Εσυ τι εκανες στη Χουντα;

Και τι θα έκανες σήμερα, αν ένα πρωί άκουγες τα εμβατήρια;

Πενήντα ένα χρόνια, δεν τα λες και πολλά. Ούτε λίγα, αλλά ούτε και πολλά, για ένα ιστορικό γεγονός τόσο σημαντικό σε μία χώρα. Σαν σήμερα, εκείνο το πρωινό, ακούστηκαν τα εμβατήρια. Λίγο αργότερα βγήκε στον αέρα και το πουλί με τον φαντάρο στην ΥΕΝΕΔ. Αρκετοί είχαν ακούσει νωρίτερα τα τανκς στους δρόμους. Και μετά άκουσαν όλοι τον μίζερο και ημίτρελο στρατόκαυλο να λέει ότι η ασυνεννοησία των πολιτικών οδήγησε σε αδιέξοδο την Ελλάδα και ανάγκασε τους πεφωτισμένους αξιωματικούς να αναλάβουν την εξουσία. Άκουσαν επίσης ότι η Ελλάδα ήταν πλέον ένας ασθενής στο χειρουργικό τραπέζι και ότι για την αποθεραπεία της έπρεπε να μπει σε γύψο.
 
Οι σημερινοί σαραντάρηδες και πενηντάρηδες είμαστε τα παιδιά της Χούντας. Δηλαδή, ας πούμε, πως ο σημερινός κορμός της κοινωνίας εν πολλοίς γεννήθηκε επί Παπαδόπουλου. Από εμάς τη Χούντα λίγοι τη θυμούνται. Θυμόμαστε όμως το κλίμα στη μεταπολίτευση. Θυμόμαστε, για παράδειγμα, το σλόγκαν «Θεέ, βοήθα να θυμόμαστε» κάθε χρόνο στη γιορτή του Πολυτεχνείου (παράφραση από το «Κύριε, βοήθα να θυμόμαστε» του Γιώργου Σεφέρη). Θυμόμαστε επίσης πως τη δεκαετία του 1980 κανείς από τους μεγάλους δεν τολμούσε να πει ότι η Χούντα ήταν καλή. Όλοι έλεγαν «ποτέ ξανά». Όλοι έλεγαν «η δημοκρατία είναι το μεγαλύτερο αγαθό». Τότε επίσης οι περισσότεροι δήλωναν κεντρώοι, αριστεροί, τέτοια πράγματα. Οι δε πολιτικοί, όλων των αποχρώσεων, τόνιζαν πάντα στο βιογραφικό τους τον αντιστασιακό αγώνα τους επί δικτατορίας λες και ήταν μεταπτυχιακό. Ακόμη το κάνουν, οι παλιότεροι – το αναφέρουν και οι κληρονόμοι τους στους επικήδειους.
 
 
Και τα χρόνια πέρασαν. Η περίφημη γενιά του Πολυτεχνείου έχει πια εξαργυρώσει με κάθε τρόπο την όποια συμμετοχή της στα αιματηρά γεγονότα του 1973. Το «μεταπτυχιακό» απέφερε ψήφους και περιουσίες. Τώρα πια πολλοί από αυτούς χάθηκαν, πιθανότατα για να κρύψουν τις ρεμούλες. Άλλοι πέθαναν. Εκείνους που σκοτώθηκαν μέσα στο Πολυτεχνείο τους ξεχάσαμε: τώρα θέλουμε να καταργηθεί το άσυλο για να συλλαμβάνονται οι αναρχικοί. Και φυσικά η «17 Νοέμβρη» είναι στη φυλακή. Η εξάρθρωσή της ήταν, που λέει ο λόγος, ένα από τα δωράκια της Ελλάδας στην Ολυμπιακή Επιτροπή για το 2004. Ο όρος «17 Νοέμβρη» σήμερα σημαίνει μόνο πως το κέντρο της Αθήνας θα είναι κλειστό εκείνη την ημέρα και πως όσοι κυκλοφορούν στην πόλη με αυτοκίνητο θα ζήσουν μια κόλαση.
 
Και έτσι εμείς, η γενιά της Χούντας, μείναμε μόνοι μας. Ακόμη κι ο πρωθυπουργός είναι επισήμως παιδί της μεταπολίτευσης, γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου του 1974, τέσσερις ημέρες μετά την πτώση της Χούντας.
 
