«“Ο ετερος εχθρος” η ο φοβος ο ατελευτητος, ο διαρκης, ο εγκατεστημενος στις ψυχες που οδηγει στην ηθικη εκμηδενιση»

Ελισάβετ Χρονοπούλου, «Ο έτερος εχθρός», Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2017

Η γερμανική Κατοχή στον ελλαδικό χώρο αποτελεί μια πολύ σκοτεινή σελίδα της ιστορίας του ελληνικού έθνους, καθώς είχε ολέθριες συνέπειες, όχι μόνο ως προς την επιβίωση των υπό γερμανική[1] Κατοχή ελληνικών πόλεων και των πληθυσμών τους, αλλά και ως προς την ηθική τους. Η Κατοχή, με την συνυποδηλωτική της σημασία, και υπό άλλους όρους σήμερα −οικονομικούς− της χώρας μας, δεν έχει σταματήσει, σύμφωνα με την άποψη κάποιων πολιτικών αναλυτών, αλλά αυτό είναι άλλης τάξεως ζήτημα. Εκείνο όμως που έχει αξία είναι ότι η Ελισάβετ Χρονοπούλου, με το έργο της «Ο έτερος εχθρός», επιδιώκει να περιγράψει τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής και την ηθική κατάπτωση των ανθρώπων, την περίοδο της γερμανικής κατοχής, κατάπτωση που παρατηρείται συχνά και επανειλημμένα σε περιόδους της ιστορίας, όταν οι άνθρωποι στερούνται των αναγκαίων προς επιβίωση. 

Η κινηματογραφίστρια συγγραφέας

Ποια είναι όμως η συγγραφέας του «Ο έτερος εχθρός» Ελισάβετ Χρονοπούλου, το περί ου ο λόγος βιβλίο της οποίας είναι το δεύτερο, μετά την επίσης συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Φοράει κοστούμι», που εξεδόθη από τον ίδιο εκδοτικό οίκο;
Η συγγραφέας Ελισάβετ Χρονοπούλου, που γεννήθηκε το 1961 στην Αθήνα, είναι τελικά η διακεκριμένη κινηματογραφίστρια, κόρη του αειμνήστου σκηνοθέτη και διευθυντή του Θεάτρου Τέχνης, για κάποιο χρονικό διάστημα, Διαγόρα Χρονόπουλου. Περισσότερο συγκεκριμένα, από το 1985 όταν και ξεκίνησε να εργάζεται ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος και μοντέζ, έχει σκηνοθετήσει τις γνωστές ταινίες: «Μικρή Άρκτος» (2015), «Ο Αννίβας προ των Πυλών» (2011), «Ένα τραγούδι δε φτάνει» (2003), «Χτες το απόγευμα» (1998), «Να που γίνεται» (1995) και το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ «Πολιτικός εγκλεισμός στην Ελλάδα του 20ού αιώνα» (Παρασκήνιο, ΕΡΤ 1998).

« “Ο Έτερος εχθρός” ή όταν  “η ανθρώπινη ζωή… είχεν εκπέσει εις το μέγεθος της ζωής μέρμηγκος”»

«Ο έτερος εχθρός» αποτελείται από δέκα διηγήματα με τους τίτλους, όπως: «Σμέτι», ένα από τα τρυφερότερα διηγήματα της συλλογής, με τη λέξη «σμέτι» να σημαίνει το μικρό κοκκαλιάρικο αρνάκι, εμπνευσμένο από το μυθιστόρημα του Μάνου Ελευθερίου «Η γυναίκα που πέθανε δυο φορές»[2], και «Δεν θα ‘ταν πάνω από τριάντα», που αναφέρεται στην συγκλονιστική ιστορία ενός στρατιώτη που γύρισε από το μέτωπο, τον οποίο η στοίχιση σε ουρές, η εξαθλίωση της προσμονής για ένα πακέτο καινούριων ρούχων που θα αντικαταστήσουν τα ρημαγμένα στρατιωτικά της οπισθοχώρησης, και ένα σπρώξιμο από τους χωροφύλακες, η ατμόσφαιρα ουσιαστικά της προσγείωσης στα δεδομένα της ήττας από την υπέρ βωμών και εστιών αγωνία και αγώνα για τα υπέρτερα στο μέτωπο, τον εξωθούν σε μια αλλόκοτη έκρηξη, η οποία στο διήγημα αποδίδεται από τις φράσεις: «Κανείς δεν μ’ έσπρωχνε όταν πήγαινα για έφοδο, τώρα με σπρώχνετε; στο μέτωπο κανείς δεν μ’ έσπρωξε, ακούτε; Φεύγω μόνος μου, δεν χρειάζεται να με σπρώχνετε», καταλήγοντας: «Δεν θέλω τίποτα, δεν χρειάζομαι τίποτα, πάρτε τα χαρτιά μου, δεν έχω χαρτιά, δεν είμαι κανένας».[3]


Ακολουθούν τα διηγήματα: «Ουδέν το αξιοσημείωτο», «Ένα μέτρο απόσταση», «Εν έτει 1942», «Κάθε πρωί», «Λεβίδου 3 Κολωνός», «Bon voyage», «Ποτέ δεν έμαθα πιάνο», «Τα πριτσίνια».

