Θελει Ανοιξη η νηστεια με τεμπο και ρυθμο

Νηστεία και προσευχή… Βράζω πατάτες Αμαλιάδας. Βγήκαν οι πιπεριές κέρατο —το κέρατό μου;;; Να τις λιανίσω και να μοσχοβολήσει ο ντουνιάς! «Κρεμιδόπλο» πασπαλιστό επάνω στην πατάτα και ρίγανη και μαρουλοσαλάτα με μάραθο από τον κήπο που γέμισε η αυλή, ε και λίγο κρασί, καμιά ελιά, άμα κάνω όρεξη θα στουμπίξω με τη γροθιά κι ένα ξερό κρεμμύδι Καλυβίων να αναστενάξει η πλάση. Τι να κάμωμεν; Ακόμα και η νηστεία θέλει φαντασία και παρέα.
 
Θέλει Άνοιξη βρε η νηστεία, με τέμπο και ρυθμό, θέλει να ξεκινάς από το ναδίρ για να σκαρφαλώσεις στο ζενίθ. Χαρμολύπη το έλεγε ο Κόντογλου, χαροποιόν πένθος δηλαδή. Έχω μια χαρά ανεξήγητη, με ψέκασε το έαρ βλέπεις, όλη μέρα στον κήπο, έδιωξα, σάρωσα τη σκόνη του χειμώνα, συρρίκνωσα τη σκόνη του χρόνου, έγινα πάλι 12 χρονών! Θα αγοράσω και χαλβά, Μακεδονικό, δεν ξεφεύγουμε από τα εθνοπατριωτικά. Αμα θέτε κοπιάστε. Κουκιά δεν βράζω τα αποφεύγω.
 
Πήρα για πρώτη φορά χθες από τα ΚΕΠ τη ληξιαρχική πράξη γέννησής μου… Την καταβρήκα. Επρεπε να έχω το χαρτί για διόρθωση στην ημερομηνία του Δ.Α.Τ μου που με γράφει δυο μέρες μικρότερη. Έπαθα σοκ… Ένα χειρόγραφο του 1952 περικαλώ, «εν Αλεξανδρουπόλει σήμερον την 8ην Αυγούστου του χιλιοστού ενιακοσιοστού πεντηκοστού δευτέρου έτους (1952) ημέραν Παρασκευήν και ώραν 10ην μεσημβρινήν… και εν τω ληξιαρχικώ καταστήματι… ενώπιον του Περικλέους Καραμανίδου Ληξιάρχου της πόλεως…».
 
Ημερομηνία γέννησης 24 Ιουλίου 1952, ημέρα Πέμπτην και ώρα 4.30 μεσημβρινήν… Είχε δίκιο η μάνα μου. Τη ρωτούσα τι μέρα γεννήθηκα;;; Έλεγε: «Μα θαρρώ ήτονε Πέμπτη…». «Τι ώρα;» συνέχιζα… «Α, ήτονε τέσσερις, τεσσεράμισι… μα τόσα χρόνια, τόσα παιδιά, ε θυμούμαι καλά…». 
 
‘Ηταν την εποχή που τα περιοδικά βγάζανε ωροσκόπους και μέλλοντα! Ποιον άνδρα θα πάρεις, τι λογιώ θα είναι η ζωή σου, αν θα τα πας καλά επαγγελματικά… Επειδή η πληροφορία της μαμάς δεν ήταν ακριβής, δεν μπήκα στον κόπο να υπολογίσω με τις… εφαρμογές εκείνης της εποχής τα μέλλοντα. Κατά προσέγγιση έβαζα την ώρα με έβγαζε ωροσκόπο σκορπιό, αυτοκτονικό…
 
Κι όμως, θυμόταν η αθεόφοβη! Όπως θυμόταν ότι ο παπάς νονός μου, ο παπά Θόδωρος από τα Λουτρά με βάφτισε Ελενίτσα, γι΄ αυτό κι εκείνη με φώναζε Λενάκι. Μια ζωή ήμουν «υποκοριστικό είδος» μέχρι που ήρθα στο Μοριά, και άρχισα να μεγαλώνω. Η κουμπάρα η Δημήτρω με μεγάλωσε πρώτη, εκεί γύρω στα 85, μια φορά πήγα σπίτι της να τη δω και με καλοδέχτηκε: «Α, ωρή Ελενάρα, τσουπάρα μου», φώναξε κι έσκασα στα γέλια… Πιο πολύ όμως μου άρεσε εκείνη η προσφώνηση «Λένγκω», με αυτό το παχύ κλητικό ωμέγα στην άκρη, που μεταμορφώνει όλα τα θηλυκά εδώ χάμ' σε φωναχτικά όντα… Βέργω η Βιργινία, Δημήτρω η Δημητρούλα, Μάντω η Διαμαντούλα και πάει λέγοντας…
 
Αυτή νομίζω ότι είναι η κυριότερη διαφορά ανάμεσα σε Θράκη και Μοριά. Από το υποκοριστικόν στο μεγεθυντικόν, σαν να λέμε «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου κύριε πάντα εν σοφία εποίησας…». Λένκγω με φωνάζει μια γυναίκα καμπίσια… και μου τραγουδάει κιόλας; «Κι αν δέρνει κάθε που γουστάρει τα παιδιά της θα καταντήσουνε εμπόροι δουλικοί…».
 
Έβρασαν οι πατάτες… Μια δυο αράδες λέξεις και ορνιθοσκάλισμα…
 
Μια αμαρτωλή Κασιανή…(Λένγκω).
 
*Η Ελένη Σκάβδη είναι δηµοσιογράφος. Γεννήθηκε το 1952 στην Αλεξανδρούπολη. Φοίτησε στο Οικονοµικό Τµήµα της Νοµικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών και συµµετείχε σε αρκετές εκδοτικές προσπάθειες στη διάρκεια των δεκαετιών ’70 και ’80, διάστηµα που έζησε στην Αθήνα.
Διηγήµατά της έχουν δηµοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. «Τα κόκκινα παπούτσια στο Ρόπτρο του Βόλου (1994). «Τα κούτσουρα» (1994), «Ο κύριος Ρο» (1995), «Εκείνη η πόλη», απόσπασµα από τη νουβέλα (1996), και το «Με βάτες ωσάν αγγέλου φτερά…» (1996) στο περιοδικό Εξώπολις.
Το 2011 έγραψε 12 κείµενα για το Ηµερολόγιο 2011-Οι ωραίες µέρες. 12 κείµενα + 25 φωτογραφίες για την Αλεξανδρούπολη, που εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Παρατηρητής της Θράκης» µε φωτογραφίες του Πλάτωνα-Ορέστη Σεραφειµίδη. Η νουβέλα της µε τίτλο «Εκείνη η Πόλη» επανεκδόθηκε το καλοκαίρι του 2017 από τις εκδόσεις «Παρατηρητής της Θράκης»

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.