10 ποιηματα του Πασχαλη Κατσικα για τη ζωη, τον ερωτα και τον θανατο

Η περισσότερο γνωστή και οικεία ταυτότητα του Κομοτηναίου συμπολίτη Πασχάλη Κατσίκα είναι εκείνη του βιβλιοθηκονόμου στη βιβλιοθήκη του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. Ο ίδιος εξάλλου ήταν από τους πρώτους πτυχιούχους αυτού του τόσο χρήσιμου  τεχνολογικού  κλάδου σπουδών, με την αγάπη του για το βιβλίο, ως έχουσα προηγηθεί, να είναι δεδομένη.
 
Γιος επί χρόνια συνεργάτη μας, του αγαπημένου μας, αείμνηστου σήμερα, Πέτρου Κατσίκα, δεν μας είχε περάσει ποτέ από το μυαλό, όταν ανταμώσαμε το όνομά του σε ηλεκτρονικά ποιητικά περιοδικά, και στον πολύ καλό ποιητικό site www.poiein.gr που επιμελείται ο Σωτήρης Παστάκας, ότι ο Πασχάλης που γράφει ποιήματα και ο «δικός» μας Πασχάλης Κατσίκας, του Πέτρου ήταν το ίδιο πρόσωπο. Κι όμως, όπως  οι δρόμοι της ζωής και του θανάτου είναι και περίεργοι, και διαπλεκόμενοι ενίοτε, το ίδιο ενδεχομένως περίεργοι  να είναι και οι δρόμοι που οδηγούν στην ποίηση.
 
Όταν έτσι αναζητήσαμε τον, και ποιητή, Πασχάλη Κατσίκα, η πρώτη ερώτηση ήταν αν έγραφε από μικρός, κι αν η ποίηση ήταν το δικό του καταφύγιο. Αρνήθηκε και τα δυο, διευκρινίζοντας ότι οδηγήθηκε στην ποίηση μέσα από θανατηφόρες, στην κυριολεξία, διαδικασίες που διακυβεύουν την ανθρώπινη  ζωή και τη φέρνουν αντιμέτωπη με την πραγματικότητα του θανάτου, καθώς και τους καθημερινούς θανάτους συναισθημάτων που οδηγούν σε υπαρξιακές αναθεωρήσεις, αφήνοντας πάντοτε προοπτική στην ελπίδα και τον έρωτα.
 
Με αυτές τις ελάχιστες λέξεις ως εισαγωγή, φιλοξενούμε ακολούθως δέκα ποιήματα του Πασχάλη Κατσίκα, όπως δημοσιεύτηκαν στο www.poiein.gr, γνωρίζοντας ότι υπάρχουν πολλά ακόμη ποιήματά του στο συρτάρι που εξακολουθεί να τα επεξεργάζεται, ή και δημοσιευμένα σε ηλεκτρονικές σελίδες, επιμένοντας στην πολύ έντονη  ποιητική επίγευση της πρώτης ανάγνωσής τους.
 
Πασχάλης Κατσίκας λοιπόν, και ποιήματα για τον Αχέροντα: «Ακρίτας όντας της ζωής,/κάποτε σε συνάντησα στα μαρμαρένια δάπεδα ενός νοσοκομείου»
 (1) και  τον Θάνατο: «επαναλαμβανόμενα διασχίζοντας τα σύνορα του σκότους,/
στο φως δραπετεύοντας σαν λαθρομετανάστης,/ ολόλευκα τα πάντα γύρω μου θυμάμαι επιστρέφοντας» (2), τα ερωτικά προμηνύματα: «Μαρμάρωνες στο άκουσμα της σπαραχτικής κραυγής της Γκιώνας,/αγνοώντας εγώ πως ήμουν προμηνύοντας το μέλλον.» (3), την Ανάσταση: «Αποτίναξε τους λιγοστούς κολλημένους κόκκους,/βάλε με ψηλά, θα βλαστήσω σαν θαύμα της δεύτερης Ανάστασης»(4),  την απουσία της αγαπημένης: «Σαν πλαστικά κλωνιά του ελάτου οι νευρώνες μου,/λιώνουν βραχυκυκλώνοντας στην απουσία σου»(5), την εξίσωση της Ανάστασης με την άνοιξη και τον έρωτα: «η γονιμοποίηση της σχέσης μας σαν Άνοιξη/το Πάσχα στο κατώφλι μου ακούμπησε/την πίστη της Ανάστασης μου χάρισε» (6), την ελπίδα και την προσδοκία για ένα νέο ξεκίνημα: «ο χάρτης για τη Γη της Επαγγελίας ξεδιπλώνεται εμπρός μας» (7), τις μοναχικές πορείες των διαττόντων αστέρων: «Σε συναντήσεις με άλλα αστέρια κομμάτια τους επιτήδεια έκλεψα,/σέρνοντας στην ουρά μου απατηλό φως εμπειριών πάνω σου έλαμψα./

