Σεργιανιζοντας σ΄ εναν αλλο κοσμο

[με αφορμή μια ταινία και δυο ποιητές]

Βράδυ Παρασκευής. Επιστρέφω στο σπίτι μετά την προβολή της ταινίας «Paterson» του Jim Jarmusch. Οι εντυπώσεις ανάμεικτες. Η πλοκή της ταινίας ιδιαίτερη. Αν μπορεί να θεωρηθεί πλοκή, με την αυστηρή έννοια του όρου. Το ίδιο και οι χαρακτήρες. Ο κεντρικός «ήρωας» Πάτερσον είναι ένας οδηγός λεωφορείου στην πόλη Πάτερσον του Νιου Τζέρσεϊ (η λέξη Πάτερσον επανέρχεται συχνά σε διάφορα σημεία της ταινίας). Πρόκειται για έναν συνηθισμένο άνθρωπο, σε μια συνηθισμένη πόλη, που διάγει έναν συνηθισμένο βίο. Ξυπνά καθημερινά την ίδια ώρα, πλάι στη γυναίκα του, επίδοξη καλλιτέχνιδα. Οδηγεί το λεωφορείο του κάθε μέρα στους ίδιους δρόμους, κάνοντας την ίδια διαδρομή. Συγχρωτίζεται τους επιβάτες, ακούει τις συνομιλίες τους, τους παρατηρεί. Επιστρέφει κάθε μέρα την ίδια ώρα στο σπίτι του, συνομιλεί με τη σύζυγό του, βγάζει βόλτα τον σκύλο του, πηγαίνει για ποτό στην τοπική παμπ. Και διαβάζει στίχους από το «επικό» έργο «Paterson» του Αμερικανού ποιητή William Carlos Williams.  
 
Κυρίως όμως ο Πάτερσον, κλεισμένος για ώρες στο υπόγειο του σπιτιού του, κρύβει ένα μυστικό, που το γνωρίζει μόνο η γυναίκα του. Ένοχο μυστικό; Για κάποιους, ίσως. Γράφει κι ο ίδιος ποίηση. Σε ένα τετράδιο, που κουβαλάει συνεχώς μαζί του, ακόμη και στην ώρα της οδήγησης του λεωφορείου, καταγράφει ιδέες, οι οποίες διαμορφώνονται σταδιακά σε ποιήματα – κι όλα αυτά υπό το βλέμμα του θεατή. Είναι ενδιαφέρον ότι ειδικά για την ταινία του Jarmusch γράφτηκαν 4 πρωτότυπα ποιήματα από τον Αμερικανό ποιητή Ron Padgett. Η ποίηση του Πάτερσον, όπως και του «μέντορά» του William Carlos Williams, είναι ποίηση της καθημερινότητας. Πρόχειρη διαδικτυακή μου έρευνα, με το που μπαίνω στο σπίτι, με ενημερώνει ότι ο Williams είναι ένας από τους πιο σημαντικούς Αμερικανούς ποιητές, ο οποίος έζησε από 1883 ως το 1963 και καταγόταν από το Rutherford του New Jersey. Το έργο του με τίτλο «Paterson» είναι μια νεωτερική ποιητική σύνθεση, σε πέντε τόμους, που εκδόθηκαν από το 1946 μέχρι το 1958. Το αναζητώ κι αυτό – αμετάφραστο, από ό,τι φαίνεται, ακόμη στα ελληνικά.
 
Πρόκειται για ποίηση της εικόνας, της πόλης, του καθημερινού αστικού βιώματος, των ανθρώπων και των πραγμάτων, και όχι των υπερβατικών φιλοσοφικών ιδεών. Ή μάλλον ποίηση που εδράζεται στην «πρακτική», βιωματική φιλοσοφία της ζωής στο σύγχρονο αστικό τοπίο. Ο άνθρωπος είναι ο ίδιος μια πόλη, σημειώνει ο Williams στην αρχή του έργου του: ξεκινά, αναζητάει, επιτυγχάνει, κι ολοκληρώνει τη ζωή του με τρόπους που οι διάφορες πλευρές της πόλης μπορούν να ενσαρκώσουν. Κι επίσης, παρακάτω, «καμιά ιδέα δεν υπάρχει, παρά μόνο μέσα από τα πράγματα.».
           
Όσο σκέφτομαι την ταινία, τόσο πιο αντιφατικές νιώθω τις εντυπώσεις μου από αυτήν. Είναι άραγε δυνατόν να μετατραπεί σε κινηματογραφική ταινία η διαδικασία της ποιητικής σύνθεσης; Αν με κάποιον τρόπο γίνεται, ο Jarmusch μάλλον βρίσκεται πολύ κοντά στον στόχο του. Το σίγουρο πάντως είναι ότι η ταινία συστήνει στον θεατή τον ποιητή Williams. Κι επίσης, επιτυγχάνει να τον πείσει ότι ποίηση δεν συνιστά (μόνο) η μεγαλεπήβολη σύλληψη, το ιδιόμορφο, «υψηλό» ύφος, οι βαρύγδουπες εκφράσεις, οι εξεζητημένες συνδέσεις λέξεων, οι εντυπωσιακές εικόνες. Η ποίηση μπορεί να παραμονεύει παντού. Σε βρίσκει παντού, κατά τον δικό μας Τίτο Πατρίκιο. Την ώρα που οδηγείς, την ώρα που ψωνίζεις, τη στιγμή που κάτι ξεκινάς να πεις και δεν το ολοκληρώνεις, γιατί ξέρεις πως μόνο η ποίηση μπορεί να το ολοκληρώσει και πως, ό,τι κι αν πεις εκείνη τη στιγμή, ποτέ δεν θα εκφράσει ικανοποιητικά αυτό που θες.
 
