά στην οποία συγκατοικούν αυτοπεποίθηση, φιλελεύθερη στάση, φιλοδοξία, καχυποψία στη δέσμευση, ανυπομονησία, ναρκισσισμός. Παραδοσιακές αποχρώσεις της νεότητας, δηλαδή, σε έναν κόσμο που αλώνει ένας επιθετικός παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός.
 
Τι αντιστοιχίες υπάρχουν με τη δική μας πραγματικότητα όπου άλλοι βιώνουν μια υπόρρητη κοινωνική καταδίκη της επιστροφής στην οικογενειακή εστία, άλλοι ασφυκτιούν σε ένα πλαίσιο όπου οι οικογενειακές συνήθειες και επιλογές μπορεί να αποδειχτούν καταλυτικές στη διαχείριση του χρόνου και κοινωνικής κινητικότητας;
Η ελληνική κοινωνία δεν διακρίνεται για την ανεκτικότητα της. Ή τουλάχιστον, καμώνεται ότι μπορεί να αντέξει την κάθε είδους παρέκκλιση, από το σκουλαρίκι στο αυτό μέχρι την ριζοσπαστική πολιτική τοποθέτηση, όταν δεν την τιμωρεί. Αύξησε με μόχθο, κι αφού λεηλάτησε το τοπίο, τον χώρο πιστεύοντας ότι θα γίνει κάτι άλλο.
 
Σε αυτόν τον ίλιγγο της επέκτασης του ιδιωτικού χώρου, το συναίσθημα, η όρεξη, το ενδιαφέρον για τα κοινά, η ελεύθερη ολοκλήρωση του ατόμου, υποχωρούν.
Όταν εμφανίζονται στο προσκήνιο, πολιορκώντας τον αλωμένο δημόσιο χώρο ή δημιουργώντας αυτόνομες δομές, ο συντηρητισμός, που διαπερνά οριζόντια το πολιτικό προσωπικό, αποκαλύπτει τα δεσμά του. Προσφέρει παυσίπονα προσωρινής απόδρασης από το καθημερινό (διασκέδαση, weekend), παρόλο που αντιλαμβάνεται την γοητεία της φυγής η οποία συναρπάζει έναν κόσμο ο οποίος, σχεδόν αρπακτικά, θα λεηλατήσει την ευημερία του παρελθόντος, οικοδομώντας εκείνο που θα αποφασίσει.
 
Τότε ναι, ο χώρος και ο χρόνος, αναπλάθονται, παύουν να ορίζονται ως οικονομικά μεγέθη, αποκτούν ένα νόημα, το οποίο πλέον μπορεί να διαμοιραστεί, ως εμπειρία, από το Seαttle ως την Κομοτηνή.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.