Όπως εμφανίζομαι έτσι και φεύγω ξαφνικά… μόνος…» (8), την αγάπη μέσα από την οποία επανεφευρίσκεται το πρόσωπο: «Ουράνιο σώμα άνθρακα ντυμένο με ηφαίστεια,/κοπάδι χελιδόνια ο έρωτας, την άνοιξη χρωμάτισε./Του πλανήτη μου ρόδο μοναδικό στη γυάλα σ’ έκλεισα,/τον εαυτό μου αγάπησα αγαπώντας σε.»(9), τη μαγική ένωση δυο σωμάτων: «Στο πρόσωπο φτερουγίζοντας/αναπαμός αγέρινος/το άγγιγμα των μαλλιών./Προτού σ’ ερωτευτώ/ξέχασα τι είναι το φιλί»(10).
 

(1) Αχέρων
Βασίλειο δεν με λένε, ένα είναι το γένος μου, η δύναμή μου λιγοστή, κατόρθωμα κανένα.
Ακρίτας όντας της ζωής, κάποτε σε συνάντησα στα μαρμαρένια δάπεδα ενός νοσοκομείου.
Γονείς και αδέρφια ψάλλαν προσευχές, ελπίζοντας πως δύναμη χαρίζουν.
Άλλοι με πράσινες ποδιές, άγγελοι είναι θαρρώντας, ρομφαίες μου παρουσίαζαν τις σύριγγες.
Δειλός από την φύση μου, αντίσταση δεν πρόβαλα, κοντάρι δεν κρατούσα.
Το άτι μου ξεπέζεψα πριν μέρες, κάτω στο πάρκινγκ το άφησα μαζί μ’ όλων των άλλων.
Στη βάρκα σ’ ακολούθησα αβίαστα· μια κρουαζιέρα πάντοτε ήτανε τ’ όνειρό μου.
Συνεπιβάτες έψαξα τριγύρω μου, κανένας·
πού είναι η πολυτέλεια που έβλεπα σε φύλλα ταξιδίων,
λαχταριστοί μπουφέδες, πισίνες, θέατρα, event και χοροεσπερίδες.
Η θέα μονότονη, μουντή· φωνάξτε τον υπεύθυνο, άλλα μου είχε τάξει.
Περνά τότε ο Ferryman τα ναύλα να ζητήσει· μα πού να βρω τον οβολό, λιτό το ένδυμά μου
και ξαναβρίσκομαι με μιας σε τρίκλινο πολυτελές γεμάτος σωληνάκια.
Γύρω μου όλοι έκπληκτοι· ρωτούν πώς ήταν το ταξίδι,
τι μέρη εξωτικά αντίκρισα, πού είναι οι φωτογραφίες.
Αποσβολωμένος, το ένδυμά μου μένω να κοιτώ μέσα στην παραζάλη.
Ποιος ήταν άραγε αυτός ο μετρ; ποια υψηλή ραπτική τον ώθησε τσέπες να μην του βάλει;
Αέρινη η κατασκευή κυρίως από πίσω. Βρε μπας και ήταν το πανί λειψό και σώθηκα από τύχη;
 

