«Στην Κομοτηνη ειναι φιλε η Νομικη»*

Περιδιαβάζοντας στο διαδικτυακό σύμπαν ιδού τι ανακαλύψαμε σήμερα… Ένα ακόμη βιβλίο για την Κομοτηνή, το  «Στην Κομοτηνή είναι φίλε η Νομική», γραμμένο απλό παλιό φοιτητή της Νομικής της Σχολής, τον Νίκο Ασπιώτη, απόσπασμα από το οποίο, επί του παρόντος και μέχρι νεωτέρων,  ακολουθεί…Τ.Β.
 
 «Η Nομική, σα μιαν αγάπη που δεν πρόλαβε να στεριώσει, είχε μια ομορφιά που πονούσε βαθιά. Μα ο χρόνος, αυτός αδίστακτος κυνηγός της ομορφιάς των αναπάντεχων στιγμών, δεν είχε πει τη τελευταία του λέξη. Σα φίδι ύπουλο ακολούθησε γοργά τα μονοπάτια μου, πέρασε αθόρυβα στο κόρφο μου και με πρόφτασε. Η ζωή μου στην πόλη, στη σχολή, πολιτικά θορυβώδης, ερωτικά πολύχρωμη και συναισθηματικά πολυδιάστατη, έφτασε στο τέλος της. Εκείνη η ιδιαίτερη τιμή που ένοιωθα, όντας μέλος μιας συλλογικότητας που τη χαρακτήριζε η κραυγή των συναισθημάτων και των αισθήσεων, η ελευθερία της σκέψης και της κριτικής κι η ασάλευτη πίστη σ’ ένα καινούργιο, δίκαιο κόσμο, είχε εξαφανιστεί. Όλα ήταν μια χίμαιρα ή όλα ήταν θεός;
 
Ορκίστηκα κάποιο πρωί στην Τσανάκλειο φορώντας στο δεξί χέρι ένα ρολόι που δανείστηκα. Έφυγα την ίδια μέρα σαν κυνηγημένος. Δεν είπα σε κανένα για το φευγιό μου. Δεν ήθελα ν’ ακούσει κανείς τα τελευταία μου βήματα στο πεζοδρόμιο της Μάρκου Μπότσαρη. Δεν έβρισκα νόημα σε «δακρύβρεχτους» αποχαιρετισμούς με τα ωραία λόγια τα μεγάλα. Ήταν οδυνηροί από μόνοι τους. Όλοι γνωρίζαμε ότι θα χαθούμε, όλοι γνωρίζαμε ότι όλα είχαν τελειώσει. Προς τι, λοιπόν, οι παράτες;
 
Καθώς η πόλη απομακρυνόταν ήθελα να γυρίσω πίσω να την κοιτάξω για τελευταία φορά. Πίεσα τον εαυτό μου να μη γυρίσει και δε γύρισα.
 
Η Κομοτηνή μου φάνταζε σαν τη πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου, που όσο όμορφη και πλανεύτρα κι αν ήταν δεν μπορούσε μου προσφέρει κάτι παραπάνω. Όμως στη μικρή αυτή πόλη κατάθεσα γέλια, κλάματα, αγωνίες, πίκρες και ζήλειες. Ζήλιες σαρκοφάγες, σαράκια ανυπόφορα, που βασάνιζαν το μυαλό μου, όπως τα κοράκια τον δεσμώτη Προμηθέα κι έδιναν χώρο ν’ απλώσει ρίζες μια παράλογη μοναξιά που μ’ έκανε ν’ αφήνω τις μέρες να γλιστρούν ανώφελα μέσα από τα χέρια. Εκεί, που η καρδιά μου φώναξε για πρώτη φορά «είσαι ερωτευμένος μικρέ», εκεί, που οι πρώτοι μου έρωτες δεν είχαν διάρκεια, δεν είχαν υπομονή να ακούσουν, να σωπάσουν, να καταλάβουν. Πέντε χρόνια και δεν πέρασε μια μέρα που να μην είμαι πομπός και δέκτης μιας μυστικής και ανομολόγητης συνδιάλεξης με τις πιο βαθιές λαχτάρες ενός μυαλού, που δραπέτευε ολοένα από το παρόν για ν’ αφήνει ελεύθερα τα χαλινάρια της φαντασίας. Κατάρα, ψύχωση ή ευλογία, ό,τι κι αν ήταν αυτή η πόλη, τώρα της παρουσίαζα «τα όπλα» σ’ έναν τελευταίο κι αμετάκλητο αποχαιρετισμό.
 
Όταν η πόλη χάθηκε για τα καλά, είδα να περνούν, σαν μακρινός αντικατοπτρισμός, φευγαλέα αποσπάσματα απ’ τη ζωή μου εκεί, όμοια σπασμένα ξύλα που τα παράσερνε άγριος βοριάς. Τα κορίτσια π’ αγκάλιασα, τα κόκκινα μοσχομύριστα χείλη που φίλησα, η μεγάλη περιπλάνηση από τα καλντερίμια της Γενιτζέ, μέχρι τα Καβακλιώτικα και τα Προσφυγικά. Τελικά, όλα ήταν δρόμος, ένα μεγάλο ελπιδοφόρο, ταξίδι που δεν είχε το τέλος που περίμενα. Το ’ζησα όπως τα ’φερε η ώρα κι όχι όπως ήθελα. Δεν μπορούσα να ρίξω το φταίξιμο στους άλλους.»
 
Και ξαφνικά, πικρό μαχαίρι, τα τελευταία λόγια του φαντάρου, μου ’καναν τη ψυχή χίλια κομμάτια: «Στην Κομοτηνή είναι φίλε η Νομική. Κι εγώ εκεί κατεβαίνω».

*Από τη σελίδα στο fb «ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ – ΝΟΜΙΚΗ 1973-1983»

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.