Η Χούντα λοιπόν. Απ' ό,τι θυμάμαι, τη δεκαετία του 1990, η ιστορία αυτή είχε ξεφτίσει. Στις παρέες κανείς δεν ανέφερε τον «γύψο». Τότε μας απασχολούσαν άλλα: πώς θα πιάσουμε την καλή με τα νέα δεδομένα της Ευρώπης. Τη δεκαετία του 2000 το να αναφέρεις τη Χούντα ήταν απολύτως ντεμοντέ. Τότε το θέμα ήταν τα δάνεια. Πώς θα πάρουμε περισσότερα. Εκείνες τις δύο δεκαετίες ανδρωνόταν η λεγόμενη «απολιτίκ γενιά» – τα παιδιά της Χούντας και τα παιδιά της μεταπολίτευσης. Εμείς δηλαδή. Που μας ενδιέφερε μόνο η καλοπέρασή μας, όπως μας λέγαν οι παλιοί, οι ιδεολόγοι.
 
Και μετά ήρθε το μνημόνιο. Η «απολιτίκ γενιά» ήταν η πρώτη που στην αρχή αισθάνθηκε κάποιες ενοχές. Γρήγορα όμως φάνηκε πως το μεγάλο φαγοπότι που οδήγησε στην πτώχευση της χώρας το είχε οργανώσει και θεσμοθετήσει η περίφημη γενιά του Πολυτεχνείου, οι ιδεολόγοι. Και τότε αρχίσαμε να ακούμε κυρίως τους γέρους να λένε: «Ε, ρε Παπαδόπουλος που σας χρειάζεται!».
 
Αυτό το «σλογκανάκι» πολύ γρήγορα εξαπλώθηκε. Και άλλο τόσο γρήγορα μπήκε στη Βουλή η Χρυσή Αυγή. Εξίσου γρήγορα έγινε μότο στα social media το «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», μία φράση που όλα τα χρόνια της ζωής μου τη θυμάμαι ως μεγάλη ξεφτίλα. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Τη Χούντα, τα πατριωτικά και τα θρησκευτικά δεν τα επικαλούνται πλέον μόνο ραμολί – όπως συνηθιζόταν παλιότερα. Τα ραμολί ήθελαν πίσω και τον βασιλιά, αν θυμάστε. Η Χρυσή Αυγή έχει βασικά μεσήλικες, νέους και νεαρούς ψηφοφόρους.
 
Πώς λοιπόν μέσα σε πενήντα χρόνια ξαναγυρίσαμε πίσω; Ή για να το θέσω αλλιώς: τη Χούντα οι γονείς μας, που την έζησαν, τη μισούσαν τόσο πολύ; Ποιοι έκαναν αληθινή αντίσταση; Και γιατί αυτό το μάτσο, οι μίζεροι και γελοίοι στρατηλάτες, έμεινε επτά ολόκληρα χρόνια στην εξουσία; Και έπεσε μόνο χάρη στο Κυπριακό; Σε έναν πόλεμο, δηλαδή, εκτός συνόρων;
 
Τι έκανε η μάζα των Ελλήνων στη Χούντα; Στην Κατοχή ξέρουμε ότι έγινε μαζική αντίσταση. Τότε υπήρχαν οι δωσίλογοι, υπήρχαν οι μαυραγορίτες αλλά υπήρχαν και οι αντιστασιακοί. Στη Χούντα ποιοι υπήρχαν; Οι δωσίλογοι σίγουρα. Το ΕΑΜ όμως είχε ξεκληριστεί. Οι απόγονοί του ποιοι ήταν, η Μελίνα με τα θεατρικά δάκρυα στις συναυλίες της αυτοεξορίας;
 
Στην Μπουμπουλίνας έπεφτε ξύλο. Πόσο νοιάζονταν όμως γι’ αυτό τα γύρω νοικοκυριά; Τα στρατόπεδα στα νησιά ήταν γεμάτα. Τι έκανε όμως ο υπόλοιπος λαός, ο ελληνικός πληθυσμός, για τους εξόριστους; «Εμείς κοιτάζαμε τη δουλειά μας», λένε οι περισσότεροι σημερινοί εβδομηντάρηδες όταν τους ρωτάω «Εσύ τι έκανες στη Χούντα;». Και προσέξτε, δεν λένε «Εγώ», λένε «Εμείς». Εδώ υπάρχει ένα άλλοθι.
 
