Τρεις στο καρφι και μια… στον Αδωνη

Η θριαμβευτική εκλογή –από τα μέλη του κόμματος– του Κυριάκου Μητσοτάκη ως αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας εμφύσησε έναν αέρα αλλαγής και ανανέωσης στο σύνολο του πολιτικού σκηνικού. Φέροντας ένα ξεκάθαρο και προσδιορισμένο μεταρρυθμιστικό προφίλ, μη τείνων ευήκοο ους στις σειρήνες του λαϊκισμού,  και «καθαρός» από τα παλαιοκομματικά μικροπολιτικά τερτίπια της οικογένειάς του, το επώνυμο της οποίας απετέλεσε πάντα για τον ίδιο μάλλον βάρος από το οποίο πρέπει να κρατά διαρκώς αποστάσεις, κατάφερε όχι απλά να ξαφνιάσει, θεωρούμενος και από το ίδιο του το Κόμμα απόλυτο αουτσάιντερ, αλλά και να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της ελληνικής πολιτικής. Ταγμένος ιδεολογικοπολιτικά στον φιλελευθερισμό ευαγγελιζόταν πρωταρχικά την ανασύνταξη του κόμματός του, καθώς πολύ ορθά διέγνωσε πως ένας οστεοποιημένος κομματικός μηχανισμός, κατάλοιπο των ενδόξων ελληνικών στιγμών του παρελθόντος δεν μπορεί, αν δεν αυτομεταρρυθμιστεί να αποτελέσει έμπιστη πρόταση εξουσίας ικανή να μεταρρυθμίσει ένα ολόκληρο κράτος. Σε μεγάλο βαθμό το κατάφερε. Η Νέα Δημοκρατία ένα και πλέον χρόνο μετά την εκλογή του μοιάζει περισσότερο με σύγχρονο ευρωπαϊκό κόμμα, όπου ο καθένας πρέπει να διεκδικήσει τη θέση του με την αξία του και όχι μέσω προσωπικών συμπαθειών ή υποτραπέζιων συναλλαγών.
 
Σε αυτό τον κανόνα, βέβαια, φανερή εξαίρεση ίσως υπήρξε η τοποθέτηση του κ. Άδωνη Γεωργιάδη στη θέση του Αντιπροέδρου του κόμματος. Πολλοί έκαναν λόγο για το «πρώτο λάθος του Κυριάκου την επαύριο της εκλογής του» και παράλληλα ήλπισαν σε μία επιλογή προσωρινή. Φυσικά, η τοποθέτηση του κ.Γεωργιάδη στη συγκεκριμένη –ακουστικά βαρύνουσα αλλά άνευ ουσιαστικού αντικειμένου– θέση, υπήρξε η εξαργύρωση της ζέσης με την οποία ο ίδιος υποστήριξε τον Κ. Μητσοτάκη στον β΄ γύρο των εσωκομματικών εκλογών (καθότι μια εικόνα χίλιες λέξεις… ας φέρουμε στο νου μας τους εξαιρετικά ένθερμους εναγκαλισμούς των δύο ανδρών λίγο μετά την νίκη του Κ. Μητσοτάκη καθώς και τη φράση του τελευταίου «Τα καταφέραμε»!).Ο κ.Γεωργιάδης είναι ένα πολιτικό πρόσωπο ικανό και εργατικό, όπως απέδειξε κατά τις υπουργικές του θητείες, το βασικότερο μειονέκτημά του εντούτοις είναι πως υπερεκτίθεται τηλεοπτικά, συνήθεια αρνητική που πρέπει να περιορίσει, όπως έχει πει κι ο ίδιος. Στο σύγχρονο ελληνικό τηλεοπτικό τοπίο, μέσω της συνεχούς υπερέκθεσης, ελλοχεύει διαρκώς ο κίνδυνος της γραφικότητας. Εξάλλου ο Άδωνις Γεωργιάδης είναι ένα άτομο δυναμικό που υποστηρίζει με θέρμη τις προσωπικές του απόψεις αλλά… μιλάει πολύ, συχνά γίνεται παρορμητικός και παθιάζεται εύκολα καταλήγοντας, παρά την ορθότητα επί της ουσίας των απόψεών του, να τις εκφράζει με οξύ λεξιλόγιο και φράσεις που δεν ανήκουν στο αποκαλούμενο  «politically correct». Άθελά του, λοιπόν, συχνά έχει εκθέσει το κόμμα του με φαινομενικά ακραίες απόψεις, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι τα κόμματά τους καθώς αυτός είναι ο τρόπος λειτουργίας των δημοκρατικών παραγοντικών κομμάτων (δεν είναι μαζικό-κομμουνιστικό κόμμα όπου επιβάλλεται και επικρατεί μία κοινή άποψη και μόνο). Ορισμένες γνώμες, ωστόσο, αποκτούν άλλη βαρύτητα όταν βγαίνουν από το στόμα ενός «Αντιπροέδρου» και είναι λογικό. Έτσι η τοποθέτηση και παραμονή στη θέση όπου βρίσκεται του κ.Γεωργιάδη, ο οποίος μάλλον ιδεολογικά ανήκει στα δεξιότερα «έδρανα» της Νέας Δημοκρατίας, δεν νομίζω ούτε πως ευχαριστεί τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους της ΝΔ, οι οποίοι είδαν ένα νεόφερτο κομματικά (δη πρώην κατήγορό τους) να ανέρχεται ταχύτατα στον κομματικό μηχανισμό μόνο και μόνο χάρις στην παθιασμένη στήριξη προς δύο Προέδρους, ούτε ότι επιδρά θετικά στην προσπάθεια του Κ. Μητσοτάκη να προσεγγίσει τον πολιτικό χώρο του κέντρου.
 

