Σταθερης αξιας ανθρωποι

Το καλοκαίρι πήγαμε διακοπές οικογενειακώς στην Βόρεια Εύβοια. Στο τέλος περάσαμε και από την Αιδηψό. Εκεί βρίσκεται ένας συμπατριώτης μου που είναι συνιδιοκτήτης ξενοδοχείου και επιθυμούσα να τον δω. Το όνομά του είναι Μήτσος, αλλά —μεταξύ μας—  του έχω προσδώσει και το προσωνύμιο «η αγάπη», λόγω της μεγάλης συχνότητας που χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη, μερικές φορές συνοδευόμενη με σοκολάτες, καραμέλες, παγωτά, όποτε συμβαίνει να είναι διαχειριστής στο ζαχαροπλαστείο του στην ιδιαίτερη πατρίδα μας, στο αρχικό κατάστημα της επιχείρησης. Τώρα πλέον είναι συνταξιούχος και περνάει τα καλοκαίρια του στην Αιδηψό,  εκτελώντας χρέη ρεσεψιονίστ  στο ξενοδοχείο.
 
 Όταν φτάσαμε λοιπόν, ώρα 4 το απόγευμα, η παραλιακή οδός είχε πλήθος κόσμου επισκεπτών, αλλά στην είσοδο του παραδοσιακού ξενοδοχείου, μοντέλου περασμένης δεκαετίας,  δεν υπήρχε κανείς να μας υποδεχθεί. Κάποτε, μετά από διάφορα περιστατικά και μετά από κάποια τηλεφωνήματα, διαπιστώσαμε ότι ο «διευθυντής» του ξενοδοχείου βρισκόταν σε μεσημβρινή ανάπαυση, και είχε δηλαδή κηρύξει την επιχείρησή του ως εικός  σε αυτοδιαχειριζόμενο υπνωτήριο.
 
Αφού παρατηρήσαμε αρκετή ώρα  τα εκθέματα στους τοίχους, που ήταν παλιές φωτογραφίες  με τοποθεσίες της Δυτικής Πελοποννήσου, (όπως η γέφυρα Ρίου Αντιρρίου και παλιές ιπποδρομίες στην Ανδραβίδα και στην Αγιά Σωτήρω της Κυλλήνης) και γίναμε εμείς ακόμη και ρεσεψιονίστ, στο τέλος εμφανίστηκε γελαστός και ολίγο νυσταγμένος ο φίλος μου. Είχε πρόσφατα υποστεί μια εγχείριση στο αριστερό του ισχύον, όπως μας πληροφόρησε, αλλά δεν υστερούσε σε κινητικότητα και προπαντός σε  περισσή ευθυμία. Όση ώρα μας μιλούσε, ο τρόπος που εκφραζόταν, οι αναφορές του στο γενέθλιο τόπο και στο παρελθόν, με έκαναν να σκεφτώ ότι ο άνθρωπος αυτός  είχε περιστασιακά  μόνο σχέση με το ολόγυρα ορατό περιβάλλον του. Και ακόμη, σκέφτηκα ότι αυτός ήταν ένα ταλέντο ηθοποιίας, που δεν βρέθηκαν ευνοϊκές οι συνθήκες να ανθοφορήσει, γιατί μου θύμιζε κάτι από τον ελληνικό κινηματογράφο της δεκαετίας 1950-1960.
 
Οι διακοπές μας έκλεισαν με την επίσκεψη αυτή στην Αιδηψό και όμως, εγώ, συνέχισα να  έχω στο μυαλό μου και τις επόμενες ημέρες αυτόν τον άνθρωπο, σκεφτόμενος διάφορα περιστατικά που ήξερα από την παλιότερη ζωή του. Θυμήθηκα την πιο έντονη ανάμνηση που με συνδέει συναισθηματικά μαζί του. Ήταν στα πρώτα χρόνια  της μεταπολίτευσης, όταν συγκλίναμε με  ομοψυχία  στην υποστήριξη του ίδιου υποψήφιου δημάρχου.

