«Ολοι μαζι μπορουμε»

[με αφορμή ένα τηλεφώνημα]

12, βράδυ Τετάρτης. Είχα μόλις επιστρέψει από μια παράσταση δύο φίλων μου, με θέμα τις σχέσεις του άνδρα και της γυναίκας. Ή μάλλον του Άνδρα και της Γυναίκας, αρχετυπικά αντίθετες και αλληλοσυμπληρούμενες οντότητες, σε διαφορετικές εκδοχές των σχέσεών τους στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Αν και, στην ουσία, η ίδια εκδοχή σε διαφορετικό σκηνικό. Άλλα ονόματα, άλλη καθημερινότητα, διαφορετική επιφάνεια ζωής, αλλά η ίδια ακριβώς δυναμική ανάμεσά τους, δυναμική τριβής –κάποτε σύγκρουσης– και πάντοτε ανυπότακτης ανάγκης για ισορροπία με τον Άλλον. Έξυπνες ατάκες, όμορφη μουσική, εντυπωσιακές ερμηνείες, αλήθειες καθημερινές. Στη διάρκεια όμως όλης της παράστασης ένα αίσθημα απορίας σε καταλάμβανε, δυσερμήνευτο και εκνευριστικό. Πόσο οικεία και προφανή όλα αυτά! Πώς γίνεται τόσα χρόνια, τόσους αιώνες, ακόμη να ταλανιζόμαστε με τα ίδια και τα ίδια; Άντρες, γυναίκες, το ίδιο δεν θέλουμε; Αγάπη. Εντάξει, έρωτας, πάθος, κ.λπ., όμορφα κι ευπρόσδεκτα ζητούμενα, αλλά κυρίως αγάπη στο πρόσωπο του Άλλου. Σεβασμός στην προσωπικότητά του. Να μοιράζεσαι τις επιθυμίες και τα όνειρά του. Να ζεις στο μαζί, ζωή διπλή μα και μία. Κι ας μην πραγματοποιηθούν ποτέ τα ταξίδια που σχεδιάζετε. Είναι σαν τα έχετε ήδη κάνει, με μια μπίρα στη βεράντα του σπιτιού, αγκαλιασμένοι. Μια φυσική, διφυής ενότητα. Φυσικά μαζί.
 
Το χτύπημα του τηλεφώνου με ξάφνιασε. Πιο πολύ όμως το όνομα που εμφανίστηκε στο καντράν, όνομα παλιάς συμμαθήτριας που έμενε πια στην Αθήνα, και βρεθήκαμε ξανά σε ένα reunion μετά από κάμποσα χρόνια. Δεν είχαμε ποτέ ιδιαίτερες σχέσεις. Αμοιβαία συμπάθεια, φιλία όμως όχι. Γενικά δεν είχε φίλους. Ήταν πάντα κλεισμένη στον εαυτό της, με ένα βλέμμα θαρρείς μόνιμα φοβισμένο. Το βράδυ της συνάντησης κάτι πήγαμε να πούμε για τα παλιά, τα δύσκολα αλλά και τα όμορφα του παρελθόντος, η δυνατή μουσική όμως και η διάχυτη χαλαρότητα δεν στάθηκαν αρωγοί για να ευδοκιμήσει η κουβέντα. Θυμάμαι μάλιστα ότι συζητούσαμε ακριβώς τις λέξεις «αρωγή» και «ευδοκίμηση» που υπήρχαν στο θέμα της έκθεσης, όταν δίναμε Πανελλαδικές, και οι μισοί υποψήφιοι δεν γνώριζαν τη σημασία τους. «Ίσως να μην την έμαθαν ποτέ», πρόλαβε να σχολιάσει, πριν χωριστούμε στο πολύβουο πλήθος των γνωστών (κάποτε) συμμαθητών.
 
«Μου είχες πει ότι γράφεις σε κάποια τοπική εφημερίδα, σωστά;», με ρώτησε, γνωρίζοντας ήδη την απάντηση, μετά από τις τυπικές συγγνώμες για την ώρα, δεν πειράζει, κι εγώ τώρα γύρισα, κ.λπ. «Λοιπόν, βρήκες μια … ανταποκρίτρια στην Αθήνα. Άκουσες για το πρόσφατο περιστατικό βίας στο Καλλιμάρμαρο, στη διάρκεια της συναυλίας «Όλοι μαζί μπορούμε»; Ε, λοιπόν, εγώ καθόμουν ακριβώς δίπλα στο σημείο από όπου ξεκίνησε η φασαρία. Δύο κοπέλες του ζήτησαν να αλλάξει θέση, αυτός μίλησε υβριστικά, κι όταν πήγε η γυναίκα του να τον ηρεμήσει, τη χτύπησε. Κι όλα αυτά μπροστά στα παιδιά τους!». Δεν ήξερα τι να πω. Βασικά ήξερα. Την ευχαρίστησα ευγενικά, της είπα ότι τα διαβάσαμε όλα αυτά στις εφημερίδες και στο διαδίκτυο, είδαμε μάλιστα κι ένα βίντεο που κυκλοφόρησε, οπότε, νομίζω δεν έχει ουσία να «ανακινήσουμε» το θέμα ξανά. Επ’ αφορμή μάλιστα του περιστατικού, ως είθισται, βγήκαν ψυχολόγοι, ειδικοί, υπεύθυνοι κέντρων εναντίον της κακοποίησης των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, κ.λπ. Παρείχαν τη σχετική ενημέρωση, πληροφορηθήκαμε για τα περιστατικά βίας που καταγράφονται κάθε χρόνο (η κορυφή στο παγόβουνο των συνολικών περιστατικών), τόνισαν ότι τα μεγαλύτερα θύματα είναι πάντα τα παιδιά που βιώνουν παρόμοιες καταστάσεις …
 