(2) Ζωή μετά θάνατον

Πεθαίνουν τα πάντα η τελευταία ανάσα το σώμα όταν αφήσει,
η ψυχή απ’ το φθαρτό σαρκίο μας σαν ελευθερωθεί;
Αιθέριοι όντας σβήνουν οι αισθήσεις,
η αφή, η όραση, η γεύση, η ακοή;
Χάνονται ανεπιστρεπτί οι αναμνήσεις,
ξεθωριάζουν τα πρόσωπα τα θολωμένα μάτια μας σαν κλείσουν;
Εξαϋλώνεται η αγάπη,
μαζί με το κορμί στο χώμα που σαπίζει;
Επαναλαμβανόμενα διασχίζοντας τα σύνορα του σκότους,
στο φως δραπετεύοντας σαν λαθρομετανάστης,
ολόλευκα τα πάντα γύρω μου θυμάμαι επιστρέφοντας.
Στα μάγουλα σαν λάβα να χύνεται η αρμύρα,
ανήμπορος να κινηθώ, κρύος σ’ ένα φορείο,
ούτε φόβος, ούτε πόνος,
η μόνη σκέψη μου εσύ, νεογέννητή μου ελπίδα.
Στο νου μου φέρνοντας την λάμψη των ματιών σου,
ρουφηξιά απ’ την αγάπη σου η δύναμη που βρήκα,
στη φυλακή μου επέστρεψα,
τα ισόβια δεσμά αποδεχόμενος μέχρι να σ’ αναστήσω.
Μην με ρωτάς, η αλήθεια μου μισή,
τη μάχη εδώ θα δώσω, εντός και εκτός σαρκίου,
κόλαση και παράδεισος εδώ.
 

(3) Προμήνυμα

Ανέτειλε, φωτίστηκε το σπαθί.
Καλή σου μέρα πόλη, κατακάθισε η ομίχλη.
Κοσμοβουή, γεμίσανε οι δρόμοι, βαδίζω στα σοκάκια που περπάτησες,
στα πλακόστρωτα δρομάκια που έπαιξες παιδί,
στο σιντριβάνι της πλατείας εκεί που έφηβος αντρώθηκες στο πρώτο ραντεβού.
Κομμάτι της ζωής σου πια εγώ περιπλανιέμαι στον τόπο που σε γέννησε,
ανασαίνω τις μυρουδιές που σε ανάθρεψαν, καφές-στραγάλια-πτιφούρ,
αέρας γεμάτος με φωνές της λαϊκής
προσευχές του ιμάμη
του αγήματος η σάλπιγγα.
Στο μπλε καλάθι κρεμασμένη η σφυρίχτρα.
Οι χωμάτινοι δρόμοι στρωμένοι τώρα με μπετόν, έργο της «ΑΛΛΑΓΗΣ»,
ζώνουν την μονοκατοικία που μεγάλωσες.
Κρεβατίνα η τριανταφυλλιά τα καλοκαίρια σου ν’ αρωματίζει το μπαλκόνι
δροσίζοντας η νύχτα.
Μαρμάρωνες στο άκουσμα της σπαραχτικής κραυγής της Γκιώνας,
αγνοώντας εγώ πως ήμουν προμηνύοντας το μέλλον.
 

(4) Θαλασσόξυλο

Ωκεανούς εμπειριών διέσχισα για χάρη σου,
πλέοντας σ’ ακρωτήρια, θαλάσσια αρπακτικά συνάντησα στο διάβα μου,
αισθάνθηκα την πείνα τους ακόρεστη,
την όψη τους μιμούμενος εξόκειλα.
Πλεγμένος με τάβλες και σανίδια αγκαλιά,
στην αμμουδιά καρτερικά προσμένω να με βρεις,
τον ήχο μου διάφανο ν’ ακούσεις,
της ακροθαλασσιάς το κύμα σαν με λούζει.
Ελαφρύ, απαλό απομεινάρι που ο ήλιος έκαψε,
απαλλαγμένο από εγωισμούς, καθάριο,
αποστειρωμένο απ’ το ιώδιο και την αρμύρα,
στα χέρια σου κατέληξα για να με πλάσεις δέντρο.
Αποτίναξε τους λιγοστούς κολλημένους κόκκους,
βάλε με ψηλά, θα βλαστήσω σαν θαύμα της δεύτερης Ανάστασης,
στους χειμώνες σου θα σ’ αγαπώ πιστά,
στα καλοκαίρια μας θα ξαποσταίνω.
 

