«Βγηκαν οι βασεις»

[με αφορμή ένα μπλε σχολικό τετράδιο]

«Βγήκαν οι βάσεις». Στα πρόσωπα των απόφοιτων πια μαθητών η αγωνία εμφανώς ζωγραφισμένη. Με χρώματα ανεξίτηλα. Λαξεμένη, μάλλον, με την ψυχοφθόρο σμίλη του σχολικού άγχους τόσων χρόνων «μαθητείας». Από την πρώτη στιγμή που πέρασαν, φοβισμένα μικρά παιδιά, το κατώφλι του σχολείου μέχρι την ώρα που βγήκαν από το τελευταίο εξεταζόμενο μάθημα, βαδίζοντας πια το κατώφλι της ενηλικίωσης. Φοβισμένα και πάλι, αλλά χωρίς να το φανερώνουν σε κανέναν, ούτε καν στον εαυτό τους. Τα περίφημα «μαθητικά χρόνια». Που κάθε άλλο παρά ξέγνοιαστα είναι. Ψάχνω να βρω το «αντώνυμο» του «ξέγνοιαστος», όπως στις ασκήσεις που βάζουμε στους μαθητές μας. Συνώνυμα πολλά: αμέριμνος, ανέμελος, άνετος, χαλαρός. Όχι, δεν είναι πια έτσι τα μαθητικά χρόνια, αν και θα έπρεπε. Ένα αντώνυμο, ψάχνω να βρω, που να περιγράφει τόσες μέρες, μήνες, χρόνια ποτισμένα με άγχος και πίεση από οικογένεια και καθηγητές. Με αγωνία.
 
Αγωνία για αποδοχή από τους συμμαθητές και το σχολικό περιβάλλον. Αγωνία να βρεις μια θέση στο σχολείο, στην παρέα, στην οικογένεια. Αγωνία να ζήσεις την πρώτη αγάπη. Αλλά επιπρόσθετη αγωνία για τους βαθμούς τριμήνου ή τετραμήνου, για τις απουσίες, για τον τελικό βαθμό προαγωγής ή για την προαγωγή την ίδια. Κι αργότερα, αγωνία για απόκτηση «γερών βάσεων» στα μαθήματα με αυξημένο συντελεστή βαρύτητας, ανάλογα με την ομάδα προσανατολισμού. Την κατεύθυνση, όπως την έλεγαν παλιότερα. Τη δέσμη, όπως τη λέγαμε εμείς. Και μετά στις Πανελλαδικές, αγωνία να πέσουν θέματα που έχεις διαβάσει, να βάλουν ασκήσεις που έχεις λύσει, ή έστω παρόμοιες, να διαλέξουν άγνωστα που δούλεψες ή γνωστά που ξέρεις καλά. Αγωνία να μην πάει χαμένος τόσος κόπος, τόσος χρόνος, τόσα ξενύχτια, τόση αγωνία. Και τώρα, αγωνία να έχεις περάσει στη Σχολή που ονειρευόσουν. Στην πόλη που επιθυμείς, μαζί με τους κολλητούς και κολλητές σου. Ή έστω σε κάποια Σχολή, σε κάποια πόλη, που θα είναι η καινούργια σου πόλη, το καινούργιο σου ξεκίνημα, η νέα σου ζωή.
 
Οι καιροί δύσκολοι. Για σπουδές, για καινούργια ξεκινήματα. Το ξέρω. Όλοι το ξέρουμε. Το ξέρουν κι αυτοί, οι όχι πια μαθητές, οι όχι ακόμη φοιτητές. Οι μεταιχμιακοί αυτοί νέοι άνθρωποι. Το ξέρουν ίσως καλύτερα κι από εμάς. Την ώρα τούτη όμως, δεν χρειάζεται μιζέρια και μικρότητα. Σκεπτικισμός κι απαισιοδοξία. «Ό,τι και να σπουδάσεις, πτυχιούχος άνεργος θα βγεις.» «Ξεκίνα από τώρα να ψάχνεις για δουλειά στο εξωτερικό.» «Τσάμπα τόσα λεφτά θα δώσουν οι δικοί σου για σπουδές.» Κι άλλα τέτοια πολλά και μικρόψυχα. Γιατί μικροψυχία είναι κι όχι «ρεαλισμός», όπως θέλουν να το ονομάζουν. Εμείς οι υποτιθέμενοι ρεαλιστές, που θέλουμε να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, οι μεγαλύτεροι, και οι ακόμη πιο μεγάλοι από μας, στερήσαμε τόσα πράγματα από τους νεότερους. Ας μην τους στερήσουμε και την ελπίδα. Αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη στέρηση στην οποία θα μπορούσαμε να τους υποβάλουμε. Να υπεξαιρέσουμε την ελπίδα τους. Να καταχραστούμε τα όνειρά τους. Να υποθηκεύσουμε το γέλιο τους, το γέλιο που δικαιούνται μετά από τόσα χρόνια αγωνίας.
 
