Σπρωγμενος απο νοσταλγια

Περπατούσα και φώναζα για να τα θυμάμαι: «οινόπνευμα, σπίρτα, ζάχαρη». Ήμουν μικρό παιδάκι, 4-5 χρόνων, κι από το μπαλκόνι ή το παράθυρο του σπιτιού μας, που έκλεινε τον δρόμο της αγοράς, κάποιος δικός μου φώναζε τα ίδια ως υποβολέας για να μην τα ξεχνάω.
     
Είχα αποστολή να αγοράσω πράγματα για το σπίτι, βερεσέ βέβαια, γιατί ακόμη δεν ήξερα να μετράω, και ο δρόμος αυτός ήταν όλος ο έξω κόσμος στην ηλικία μου, που φάνταζε στο μυαλό μου σαν την οδό ονείρων του Χατζιδάκι.
 
Στη μέση της διαδρομής ήταν το μαγειρείο του Νύσου. Τον έβλεπα να ανακατώνει με κουτάλες κάποια φαγητά και όλο κάτι να σιγομουρμουράει. Αυτός έβγαζε το κεφάλι του στην πόρτα του μαγαζιού κι επαναλάμβανε τα εκφωνούμενά μου, μαζί με το όνομά μου, που το ‘λεγε γρήγορα, συνεχόμενα τρεις φορές, προφανώς για να με μπερδέψει και να ξεχαστώ.  Οι απέναντι, η Μερσώ του παγωτατζίδικου και ο επονομαζόμενος Νομάρχης του κουρείου,  παρακολουθούσαν περιπαικτικά, από τα μαγαζιά τους που φάνταζαν χώροι μαγικοί.
 

Στο τέλος δεν τα κατάφερνα και ήμουν μπερδεμένος,  τα ξέχναγα και επέστρεφα πίσω, μια δυο φορές, πιο κοντά προς τη διαδρομή για το σπίτι.
    
Στον δρόμο αυτό ήταν πλήθος τα μαγαζιά: ξεκίναγαν από το ψιλικατζίδικο του Κουτρούλη, που ήταν στο σπίτι με τις καμάρες, της Θοδώρας το σουβλατζίδικο, την ταβέρνα του κυρ Πάνου, στη μέση το φαρμακείο της κυρά Μαρίκας και μετά τα γραφεία του σωματείου φορτοεκφορτωτών. Στο σταυροπάζαρο ήταν και το δημαρχείο. Και στη γωνία του νεοκλασικού  των συνεταίρων Κράγκαρη και Πινελή το μπακάλικο, που ήταν τελικός προορισμός ή μπορεί και μετά απ΄ αυτόν και τη διέλευση του σταυροπάζαρου να ήταν το άλλο μπακάλικο του θείου Νιόνιου.
 
Στο ισόγειο του σπιτιού μας ήταν αποθήκη της αγροτικής τράπεζας. Έβλεπα από το παράθυρο ψηλά  τους φορτοεκφορτωτές που κατέβαζαν από το κάρο τσουβάλια με λιπάσματα, που αγκομαχούσαν ιδρωμένοι και σφουγγίζονταν με τα μαντήλια τους  ή τα έδεναν φακιόλι στα μαλλιά τους, ενώ πιο πέρα  χρεμέτιζε το άλογο ή έτρωγε ήσυχα τη βρώμη του. 

Ένας δρόμος που για μένα ήταν ο κόσμος όλος. Όταν μάλιστα έβρεχε, γιατί συνέβαινε να βρέχει συχνά, μέσα από τις σταγόνες της βροχής οι εικόνες  έμοιαζαν διαθλασμένες να μεγεθύνονται. Αυτά βέβαια τα συνειδητοποίησα πολύ αργότερα και κατάλαβα κάτι περισσότερο από τα σκηνικά και τα υπονοούμενα του βάθους.  
 