Τότε, εγώ, νεοφώτιστος «αριστεριστής», θέλοντας να συνδέσω την καθημερινότητα με το στόχο της Εθνικής ανεξαρτησίας, τραβώντας μέχρι τα άκρα την  υπόθεση, σε μια δημοτική προεκλογική  συγκέντρωση, το 1978, θεώρησα οπωσούν φυσικό να φωνάξω το σύνθημα: «δολοφόνοι αμερικάνοι ο λαός θα σας ξεκάνει». Και ο Μήτσος, εν τω άμα, διόρθωσε το σύνθημα, αντικαθιστώντας το «δολοφόνοι» με τη λέξη «ρουφιάνοι».   
 
Ύστερα από χρόνια κατάλαβα την έννοια που έδινε στο διορθωμένο αυτό σύνθημά του, γιατί το γείωσε, εκφράζοντας έτσι την αντίθεσή του στο τοπικό κατεστημένο. Είναι και άλλες φορές που με μισόλογα και αστεία συνθηματικά  μου μιλάει ενάντια στους «κιβδηλοποιούς» και τους άλλους σκοτεινούς, της κατοχικής περιόδου, απογόνους. Μαζί με τα άλλα αδέλφια του, παιδιά μιας πολύτεκνης οικογένειας, άνοιξαν το πρώτο ζαχαροπλαστείο στην κωμόπολη, τη δεκαετία του 1960. Κείνη την εποχή ακούστηκε για πρώτη φορά και η λέξη «καπουτσίνο», όταν ένας πωγωνάτος Ιταλός ζήτησε τέτοιο καφέ από τον Μήτσο και αυτός παρεννοώντας τον  του αντέτεινε ελληνιστί  κάτι άλλο εντελώς πονηρά. 
 
Λέγεται ότι ο πρώτος που τους δίδαξε το επάγγελμα ήταν ένας άλλος τύπος κωμικός και ενίοτε ερωτύλος, που έβαζε όλα τα γκαρσόνια, τα αδέλφια δηλαδή, στη σειρά και τα επιθεωρούσε ως προς την καθαριότητα των απαραίτητων σκευών και την επάρκεια των ειδών που σερβίριζαν.  Και ο ίδιος αυτός ενίοτε πείραζε τους «μαθητές» του λέγοντας διάφορα σκωπτικά, όπως: «βάλτε και μια ελιά για να είστε εντάξει….», ενώ αυτοί  παραφορτωμένοι, με δυσκολία μετέφεραν στους δίσκους πάστες ή καφέδες,   και αναζητούσαν με αγωνία  για την ετοιμότητά τους κάποια έγκριση.
 
Κάποτε τα γκαρσόνια, μαθημένα από τις προηγούμενες αγροκτηνοτροφικές εργασίες τους, τα μεσημέρια εξεύρισκαν ησυχαστήριο στην παρακείμενη εκκλησία του Αϊ Δημήτρη,  κοιμώμενα στα στασίδια της. 
 
 Στο ζαχαροπλαστείο σύχναζε και ο πατέρας μου μαζί μ’ έναν απόστρατο στρατηγό, τύπο απίθανο,  που θύμιζε τον ηθοποιό Μακρή και την ιδιοτροπία του, που έδινε συνεχώς εντολές  με το παράγγελμα «εμπρός μαρς». Τακτική παρέα, αυτοί, σχεδόν καθημερινά, έπιναν τα αναψυκτικά τους και τα κονιάκ τους τρώγοντας αμυγδαλωτά.    
 
Σ΄ ένα κόσμο που συνεχώς μεταβάλλεται, σκέφτομαι ότι κάποιοι άνθρωποι αποτελούν ακόμη σταθερές αξίες. Είναι αυτοί που παρέμειναν ανθεκτικοί  στα χρόνια που πέρασαν. Τέτοια αναλλοίωτη αξία είναι και ο  φίλος μου,  που εξακολουθεί να έχει κάτι από τη χάρη εκείνη που αγαπήσαμε, του παλιού ελληνικού σινεμά.**
                                                                                                         
*Ο Ηλείος Νίκος Μπακιός αρθρογραφεί και γράφει συνήθως  «μικρές ιστορίες», που φιλοξενούνται σε αθηναϊκές εφημερίδες, blogs και  ηλεκτρονικά περιοδικά.
 
**Το αφήγημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Το Κοράλλι», τ. 12-13.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.