Το μόνο που μπορούμε, το μόνο που πρέπει να κάνουμε, είναι να μοιραστούμε μαζί τους την ελπίδα και τη δημιουργική αγωνία που νιώθουν τώρα. Ακριβώς όπως ελπίζαμε και σχεδιάζαμε κι εμείς, όταν βρισκόμασταν στη θέση τους, στην ηλικία τους. Κι ας μην ήταν η κατάσταση τότε τόσο δυσοίωνη, όπως σήμερα. Είχαμε άλλες δυσκολίες εκείνα τα χρόνια. Είχαμε τους δικούς μας φόβους να ξορκίσουμε. Σαν να ήταν χθες το θυμάμαι. Αύγουστος και πάλι. Εικοσιπέντε χρόνια πριν, και βάλε. Φιλολογία Θεσσαλονίκης. Η πρώτη και μοναδική επιλογή στο μηχανογραφικό. Νεανικό θράσος. Ρίσκο που ευτυχώς είχε πετύχει. Δεν ξέρω αν θα το ξανάκανα. Και τώρα; Τέλη Αυγούστου, σε μια άγνωστη, μεγάλη πόλη, να ψάχνω για σπίτι. Πρώτη φορά μόνος, μακριά από την αποπνικτική, αλλά καθησυχαστική ασφάλεια του σπιτιού. Η απόδραση από το μικροαστικό λιμάνι σήμαινε κολύμπι με αγύμναστους μύες στην ανοιχτή θάλασσα. Στα βαθιά. Δεν γινόταν όμως αλλιώς. Γυρισμός δεν υπήρχε.
 
Η ζέστη αποπνικτική από το πρωί. Ο ήλιος να καίει την άσφαλτο των δρόμων με τα ξένα ακόμη ονόματα, Κασσάνδρου, Ολυμπιάδος, Αρμενοπούλου, Γούναρη, να ιδρώνω και να αγωνιώ, να βρω σπίτι με χαμηλό ενοίκιο, να τα βγάζω πέρα με τα λίγα χρήματα που με δυσκολία θα μου εξασφάλιζε η οικογένεια, κάπου κοντά στο Πανεπιστήμιο, να μπορώ να πηγαίνω και με τα πόδια, θα έχω πάντα λεφτά για το εισιτήριο; Και κοντά στη Λέσχη, για φαγητό. Ίσως να ψάξω σε άλλη γειτονιά. Θα τα καταφέρω όμως. Και στη Σχολή μου το ίδιο. Ρίσκαρα. Προσπάθησα πολύ. Πέτυχα να περάσω εκεί που ήθελα, παρά τις αντιρρήσεις όλων σχεδόν των γύρω μου. Κι ίσως παρά τις υπαγορεύσεις της ψυχρής λογικής. Φιλοσοφική. Τρίτη δέσμη. Όχι Ιατρική, δεύτερη. Λογοτεχνία, φιλοσοφία, γλώσσα. Όχι βιολογία κι ανατομία. Θα τα καταφέρω! Ζαλισμένος από τη ζέστη κι από τις σκέψεις κάθομαι σε ένα παγκάκι. Στα χέρια μου ένα μπλε σχολικό τετράδιο, όπου σημειώνω διευθύνσεις από σπίτια, τιμές ενοικίων και τηλέφωνα. 031 … Αυτόματα σχεδόν, ανοίγω την τελευταία σελίδα του τετραδίου, όπου είχα αντιγράψει ένα αγαπημένο απόσπασμα από τον «Μικρό Ναυτίλο» του Ελύτη.
 
Σχεδόν κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, ψάχνω το μπλε μου τετράδιο, που έχω φυλάξει από τότε, και διαβάζω ξανά το απόσπασμα αυτό. Σα να το αφιερώνω κάθε φορά στους νέους, μαθητές μου και μη, στην καινούργια αυτή αρχή στη ζωή τους. Και μέσω αυτών, σα να υπενθυμίζω στον εαυτό μου, ξανά, τη δική μου αρχή.
 

Είσαι νέος – το ξέρω – και  δεν υπάρχει τίποτε.
Λαοί, έθνη, ελευθερίες, τίποτε.
Όμως είσαι. Και την ώρα που
Φεύγεις με το 'να πόδι σου έρχεσαι με τ' άλλο
Ερωτοφωτόσχιστος
Περνάς θέλεις – δε θέλεις
Αυλητής φυτών και συναγείρεις τα είδωλα
Εναντίον μας. Όσο η φωνή σου αντέχει.
 
Πώς της παρθένας το τζιτζίκι όταν το πιάνεις
Πάλλονται κάτω απ' το δέρμα σου οι μυώνες
Ή τα ζώα που πίνουν κι ύστερα κοιτούν
Πώς σβήνουν την αθλιότητα: ίδια εσύ
Παραλαμβάνεις απ' τους Δίες τον κεραυνό
Και ο κόσμος σού υπακούει. Εμπρός λοιπόν
Από σένα η άνοιξη εξαρτάται. Τάχυνε την αστραπή
 
Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι.

 
 
Αυτό ακριβώς νομίζω ότι πρέπει να ευχηθούμε, να παρακινήσουμε, να αξιώσουμε από τους νέους μας, στην καινούργια αυτή αρχή τους, είτε σε Πανεπιστημιακές Σχολές είτε στον επαγγελματικό στίβο. Να σβήσουν την αθλιότητα με τον κεραυνό της αλήθειας τους. Να ταχύνουν τη δημιουργική αστραπή τους. Να γδάρουν τα πρέπει που τους επιβάλαμε τόσα χρόνια. Γιατί από αυτούς εξαρτάται η άνοιξη. Η δική τους. Κι η δική μας.

Περισσότερες ανα-γνώσεις από τον Σπύρο Κιοσσέ εδώ


*Ο Σπύρος Κιοσσές είναι φιλόλογος.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.