(5) Άηχα

Πρώτα Χριστούγεννα στολίζοντας το δέντρο της ζωής μας.
Αγαπημένα σου χρώματα τα παστέλ,
καφέ, εκρού, λευκό και χρυσαφί να σπάει η μονοτονία.
Εύθραυστες μπάλες οι εμπειρίες σου μονόπλευρα φωτίζονται,
λανθασμένος ο τρόπος ν’ αναλύεις τη ζωή,
τον εαυτό σου,
τους ανθρώπους.
Κοιτώντας τα λαμπιόνια αναβοσβήνουν οι αναμνήσεις των τελευταίων μηνών,
ανάλατη η καθημερινότητα δίχως δάκρυα.
Σαν πλαστικά κλωνιά του ελάτου οι νευρώνες μου,
λιώνουν βραχυκυκλώνοντας στην απουσία σου.
Δεν μεταδίδεται άλλο η φωνή,
άδικα ανοιγοκλείνω το ηχείο μου ουρλιάζοντας.
 

(6) Η εξίσωση της Άνοιξης
Γονιμοποίηση – Άνοιξη = 0 =˃ Γονιμοποίηση = Άνοιξη
Γονιμοποίηση δίχως την έλευση της Άνοιξης άκαρπη αποβαίνει,
η ευλογημένη κυοφορία της Άνοιξης κατόρθωμα.
Άνοιξη – Πάσχα = 0 =˃ Άνοιξη = Πάσχα
Μια Άνοιξη δίχως Πάσχα δεν μοσχοβολά,
Άνοιξη σημαίνει Πάσχα.
Πάσχα – Ανάσταση = 0 =˃ Πάσχα = Ανάσταση
Πάσχα δίχως Ανάσταση μυγδαλιά χωρίς ανθούς,
Πάσχα είναι η Ανάσταση.
Ανάσταση – Θάνατος = 0 =˃ Ανάσταση = Θάνατος
Ανάσταση εξαρτώμενη αιωνίως απ’ το τέλος,
δίχως το Θάνατο του παλαιού το νέο δεν νοείται.
Θάνατος – Παράδεισος = 0 =˃ Θάνατος = Παράδεισος
Θάνατος δίχως ύπαρξη Παραδείσου μηδενισμός των πάντων,
συνδυασμός Θανάτου και πίστης η Αιώνια Ζωή.
Γονιμοποίηση = Άνοιξη = Πάσχα = Ανάσταση = Θάνατος = Παράδεισος = Αιώνια Ζωή
Η Γονιμοποίηση της σχέσης μας σαν Άνοιξη
το Πάσχα στο κατώφλι μου ακούμπησε
την πίστη της Ανάστασης μου χάρισε
το Θάνατο του σκότους μου επέφερε
οδηγώντας στον Παράδεισο της Αιώνιας Ζωής.
 

(7) Θάλασσα των αλών
Ξεπέφτοντας στο χαμηλότερο σημείο στην επιφάνεια της γης, σε συνάντησα.
Στην Ασφαλτίτιδα λίμνη να χαρίζεις την αρμύρα των δακρύων σου λες και την είχε ανάγκη.
Υδάτινος όγκος, αφιλόξενος, δύσοσμος, βαριά τα κύματά της.
Παντελής έλλειψη ζωής, τι δυνατά κι αν κλάψεις άλλος κανείς δεν θα σ’ ακούσει.
Κράτα την φούχτα μου σφιχτά αδύνατο να βυθιστούμε, τίποτε να μην σε αναταράσσει.
Τη Νεκρά Θάλασσα διασχίζοντας αλώβητοι θα βγούμε, θεραπευτικό το ταξίδι.
Ιαματικό λουτρό στις ψυχές μας κάναμε ξεπλένοντας την λάσπη στην εξομολόγηση.
Τα σώματά μας ελαφρύτερα στα ευεργετικά νερά της επιπλέουν.
Μην θλίβεσαι άλλο, τα απόκρυφα μυστικά των παπύρων της κατέχουμε,
ο χάρτης για τη Γη της Επαγγελίας ξεδιπλώνεται εμπρός μας.
 