Η ποίηση παραμονεύει παντού κι αφορά τα πάντα. Κάθε στιγμή που ζούμε, κάθε εμπειρία, όσο ασήμαντη κι αν φαίνεται, μπορεί να αναχθεί σε υλικό ποιητικής μετουσίωσης. Να αποτελέσει το τέλος ή την αρχή σε κάτι σημαντικό, χωρίς καν να το συναισθανόμαστε. Η ποίηση αυτή της καθημερινότητας μου θυμίζει έντονα το έργο του ποιητή Χρίστου Λάσκαρη, που «ανακάλυψα» πρόσφατα μέσα από λίγους, αλλά εξαιρετικά δυνατούς στην απλότητά τους στίχους. Ήταν γραμμένοι σε κάρτες τις οποίες μία συνάδελφος μοίρασε ως αποχαιρετιστήριο δώρο στους μαθητές της. Οι στίχοι ήταν οι εξής:
 

Επιμένω σ΄ έναν άλλο κόσμο
τον έχω τόσο ονειρευτεί,
τόσο πολύ έχω σεργιανήσει μέσα του
που πια είναι αδύνατο να μην υπάρχει.

 
Πύκνωση ιδεών, λιτότητα λέξεων, το μεγαλείο της απλότητας. Αναζητώ κι άλλα ποιήματα του Λάσκαρη σε συλλογές που παρήγγειλα, αλλά δεν είχα ακόμη τον χρόνο να διαβάσω αναπόσπαστος. Ρουφάω, μέσα στη νύχτα, τις φράσεις του, ταξιδεύω τα ποιητικά του τοπία, τα καθημερινά και οικεία. Ακολουθώ κατά πόδας τον ειρμό των σκέψεων, παρασύρομαι από τη ροή συναισθημάτων απίστευτα οικείων. Ένας ποιητής των μικρών χώρων, εξωτερικών κι εσωτερικών. Ένας ποιητής που παρατηρεί με οξυδέρκεια το εφήμερο. Εμπνέεται από το απλό, δίπλα και μέσα του:
 

Περνώντας βλέπω τους συνταξιούχους:
Μες στα παγκάκια της πλατείας,
ολομόναχοι
να τους ραμφίζουνε τα περιστέρια.

 
Κι αλλού:
 

Σαν τον καφέ και η ζωή.
Μόνο οι πρώτες ρουφηξιές
αξίζουν.

 
Αλλά και η μνήμη πάντα παρούσα, τροφός της ποιητικής δημιουργίας:
 

Μέσα σου να σκάβεις:
ξεθάβοντας
μέρες παιδικές
για τρυφερά
εξαίσια ποιήματα.

 
Κι ο άνθρωπος, εν μέσω μνήμης και βιώματος, να επιχειρεί να βρει τον ρόλο του χρόνου στη ζωή του. Ή της ζωής του στον Χρόνο:
 

Ούτε ευτυχισμένος,
ούτε δυστυχισμένος
απλώς,
μια επιφάνεια,
που πάνω της
κάνει τσουλήθρα ο χρόνος.

 
Κομβικό – τι άλλο; – το στοιχείο του έρωτα. Ενός έρωτα, ωστόσο, που, όπως κι όλα τα ανθρώπινα, ξεφτίζει με την πάροδο του χρόνου, κάνοντάς σε να αναρωτιέσαι ακόμη και για την ύπαρξή του, κάποτε:
 

Νόημα να μη βρίσκεις πουθενά
και να βαριέσαι.
Οι όμορφες στιγμές
που έζησες μαζί της
στη διπλανή κάμαρη
 
άραγε να υπήρξαν,
να υπήρξε το κορμί της;

 
Κι αλλού:
 

Έφυγε.
Το άρωμά της,
πάλεψε μες στην κάμαρη για λίγες μέρες
κι ύστερα έσβησε.
 
Την ίδια τύχη θα ’χουν και τα μάτια της,
καθώς και η γλυκιά φωνή της.
 
Τόσος έρωτας
και να καταβροχθίζεται!

 
Τόσο η απουσία όσο και η παρουσία του έρωτα καταλήγει τελικά σε συνήθεια, ακόμη κι αν δεν το περιμένει κανείς, όταν ζει στην πρώτη δίνη της ερωτικής έντασης:
 

Ποτέ μου δεν περίμενα
ότι θα σε συνήθιζα τόσο πολύ.
 
Πως θα γυρίζω στο πλευρό
κι αμέσως
θα με παίρνει ο ύπνος.

