Περι Εφαρμογης Ισλαμικου Δικαιου στη Θρακη και Ανθρωπινων Δικαιωματων

Τα τελευταία χρόνια, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, παρατηρείται έντονη προβολή και συζήτηση της πολυπολιτισμικότητας με αφορμή την συνύπαρξη και συμβίωση ανθρώπων διαφορετικών εθνικοτήτων και θρησκειών. Πολύς λόγος γίνεται, σε δημοσιογραφικές πηγές, ακαδημαϊκούς και ευρύτερους πολιτικούς κύκλους, για τον πολλαπλασιασμό της παρουσίας, ιδίως μουσουλμανικών πληθυσμών, στα ευρωπαϊκά εδάφη και για την αντίστοιχη και εύλογη επιθυμία τους να ακολουθούν τις επιταγές της θρησκείας τους. Η εφαρμογή των θρησκευτικών ηθών και εθίμων τους, τα οποία φαίνεται να μην ομοιάζουν ή να ταυτίζονται με αυτά των δυτικού τύπου κοσμικών κοινωνιών, αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερη επιφύλαξη.
 
Ήδη σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία, η παρατηρούμενη άτυπη εφαρμογή των κανόνων του ισλαμικού δικαίου από τους μουσουλμάνους, σε σχέσεις κυρίως οικογενειακού χαρακτήρα, βαίνει σε βάρος του επίσημου εθνικού δικαίου και έχει δημιουργήσει σημαντική πολιτική και κοινωνική πόλωση. Με αφορμή την εφαρμογή του ισλαμικού δικαίου διατυπώνονται συχνά προβληματισμοί σχετικοί με τον σεβασμό των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ιδιαίτερα των δικαιωμάτων των γυναικών, των παιδιών και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, ανάγοντας τη διαχείριση της πολυπολιτισμικότητας σε μείζον θέμα λειτουργίας της δημοκρατίας.
 
Στα πλαίσια αυτά, η Ελλάδα, είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που αναγνωρίζει την εφαρμογή του Ισλαμικού Νόμου, υιοθετώντας επίσημα το μοντέλο του νομικού πλουραλισμού, δηλαδή τη συνύπαρξη, στην ελληνική έννομη τάξη, δύο διαφορετικών δικαϊκών συστημάτων. Η συνύπαρξη αυτή πραγματώνεται μέσα από την παράλληλη ισχύ του κοινού αστικού και του ισλαμικού δικαίου για τους μειονοτικούς μουσουλμάνους συμπολίτες μας και λειτουργεί μέσω ιδιόρρυθμων δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων των διορισμένων από την ελληνική πολιτεία μουφτήδων.
 
Αν και το πεδίο εφαρμογής του θρησκευτικού δικαίου των μουσουλμάνων στη Θράκη είναι πολύ περιορισμένο, αφορά δηλαδή κυρίως σε σχέσεις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου και η εφαρμογή του φαίνεται να είναι καταρχήν ευεργετική για τις θρησκευτικές ελευθερίες του μειονοτικού πληθυσμού, στην πράξη, έχουν αναδειχθεί αντίστοιχοι προβληματισμοί με αυτούς που προαναφέρθηκαν. Συγκεκριμένα, οι ενστάσεις επί της εφαρμογής του Ισλαμικού Νόμου επικεντρώνονται κυρίως σε ζητήματα ισότητας των μουσουλμανίδων της Θράκης, της προστασίας των δικαιωμάτων των παιδιών καθώς επίσης και σε ζητήματα ορθής απονομής δικαιοσύνης από τα οικεία Ιεροδικεία. Εσχάτως, με αφορμή τη νομολογία του Αρείου Πάγου, ο κατάλογος αυτός συμπληρώνεται και από το θέμα του κύρους και ισχύος των δημοσίων  διαθηκών που συντάσσουν οι μουσουλμάνοι συμπολίτες μας.
 
Διαχρονικά, έχουν προταθεί διάφοροι τρόποι απάντησης στις προκλήσεις που θέτει η εφαρμογή του ισλαμικού δικαίου στη Θράκη. Ωστόσο, δύο είναι αυτοί που φαίνεται να συγκεντρώνουν ευρύτερη στήριξη και μεγαλύτερο πρακτικό ενδιαφέρον: η κατάργηση της εφαρμογής της Σαρίας και, η πιο μετριοπαθής εκδοχή, της θεσμοθέτησης του δικαιώματος επιλογής δικαιοταξίας από τους ίδιους τους φορείς του δικαιώματος.
 