Είναι χαρακτηριστικό ότι χρόνος και των δέκα ιστοριών είναι η περίοδος της γερμανικής κατοχής, η οποία στην Αθήνα συνυφάνθηκε με μεγάλα δεινά, ασυνήθη στη μέχρι τότε καθημερινότητα. Δεινά, όπως οι επιτάξεις σπιτιών στο διήγημα «Bon voyage», η πείνα και η έλλειψη τροφίμων −ο μεγάλος λιμός της Κατοχής, όπως «βαφτίζουμε» την πείνα της συγκεκριμένης εποχής σήμερα−, που πρωταγωνιστεί στο διήγημα «Ουδέν το αξιοσημείωτο». Σ’ αυτό πρωταγωνιστούν δυο παιδιά, η Φιλίτσα και ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής της ιστορίας, που δεν αποκαλύπτουν τον θάνατο της γιαγιάς με την οποία έμενε η Φιλίτσα, και εναποθέτουν, μεταφέροντάς το νύκτα, το νεκρό της σώμα στα όρια του γειτονικού οικισμού προσφύγων, όπου δεν θα το αναγνώριζε κανείς, για να εξακολουθήσουν να αξιοποιούν στην κατοχική Αθήνα το δελτίο της για τα τρόφιμα.

Η πράξη αυτή, ενοχή και τραύμα, αποσιωπημένα εφόρου ζωής, περιγράφεται από τον αφηγητή τη στιγμή της επιστροφής από την εναπόθεση του νεκρού σώματος της γιαγιάς, ως εξής:

«Μπροστά η Φιλίτσα και πίσω εγώ, ανηφορίσαμε για το σπίτι.
Δεν βγάλαμε μιλιά σ’ όλο τον δρόμο γιατί ένα πράγμα μόνο ήταν να πούμε κι αυτό δεν θα το λέγαμε ποτέ ο ένας στον άλλον, ποτέ πια όσο ζούσαμε, και πράγματι, ποτέ δεν το ’παμε. Μας έφτανε που, όταν θα ξημέρωνε η μέρα και θα πηγαίναμε στον μπακάλη με το δελτίο, θα παίρναμε τρεις μερίδες ψωμί κι όχι δύο […].
Τίποτ’ άλλο δεν θυμάμαι από κει και πέρα.
Ζήσαμε».

Και ζήσανε όντως και ποτέ δεν το επανέφεραν στη ζωή τους, αφού ο τίτλος «Ουδέν αξιοσημείωτον» είναι η φράση που ο κ. Μαυρίδης, ο αφηγητής, σημειώνει στο πενηντάφυλλο μπλοκ ερευνητή που του ζήτησε να γράψει τις ενθυμήσεις του από την Κατοχή.

Ποιος είναι όμως «Ο έτερος εχθρός», ο οποίος δίνει το όνομα στη συλλογή, και ποιος ήταν ο στόχος της συγγραφέως; Την απάντηση τη βρίσκουμε στο «Εν έτει 1942», ένα δραματικό διήγημα, όπου με επιστολή του ο πατέρας του αφηγητή τού εξιστορεί την ιστορία της κατάδοσης, του δοσίματος στον κατακτητή της θέσης, όπου κρύφτηκε ο καλύτερός του φίλος, αυτός με τον οποίο συζητούσαν, ως πτυχιούχοι πανεπιστημίου, τα δύσκολα βράδια της Κατοχής, με αποτέλεσμα  να τον δει να κρέμεται «εκ δένδρου, εν μέσω της πλατείας» με «βρόχο τραχύ» να του σφίγγει «τον τράχηλον».  

Ο «έτερος εχθρός» είναι μ’ άλλα λόγια ο φόβος, «Ο φόβος ο ατελεύτητος, ο διαρκής, ο εγκατεστημένος εις τας ψυχάς», ο φόβος ως συναίσθημα που οδηγεί στην εξοικείωση του ατόμου με το υπέρτατο κακό, έχοντας ως στόχο, την επικράτηση, την επιβίωση, το «ζήσαμε» που λένε οι δυο ήρωες παιδιά στο «Ουδέν το αξιοσημείωτο», και ο οποίος περιγράφεται εξόχως στη συλλογή.  