Κατάλαβα από διηγήσεις ότι, πρωταγωνιστής σ΄αυτό το θέατρο του δρόμου, ήταν ο Νύσος. Αργότερα έμαθα πολλά γι’ αυτόν, ότι ήταν ένας ιδιαίτερος τύπος εκείνης της παλιάς εποχής, που δεν πείραζε μόνο αυτός αλλά και δεχόταν με διασκεδαστική διάθεση τα πειράγματα των άλλων. Λένε ότι, παλιότερα που διατηρούσε το εστιατόριο με τον πατέρα του, τις πρωινές ώρες συσκέφτονταν φωναχτά και με έντονες διαφωνίες για να αποφασίσουν το μενού της ημέρας. Μερικές φορές η διαφωνία συνεχιζόταν και τις απογευματινές ώρες, αν τα παρασκευάσματα δεν τύχαιναν επαρκούς ζήτησης και αποδοχής των πελατών τους. Οι πελάτες, κυρίως δημόσιοι υπάλληλοι, εφοριακοί, αστυνομικοί, τραπεζοϋπάλληλοι, μαζί και εργένηδες, επισκέπτονταν το  μαγαζί τους τις μεσημεριανές ώρες.  
     
Πολλά χρόνια αργότερα γνώρισα, συνταξιούχο πια, την όμορφη καθηγήτρια Ντίνα, που ο Νύσος  είχε σφοδρά ερωτευθεί και που για κείνη τραγουδούσε τις ώρες που παρασκεύαζε τα φαγητά, γρατζουνίζοντας την κιθάρα του  και της πρόσφερε πάντα ένα λουλούδι, όταν  έτρωγε τα μεσημέρια στο μαγαζί του.
 

Κάποιοι που τον έζησαν από κοντά αυτόν τον πρωταγωνιστή του δρόμου,  βεβαιώνουν και γελούν ακόμη και τώρα,  ότι  πάντα βρισκόταν επικοινωνιακά σε ετοιμότητα με χιούμορ και σάτιρα. Προπάντων θυμούνται ότι λίγο μετά την εποχή του εμφυλίου συνέβη στο μαγαζί του ένα εκτάκτως γουστόζικο γεγονός, που τον αναδεικνύει αναμφισβήτητα σε πρωταγωνιστή του δρόμου.
    
Ήταν λοιπόν μεσημέρι και το μαγαζί γεμάτο από κόσμο. Δυο πελάτες  συζητούσαν και ο  ένας, ως εικός, πληροφοριοδότης της αστυνομίας, έλεγε στον άλλο «Κλάψε τον αυτόν!»…. «Γιατί συμβαίνει κάτι χειρότερο! Αυτός είναι κομμουνιστής!». Τότε ο Νύσος που έστεκε περίεργος πιο πέρα, όρθωσε το ανάστημα κι έβαλε σε εφαρμογή το κοσμοπολίτικο σύνθημα: «δράσε τοπικά και σκέψου παγκόσμια» και είπε με  εκνευρισμό: «Τι λες μωρέ! Δεν σε πειράζουν οχτακόσια εκατομμύρια Κινέζοι κομμουνιστές; Ένας είναι που σε πειράζει εσένα;», ενώ ισορροπούσε σε στυλ Σαρλό στα χέρια του την προς σερβίρισμα καυτή και αχνιστή φασουλάδα.  
    
Τέτοιες στιγμές ήταν που ο δρόμος αποκτούσε μια ιδιαίτερη λειτουργία, γινόταν το κεντρικότερο σημείο της πόλης. Έμοιαζε να συγκεντρώνει, στο σημείο αυτό, όλα τα κοινωνικά και πολιτιστικά ενδιαφέροντα. Μετεξελισσόταν επικοινωνιακά στον πιο ζωντανό και συμπυκνωμένο πυρήνα συλλογικής λειτουργίας και μνήμης.     
  
Αυτές είναι οι εικόνες μιας άλλης εποχής που επανέρχονται μέσα μου και όπως γράφει ο ποιητής Χρίστος Λάσκαρης, «σπρωγμένος από νοσταλγία, επέστρεφα, όλο επέστρεφα σε κάτι που δεν έλεγε να ζωντανέψει.»
                                                                                    

                                                                                          16/3/2017

 
*Ο Νίκος Μπακιός γεννήθηκε στα Λεχαινά Ηλείας (1954). Σπούδασε στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Πειραιά και εργάζεται ως δημοτικός υπάλληλος στην Περιφερειακή Ενότητα Αττικής. Κείμενά του δημοσιεύονται σε εφημερίδες, blogs και ηλεκτρονικά περιοδικά. Το παρόν έχει ήδη δημοσιευτεί στο ηλεκτρονικό περιοδικό fractal

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.