Η ολική κατάργηση της Σαρίας, είναι ιδιαίτερα θελκτική διότι φαίνεται να απαλλάσσει ριζικά από τα περισσότερα υφιστάμενα προβλήματα. Πολύ συχνά, όμως, στηρίζεται στο επιχείρημα ότι το ισλαμικό δίκαιο προσβάλλει εκ προοιμίου τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και παραβλέπει το ενδεχόμενο τα πρόσωπα που υπάγονται στη ρυθμιστική του εμβέλεια, να θέλουν πράγματι να υπαχθούν σ’ αυτό. Ωστόσο, η συλλήβδην απόδοση ενός ελαττώματος σε μία θρησκεία δεν είναι ορθή και φαίνεται να εισάγει μία δόση προκατάληψης. Το ισλαμικό δίκαιο δεν είναι μία μονολιθική και πλήρως ενιαία νομική οντότητα. Αντιθέτως, όπως όλες ενδεχομένως οι γνωστές θρησκείες, εμφανίζει ιδιαιτερότητες και διαφοροποιήσεις κατά τόπο και χρόνο και δεν επιδέχεται μία και μοναδική ερμηνεία. Για παράδειγμα, στη διεθνή ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, υπάρχουν πολλές προσεγγίσεις, με εν μέρει φεμινιστικό υπόβαθρο, με ευρεία αποδοχή και υποστηρίζουν με πολύ σοβαρά επιχειρήματα ότι το Ισλάμ κατ’ ουσία δεν εισάγει διακρίσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, αντιθέτως, προάγει τη μεταξύ τους ισότητα. Σε κάθε περίπτωση, το Ισλάμ δεν συνιστά τρομοκρατία ούτε φυσικά ταυτίζεται με ό,τι πρεσβεύουν οι Ταλιμπάν ή το αυτοαποκαλούμενο «Ισλαμικό Κράτος». Επιπλέον, η κατάργηση της εφαρμογής του Ισλαμικού Νόμου για όσους επιθυμούν να υπαχθούν σ’ αυτόν, θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως μία άνωθεν επιβολή, η οποία θα παραβίαζε τη θρησκευτική τους ελευθερία.
 
Τούτων δοθέντων, είναι πολύ πιθανό, τα προβλήματα που υπάρχουν με την υιοθέτηση του θρησκευτικού δικαίου των μουσουλμάνων στη Θράκη, να σχετίζονται όχι με τη Σαρία αυτή καθεαυτή αλλά με τον τρόπο που αυτή εφαρμόζεται. Ο τρόπος εφαρμογής συνδέεται, αφενός με το δίκαιο που ρυθμίζει την ισχύ του ισλαμικού δικαίου, δηλαδή την υφιστάμενη νομοθεσία και αφετέρου με τη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης ενώπιον των Ιεροδικείων της Θράκης. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το ισχύον νομικό πλαίσιο (αρ. 4 ν.147/1914 και αρ. 5 ν.1920/1991) δεν είναι επαρκές για να ανταποκριθεί στην ανάγκη για εύρυθμη λειτουργία του θεσμού και συντελεί στη δημιουργία μεγάλης ανασφάλειας δικαίου. Αυτό συμβαίνει λόγω κυρίως του αποσπασματικού του χαρακτήρα και της έλλειψης συνοχής μεταξύ των ρυθμίσεων του. Παράλληλα, η διαδικασία στα Ιεροδικεία τυγχάνει αρρύθμιστη και το εφαρμοστέο θρησκευτικό δίκαιο ακωδικοποίητο, με αποτέλεσμα οι μουσουλμάνοι διάδικοι να επαφίενται στο περί δικαίου αίσθημα του εκάστοτε μουφτή και οι αποφάσεις που εκδίδονται να είναι εντελώς τυπικές και χωρίς σαφή αιτιολόγηση.
 