 
Κι η ποίηση; Ένα «καταφύγιο» που φθονεί τελικά ο ποιητής; Γράφει ο Λάσκαρης:
 

Πρέπει να ευθύνεται και η ποίηση
για τις ευκαιρίες που έχασα –
που δε μ’ αγάπησαν,
δε με κατάλαβαν.
 
Πρέπει να ευθύνεται και η ποίηση
για όλα αυτά –
γι’ αυτή την απομόνωση.

 
Κι αλλού, η συγγραφή ως έκθεση: 
 

Εκτεθειμένος μες στα ποιήματά μου,
σ’ αντίτυπα κυκλοφορώ
 
βορά σε ξένα χέρια,
που με ξεφυλλίζουν.

 
Δεν παραγνωρίζει βεβαίως τη δύναμή της να «εμποδίζει» τον θάνατο, με τον δικό της τρόπο:
 

Γράφουμε ποιήματα σημαίνει
εμποδίζουμε το θάνατο,
δεν τον αφήνουμε να εκδηλωθεί.
 
Με λέξεις τον τυλίγουμε,
με όμορφα επίθετα.

 
Μα η φυσική φθορά επέρχεται αναπόφευκτη. Κι αμείλικτα μας συρρικνώνει:
 

Κάθε μέρα που περνά
μαζεύω και περισσότερο.
Λιγοστεύω, λιγοστεύω 

ώσπου θα γίνω
η μαύρη κουκκίδα

κλείνοντας τη μικρή μου πρόταση.

Κλείνω κι εγώ τη συλλογή του Λάσκαρη κρατώντας δύο μόνο λέξεις, αυτές που ο ίδιος ξεχωρίζει στον ρόλο του ως γράφοντος και ως ανθρώπου:
 

Θ’ αρχίσω με τη λέξη έρωτας
και θα τελειώσω
με τη λέξη χώμα.

Τις ενδιάμεσες,
θαρρώ πως τις μαντεύετε.

 
Έρωτας και χώμα. Δυο λέξεις που περικλείουν την ανθρώπινη ζωή. Μας γεννούν, μας τρέφουν, μας ανθίζουν, μας σκεπάζουν.
 
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, έτσι όπως το αφήνω χαράματα στο γραφείο, πέφτει το μάτι μου στο βιογραφικό του Λάσκαρη. Γεννημένος το 1931 πέθανε στις 11 Ιουνίου του 2008 – μια μέρα από σήμερα. Κι όλη του τη ζωή εργάστηκε στον Ασφαλιστικό Οργανισμό Αστικών Λεωφορείων του Δήμου Πατρών. Φαντάζομαι τον Λάσκαρη να συναντά σε έναν επαρχιακό σταθμό λεωφορείων τον Πάτερσον, να ανταλλάζουν λίγες κουβέντες τυπικές για τη δουλειά, και μετά να ξεκινά ο καθένας τη δική του, μοναχική διαδρομή στους δρόμους της ποίησης. Και κάπου εκεί να διασταυρώνονται οι ψυχές τους. 

Η ταινία Paterson 

Η ταινία συστήνει στον θεατή τον ποιητή Williams. Κι επίσης, επιτυγχάνει να τον πείσει ότι ποίηση δεν συνιστά (μόνο) η μεγαλεπήβολη σύλληψη, το ιδιόμορφο, «υψηλό» ύφος, οι βαρύγδουπες εκφράσεις, οι εξεζητημένες συνδέσεις λέξεων, οι εντυπωσιακές εικόνες. Η ποίηση μπορεί να παραμονεύει παντού. Σε βρίσκει παντού, κατά τον δικό μας Τίτο Πατρίκιο. Την ώρα που οδηγείς, την ώρα που ψωνίζεις, τη στιγμή που κάτι ξεκινάς να πεις και δεν το ολοκληρώνεις, γιατί ξέρεις πως μόνο η ποίηση μπορεί να το ολοκληρώσει και πως, ό,τι κι αν πεις εκείνη τη στιγμή, ποτέ δεν θα εκφράσει ικανοποιητικά αυτό που θες. 

Ο Χρίστος Λάσκαρης 

Γεννημένος το 1931 ο Χρίστος Λάσκαρης  πέθανε στις 11 Ιουνίου του 2008 – μια μέρα από σήμερα. Κι όλη του τη ζωή εργάστηκε στον Ασφαλιστικό Οργανισμό Αστικών Λεωφορείων του Δήμου Πατρών. Φαντάζομαι τον Λάσκαρη να συναντά σε έναν επαρχιακό σταθμό λεωφορείων τον Πάτερσον, να ανταλλάζουν λίγες κουβέντες τυπικές για τη δουλειά, και μετά να ξεκινά ο καθένας τη δική του, μοναχική διαδρομή στους δρόμους της ποίησης. Και κάπου εκεί να διασταυρώνονται οι ψυχές τους.

Περισσότερες ανα-γνώσεις από τον Σπύρο Κιοσσέ εδώ

 

*Ο Σπύρος Κιοσσές είναι φιλόλογος

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.