«Πολλά μεν εγράφησαν και ηκούσθησαν περί του κατοχικού λοιμού και των ολεθρίων επιπτώσεών του εις τον πληθυσμόν των Αθηνών, ελάχιστα δε εγράφησαν περί ενός ετέρου εχθρού, ολεθρίων συνεπειών επίσης.

Ο λιμός επέφερε την ψυχικήν φθοράν, την εκμηδένισην του σώματος, ο έτερος όμως εχθρός επέφερε την ψυχικήν αποκαρδίωσιν, την ηθικήν εκμηδένισιν. Ο εχθρός εις τον οποίον αναφέρομαι είναι ο φόβος. Ο φόβος ο ατελεύτητος, ο διαρκής, ο εγκατεστημένος εις τας ψυχάς.

Επεινούσαμεν, αλλ’ αυτό δεν ήτο το μέγιστον. Το μέγιστον ήτο το αίσθημα διαρκούς ανασφάλειας εκ των αυθαίρετων ταπεινώσεων, αρπαγών, βασανισμών, και ασφαλώς, εκτελέσεων. Ούτε εις δημόσιον δρόμον, ούτε εις χώρους εργασίας, ούτε εις την ιδίαν την οικίαν ημπορούσαμεν να εύρωμεν λεπτόν ησυχίας. Η ακύρωσις κάθε αισθήματος προσωπικής ασφάλειας επέδρασε δριμέως εις τας ψυχάς μας, εις το νευρικόν μας σύστημα, μας κατέστησε νευρόσπαστα, μας κατήντησε ψυχικά ράκη. Η ανθρώπινη ζωή είχεν απολέσει την αξία της, είχεν εκπέσει εις το μέγεθος της ζωής μέρμηγκος.

Εις την μνήμην μου εχαράχθησαν εικόνες αποτρόπαιοι, εικόνες που ετραυμάτισαν την νεανικήν μου ψυχήν. Πλην όμως τα τραύματα αυτά ωχριούν έμπροσθεν του βαθέως τραύματος το οποίο εχαράχθη εντός μου υπό του αισθήματος της απαθείας προς το αποτρόπαιον. Ασυγκίνητοι εστεκόμεθα εμπρός εις το αποτρόπαιον, παρατηρηταί, αμέτοχοι. Κατήλθαμεν εις τας στοιχειωδεστέρας βαθμίδας της ανθρώπινης φύσεως, υπό τας επιταγάς του ενστίκτου της ατομικής επιβιώσεως.
Με το πέρας της περιπέτειάς μας, ουδείς εξ’ όσων εδοκίμασαν το αίσθημα αυτό ηύρε το σθένος να το ομολογήσει. Ούτε ο ίδιος εγώ, παρά μόνον την παρούσαν στιγμήν, κατά την οποίαν ομολογώ γραπτώς την δικήν μου συμβολήν εις την συλλογικήν οπισθοδρόμησιν, εις την συλλογικήν αποκτήνωσιν εις την οποία ωδηγήθημεν».
 
Ο Σεφέρης αυτήν την οδυνηρή κάθοδο «εις τας στοιχειωδεστέρας βαθμίδας της ανθρώπινης φύσεως, υπό τας επιταγάς του ενστίκτου της ατομικής επιβιώσεως» την είχε  απαθανατίσει στον «Τελευταίο Σταθμό» του ως εξής:

«[…]Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους∙
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο∙
χείλια και δάκτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν.»

Εν κατακλείδι, η συλλογή διηγημάτων «Ο έτερος εχθρός» της Ελισάβετ Χρονοπούλου, που βασίζεται σε εκτενή ιστορική έρευνα για τα συμβαίνοντα στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, αξίζει να διαβαστεί ως αφορμή  για μια ουσιαστική περιδιάβαση και περίσκεψη στην αρνητική ανθρωπολογία της επιβίωσης σε καιρούς πολέμου και κατοχής, σε καιρούς δηλαδή που, όπως ομολογούν πολλές φορές οι ήρωές της, το μυαλό δεν λειτουργεί κανονικά.



[1] Υπό τον όρο γερμανική κατοχή υποδηλώνεται και η κατοχή ελληνικών πόλεων από ιταλικά στρατεύματα, π.χ. Ιόνιοι νήσοι, αλλά και από βουλγαρικά όπως συνέβη στην περίπτωση της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης
[2] Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο το 2006
[3] Το διήγημα αυτό στηρίζεται σε απόσπασμα των ημερολογίων του Χριστόφορου Χρηστίδη με τίτλο «Χρόνια Κατοχής 1941-1944: Μαρτυρίες ημερολογίου», Αυτοέκδοση, Αθήνα 1971.
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.