Από την άλλη πλευρά, η εναλλακτική εκδοχή που υποστηρίζει τον προαιρετικό χαρακτήρα της υπαγωγής στο ισλαμικό δίκαιο ή με άλλα λόγια, το δικαίωμα επιλογής δικαιοταξίας, εμπεριέχει τις δικές του προκλήσεις. Ποιά είναι, όμως, η έννοια της προαιρετικότητας και του δικαιώματος επιλογής; Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή κατά τη συγκεκριμενοποίηση της ρύθμισης αυτής και ειδικότερα είναι σημαντικό το χρονικό σημείο στο οποίο τοποθετείται η δυνατότητα επιλογής. Αφορά αυτή στο σημείο διαμόρφωσης της σχετικής έννομης σχέσης, στην επιλογή δικαιοδοσίας ή και στα δύο μαζί; Για παράδειγμα, ο μουσουλμάνος φορέας του σχετικού δικαιώματος θα μπορεί να επιλέξει τον τρόπο που θα τελέσει γάμο (πολιτικό ή ισλαμικό) ή θα συντάξει διαθήκη, θα δύναται, σε δεύτερο χρόνο, να επιλέγει το δικαστήριο που θα απευθυνθεί για να επιλύσει τυχόν προκύψασα διαφορά (συντρέχουσα αρμοδιότητα πολιτικών δικαστηρίων και Ιεροδικείων) ή θα ισχύουν ταυτόχρονα όλα τα παραπάνω; Σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, η πρώτη δυνατότητα ήδη υφίσταται, ασκείται στη πράξη ως συνέπεια της ιδιότητας του Έλληνα πολίτη για τα μέλη της μειονότητας. Τίθεται, ωστόσο, ο νομολογιακός περιορισμός του Αρείου Πάγου όσον αφορά στα κληρονομικά θέματα, ο οποίος μάλλον περισσότερη ανασφάλεια προκαλεί παρά προσφέρει απαντήσεις. Η εκδοχή της προαιρετικότητας, η περιγραφή της οποίας γίνεται εδώ όχι κατ’ απόλυτο τρόπο, φαίνεται, κατ’ αρχήν, να συμφωνεί με τις προσφάτως ανακοινωθείσες από τον πρωθυπουργό νομοθετικές πρωτοβουλίες. Παρόλα αυτά, απαιτείται επιφυλακτικότητα μέχρι αυτές να συγκεκριμενοποιηθούν και να οριστικοποιηθούν. Εφόσον από τις σχετικές εξαγγελίες συμπεραίνεται ότι δεν επιδιώκεται η απομάκρυνση από το μοντέλο του νομικού πλουραλισμού, σκοπός οποιασδήποτε νομοθετικής παρέμβασης θα πρέπει να θεωρείται η αποκατάσταση της λειτουργικότητάς του, όπου αυτή έχει διαταραχθεί και η ενίσχυση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όπως περιγράφονται στο διεθνές δίκαιο.
 
Σε κάθε περίπτωση, η όποια πρωτοβουλία για αλλαγή στο υφιστάμενο νομικό καθεστώς είναι απαραίτητο να επιχειρείται κατόπιν ορθολογικής έρευνας και να τυγχάνει απαλλαγμένη από αμιγώς πολιτικά κριτήρια. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι το υπό εξέταση καθεστώς αφορά σε ευαίσθητα ζητήματα όπως η θρησκευτική συνείδηση των ανθρώπων, οι οποίοι, επιπλέον, αποτελούν μία μειονότητα επί του γενικού πληθυσμού και σύμφωνα τόσο με το εθνικό όσο και με το διεθνές δίκαιο είναι φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Από την άποψη αυτή, η σχετική νομοθετική παρέμβαση είναι δέον να στηρίζεται σε επιστημονική έρευνα και δεδομένα. Συνεπώς, μία νομική ή ένας συνδυασμός νομικής και κοινωνιολογικής επιστημονικής μελέτης που καταγράφει τα προβλήματα και τις αιτίες τους, χαρτογραφεί τις ανάγκες και προτείνει λύσεις, ενημερώνοντας τη πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί, είναι ο πιο δόκιμος τρόπος προσέγγισης.
 
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, για την υπό συζήτηση τροποποίηση του ισχύοντος καθεστώτος εφαρμογής του Ισλαμικού Νόμου στη Θράκη, θα πρέπει να αποφευχθεί η οδός της επιβολής μιας λύσης αντί της πραγματοποίησης ενός δημοκρατικού διαλόγου. Εφόσον σκοπός της νομοθετικής παρέμβασης είναι η προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε συνδυασμό με το σεβασμό της διαφορετικότητας, αρμόζει απόλυτα, μέσα από το διάλογο αυτό να ακουστούν όλες οι ενδιαφερόμενες πλευρές καθώς και οι γυναίκες της μειονότητας, για τα δικαιώματα των οποίων γίνεται πολύς λόγος. Στη Θράκη έχουμε την πολυτέλεια να απολαμβάνουμε έναν πραγματικό, νομικό και πολιτισμικό πλουραλισμό για τον οποίο άλλες ευρωπαϊκές χώρες τώρα αναζητούν λύσεις. Είναι στα χέρια μας αυτός να αποτελέσει όχι παράδειγμα προς αποφυγή αλλά προς μίμηση.
 

*Ο Ιλκέρ Τσαβούσογλου είναι δικηγόρος και υπ. Διδάκτωρ Νομικής Πανεπιστημίου Γάνδης

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.