Η φωνή της στην άλλη άκρη με διέκοψε απότομα, σα να ξεκινούσε έναν μονόλογο, χωρίς να την ενδιαφέρει αν την ακούω ή όχι. Τα παιδιά. Ναι. Πάντα τα παιδιά. Η πρώτη μου ενστικτώδης αντίδραση, όταν αντιλήφθηκα τι γινόταν, ήταν να τρέξω στα παιδιά. Να τους κλείσω τα μάτια και τα αυτιά, εκατό χέρια θα φύτρωναν στο σώμα μου μόνο και μόνο για να καταφέρω αυτό, και μετά θα τα έπαιρνα μαζί μου, δεν θα φεύγαμε τρέχοντας, όχι, θα κρατούσα δύο χέρια από τα εκατό για να τα σφίξω πάνω μου και τα υπόλοιπα χέρια θα γίνονταν έξαφνα φτερά, για να πετάξουμε κι οι τρεις ψηλά, μακριά, χρυσόμαλλη θα ανοιγόμουν αγκαλιά, Φρίξο και Έλλη να τους κουβαλήσω μακριά από του κόσμου τούτου τον τυφλό εγωισμό και την παράλογη βία, μα, Έλλη, δεν θα σ’ άφηνα να πέσεις, κι ας μην έδινες ποτέ το όνομά σου σε θάλασσες, ας έμενες η όμορφη και αγνή Έλλη με το υπέροχο χαμόγελο, κι εσύ, Φρίξο, θα μεγάλωνες, άντρας σωστός θα γινόσουν και θα φρόντιζες την Έλλη και κάθε Έλλη, αδερφές σου όλες οι γυναίκες, τη φροντίδα και την αγάπη σου χρειάζονται, Φρίξο, κι όση τους δίνεις άλλη τόση θα σου δίνουν, μαγικό πράγμα η αγάπη, όπως κι η μουσική, ακούστε πόσο πιο μελωδική είναι η μουσική από δω πάνω, ακούστε τα όργανα και τις φωνές, για σας παίζουν, για σας τραγουδούν οι άνθρωποι, μια συναυλία μόνο για σας, κοιτάξτε πόσο διαφορετικός μοιάζει ο κόσμος, ναι, ο κόσμος είναι διαφορετικός όταν τον βλέπουμε αλλιώς, από απόσταση, απόσταση ασφαλείας, να ζείτε τον κόσμο, αλλά και να απομακρύνεστε από αυτόν, όταν χρειάζεται, να μην επιτρέπετε σε καμιάν Μήδεια, σε καμιάν Ινώ, σε κανέναν Αγαμέμνονα θυσία να σας κάνουν στα δικά τους πάθη, τις ζήλειες, τη φιλοδοξία, τον φόβο, γιατί φόβος είναι όλα αυτά, φόβος κι αποτυχία δική τους, και κρύβονται οι δειλοί πίσω από τα δικά σας αδύναμα κορμάκια, τα μαχαίρια που μπήγουν μέσα σας τον δικό τους εαυτό προσπαθούν να σκοτώσουν, αυτόν μισούν, τη δύναμή σας ρουφούν γιατί σπατάλησαν τη δική τους σε λάθος επιλογές, γραπώνονται από τη ζωή σας, γιατί άφησαν τη δική τους να σαπίσει, μην λυπάστε, όμως, ή μάλλον λυπηθείτε τους, για λύπηση είναι, όμως προσέξτε αυτό, κανείς να μην σας πείσει ότι έχετε κάποια ευθύνη εσείς, κι ούτε κανένα χρέος σας βαραίνει να τους τιμήσετε, κανένας νόμος, θείος ή ανθρώπινος, δεν το ορίζει αυτό, γιατί πολύ απλά δεν είστε παιδιά τους, παιδιά τους θα ήσασταν αν αυτοί ήταν γονείς σας, κανένα χρέος δεν έχετε παρά μόνο να ζήσετε, ακούτε; Nα ζήσετε και να πιστέψετε ότι όλοι μαζί μπορούμε, μα πιο πολύ μπορείτε εσείς, όχι τώρα, τώρα έχετε ακόμη ανάγκη τα δικά μου τα φτερά, μα σε λίγο στο χέρι σας είναι να ανοίξετε τα δικά σας, κι ας μη με χρειάζεστε πια, θα έχω κάνει το χρέος μου ως άνθρωπος, κι ας μείνω εγώ να σας κοιτάζω από κάποια Κολχίδα μακρινή, δέρας, όμως χρυσόμαλλο …
 
Δεν ξέρω αν είχε κι άλλα να πει. Τη διέκοψα απότομα, όπως κι αυτή εμένα. «Γι’ αυτό έκανες τόσες πολλές απουσίες τότε, ε; Τουλάχιστον μίλησες σε κανέναν; Είχες κάποιον να σε στηρίξει, να σε κουβαλήσει ψηλά, να νιώσεις ασφάλεια;». Δεν με ξαναπήρε τηλέφωνο, ούτε απάντησε στις κλήσεις μου. Δεν με πειράζει. Αν και με καθυστέρηση χρόνων, είχε βρει κάποιον να μιλήσει.

Περισσότερες ανα-γνώσεις εδώ

 

*Ο Σπύρος Κιοσσές είναι φιλόλογος

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.