Προσφάτως, βέβαια, με διακριτικές πλην σημαίνουσες κινήσεις ο Κ. Μητσοτάκης «έκλεισε το μάτι» και σε πιο συντηρητικά ακροατήρια. Οι όλο και εντεινόμενες επαφές του (όχι πάντα δημόσιες) με τον Αρχιεπίσκοπο πάσης Ελλάδος Ιερώνυμο καταδεικνύουν την άκρως δυσάρεστη πλην από χιλιετιών παρούσα επιρροή της εκκλησίας στην πολιτική σκηνή, γιατί όχι και στην ετυμηγορία της κάλπης. Ο Πρόεδρος της ΝΔ, ωστόσο, παρά την ανάγκη να θωπεύσει τα ώτα του ιερατείου, το οποίο είναι σε εγρήγορση λόγω των πρόσφατων προσπαθειών του ΣυΡιζΑ να επιβάλλει βίαια ένα ακροαριστερό μοντέλο στις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας, υπήρξε ιδιαίτερα προσεκτικός επισημαίνοντας σαφώς ότι επιβάλλεται να γίνουν αλλαγές και να ρυθμιστούν έρποντα από καιρό ζητήματα. Την κατάλληλη στιγμή, όμως, και με ειλικρινείς προθέσεις, αν και εφόσον ανέλθει ο ίδιος στην εξουσία, οφείλει όχι μόνο να θίξει αλλά και να επανατοποθετήσει επί νέας, δημιουργικότερης, πιο ισόρροπης και ορθολογικότερης βάσεως τις σχέσεις Ελληνικού Κράτους-Εκκλησίας της Ελλάδος. Επ΄ αυτού λοιπόν και δεδομένων των πάγιων αντιλήψεων της Εκκλησίας της Ελλάδος υπήρξε μάλλον ατυχής ο χαρακτηρισμός της από τον κύριο Μητσοτάκη ως «κοινωνικού εταίρου» ενώ, ακόμη, μοιάζουν ίσως ειρωνικές οι κατηγορίες του προς άλλους για πολιτικό ωφελιμισμό στην προσέγγιση της Εκκλησίας.
 
«Δεν συζητάμε για απολύσεις στο Δημόσιο, το προσδιορίζω ρητά και κατηγορηματικά». Αυτή η δήλωση είναι αποτέλεσμα ενός φαντάσματος του παρελθόντος. Του φαντάσματος που κυνηγά τον Κυριάκο Μητσοτάκη από τη θητεία του ως Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης της κυβέρνησης Σαμαρά. Όντας ο μόνος Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, τουλάχιστον στα χρόνια της κρίσης, που πραγματοποίησε ουσιαστικά και όσο καλύτερα μπορούσε το έργο του, πράγμα που σήμαινε πως έπρεπε να αγγίξει το κοινωνικά άκρως ευαίσθητο θέμα της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, η οποία αναγκαστικά και εύλογα οδήγησε και σε απολύσεις, άκρως περιορισμένες καθώς η αξιολόγηση εν τέλει δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Όχι κύριε Μητσοτάκη, η δημιουργική Ελλάδα επιθυμεί και απολύσεις στο δημόσιο μετά από πραγματική και αντικειμενική αξιολόγηση, η προοδευτική Ελλάδα, αυτή που έχει κατανοήσει πως οι παλιές εποχές που το κράτος έτρεφε τους πάντες έχουν παρέλθει, πως το ελληνικό δημόσιο δεν μπορεί πια να αποτελεί το παλάτι του Οδυσσέα που θα τρέφει για δεκαετίες αργόσχολους μνηστήρες. Όποιος δεν δουλεύει, όποιος παρασιτεί ή εκμεταλλεύεται το δημόσιο, από τον απλό υπάλληλο ως τον ανώτατο διευθυντή, να αξιολογηθεί και να απολυθεί. Κι αυτή η αξιολόγηση να μην γνωρίσει άβατα, να αγγίξει κάθε πτυχή του κράτους, από την τελευταία υπηρεσία ενός δήμου έως και το σημαντικότερο υπουργείο. Αυτό επιθυμεί η Νέα Ελλάδα, όσοι είναι στην ώρα τους στη δουλειά τους, όσοι εργάζονται περισσότερο απ’ όσο αμείβονται, οι νέοι που είδαν την αξία τους να ακρωτηριάζεται από την επάρατη μονιμότητα κι έφυγαν απογοητευμένοι στο εξωτερικό.
 
«Εμείς θα είμαστε η Κυβέρνηση, η οποία θα βγάλει τη χώρα από την κρίση και τα Μνημόνια». Κύριε Μητσοτάκη δεν αμφιβάλλω για τις ικανότητές σας να διαχειριστείτε ασυγκρίτως καλύτερα από τον κ.Τσίπρα τις τύχες αυτής της χώρας και να πάρετε αποφάσεις προς τη σωστή για την έξοδο από την μακρόχρονη κρίση κατεύθυνση, πόσω μάλλον για τη βούλησή σας για κάτι τέτοιο αλλά… δεδομένων των μακροχρόνιων και εκτεταμένων δεσμεύσεων των μνημονίων –το ότι υπήρξαν «δημιούργημα» του κ.Τσίπρα δυστυχώς δεν αφαιρεί απόλυτα από σας την υποχρέωση εφαρμογής τους, αν βρεθείτε στη θέση του– καλό είναι τέτοιου είδους δηλώσεις, ασχέτως των αγαθών προθέσεων που υπάρχουν, να αποφεύγονται.
 

*Ο Ευάγγελος Σιδερούδης είναι φοιτητής Διεθνών Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών  του Παντείου Πανεπιστημίου

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.