(8) Διάττων αστήρ
Πυρακτωμένο το σώμα μου τα μόριά σου ιονίζει,
ταχύτητα ανιχνεύσιμη με γυμνό μάτι,
εμφανίστηκα ξαφνικά στο σκοτεινό ουρανό σου,
φωτεινό σημάδι σε κάθετη τροχιά καθορισμένος ο προορισμός.
Μεγάλο το ταξίδι από την απεραντοσύνη του κόσμου έρχομαι.
Σε συναντήσεις με άλλα αστέρια κομμάτια τους επιτήδεια έκλεψα,
σέρνοντας στην ουρά μου απατηλό φως εμπειριών πάνω σου έλαμψα.
Όπως εμφανίζομαι έτσι και φεύγω ξαφνικά… μόνος…
Γελάστηκες; μήπως κομήτης ήμουν τελικά καταστροφικός;
Η σύγκρουση που ακολουθεί κοσμογονική.
Προστατευμένη στη μέγιστη δυνατή πυκνότητα της ύλης σου,
στην ελάχιστη εντροπία του σύμπαντός σου,
το «πρωταρχικό άτομό» σου εξερράγη.
Γέννησες γαλαξίες και άστρα στο big bang σου.
  

(9) Βερόνικα 612

Πεταλούδες που ξεχύνονται τα βλέφαρα,
το ρόδο σαν ανθίζει των χειλιών σου.
Καλύτερη στιγμή η ματιά σου όταν φωτίζεται,
ζωογόνος ο ήχος απ’ το γέλιο σου.
Αρμύρα όταν γεμίζει το λακάκι σου,
σε μια σταλαγματιά ο κόσμος φυλακίζεται.
Αγγίζοντας τη μάζα μου θερμαίνεται,
ακτίνες ηλιακές τα δάχτυλά σου.
Του Κρόνου δορυφόροι, προστάτες μου τα χέρια σου,
πολύχρωμοι δακτύλιοι κομήτες θρυμματίζουν.
Αστέρι υπήρξα άφωτο στην τροχιά του ήλιου,
ίχνος θραύσματος που δύσκολα εντοπίζεται.
Ουράνιο σώμα άνθρακα ντυμένο με ηφαίστεια,
κοπάδι χελιδόνια ο έρωτας, την άνοιξη χρωμάτισε.
Του πλανήτη μου ρόδο μοναδικό στη γυάλα σ’ έκλεισα,
τον εαυτό μου αγάπησα αγαπώντας σε.
Υπεύθυνη θα είσαι για ό,τι εξημέρωσες.
 

(10) Ψαυ̃σις

Τη νέγρα νύχτα λάτρεψα
στα μάτια που χρωμάτισε.
Το δέρμα σκούρο χώμα
στο στόμα ευωδιάζει
μετά το πρωτοβρόχι.
Στο βυσσινί πηγάδι πέταλα ρόδου
τη γεύση της φλόγας συγκρατούν
το κάψιμο δροσίζουν.
Στων ηφαιστείων τις κορφές
η πείνα μου χορταίνει
με ρόγες τσαμποστάφυλο.
Πλεγμένες γύρω απ’ τον κορμό
στον παροξυσμό του οργασμού
συσπώνται ανατριχιάζοντας οι ρίζες.
Κρυστάλλινη η αρμύρα του ιδρώτα
τη γλώσσα πλαταγίζοντας
τη δίψα της λαγνείας καταστέλλει.
Τα στάχυα θερίζοντας
το δρέπανο απιθώνω
ανάμεσα στα λαγόνια απόκαμα.
Στα στήθη ξαποσταίνοντας
η ανάσα ξεθυμαίνει
σ’ αλλόκοτη χαράδρα.
Στο πρόσωπο φτερουγίζοντας
αναπαμός αγέρινος
το άγγιγμα των μαλλιών.
Προτού σ’ ερωτευτώ
ξέχασα τι είναι το φιλί.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.