Στη Χούντα πολλοί έγιναν πλούσιοι. Όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και στην επαρχία, τόσο στις αγροτικές όσο και στις τουριστικές περιοχές. Στη Ρόδο, για παράδειγμα, απ’ όπου κατάγομαι, για τη Χούντα δεν έχω ακούσει και πολλά κακά πράγματα. Αντιθέτως, οι περισσότεροι, όλων των πολιτικών αποχρώσεων, λένε πως τότε χτίστηκαν τα περισσότερα τεράστια ξενοδοχεία. Οι άδειες έβγαιναν εν μία νυκτί και τα δάνεια ήταν ιλιγγιώδη για τους φίλους του καθεστώτος. Μαζί όμως με τους πλούσιους του νησιού, που έγιναν ξαφνικά πολυεκατομμυριούχοι, βολεύτηκαν εκείνα τα χρόνια και οι φτωχοί. Γέμισε ο τόπος ταβέρνες και κωλόμπαρα για τους τουρίστες. Και όλες οι άνεργες γυναίκες της φτωχολογιάς έγιναν καθαρίστριες στα ξενοδοχεία. Άρα η Χούντα στην κατεστραμμένη από τον πόλεμο και τον εμφύλιο επαρχία, που δεν είχε προλάβει τα σταθεί στα πόδια της, θεωρείται ότι έδωσε ψωμί.
 
Στις μεγαλουπόλεις τι γινόταν; Εδώ δεν μιλάνε πολύ. Πέφτει βουβαμάρα. «Εμείς κοιτάζαμε τη δουλειά μας». Και όταν ρωτάς για το κυνήγι στους δρόμους, για τις εφορμήσεις στα σπίτια, για τους μαλλιάδες που τους έσερναν στην Ασφάλεια, ακούς μέσα στη γενικότερη σύγχυση, που μοιάζει με κουβέντες μυαλών που έχουν φυράνει, τη λέξη «μπολσεβίκοι». Αυτή η λέξη είχε αρχίσει να ακούγεται έντονα από το 2012, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε φτάσει πολύ κοντά στην εξουσία.
 
Ένας φίλος μου συριζαίος, που υποστηρίζει το κόμμα σθεναρά ως ιδεολόγος, λέει πως τότε οι πλούσιοι έλεγαν «Κι αν βγει ο ΣΥΡΙΖΑ εμείς με ποιους θα κάνουμε δουλειές;». Ο ίδιος φίλος μου λέει πως βρήκαν γρήγορα με ποιους θα κάνουν δουλειές κι έτσι το 2015 το κόμμα πήρε την εξουσία. Πάλι οι «δουλειές».
 
«Δουλειές» και «δουλίτσες», για τους μεγάλους και τους μικρούς λοιπόν. Δουλειές σε όλες τις συνθήκες, σε όλα τα καθεστώτα. Μου φαίνεται πως τελικά αυτό είναι η Ελλάδα και το λέω χωρίς επιφυλάξεις. Τώρα που δεν είναι της μόδας να το παίζεις αριστερός, τώρα που το «Πολυτεχνείο» δεν είναι «μεταπτυχιακό» για business και πολιτική, όσοι έφτυσαν τα συκώτια τους στα βασανιστήρια της Χούντας, και θεωρούνταν ήρωες στα χρόνια της μεταπολίτευσης, έγιναν πλέον «μπολσεβίκοι».
 
Σήμερα έχουμε 2018. Ζούμε οκτώ χρόνια μνημονίου. Και σκέφτομαι: αν αύριο ακούγαμε εμβατήρια, εμείς οι άνεργοι, οι κακοπληρωμένοι, οι τρομοκρατημένοι από τον ΕΦΚΑ, τους φόρους, τις τράπεζες και τις εισπρακτικές εταιρείες τους, εμείς που έχουμε τη Μέρκελ από πάνω και τον Ερντογάν απέναντι, τι θα κάναμε; Θα το πω πιο συγκεκριμένα: Αν μια σημερινή Χούντα καταργούσε τα χαράτσια και μοίραζε δουλειές και δάνεια, όπως έκανε ο Παπαδόπουλος, πόσοι και ποιοι θα αντιστέκονταν; Εδώ υπάρχει μία απάντηση που μπορώ να φανταστώ: «Εγώ δεν θα έφτυνα τα συκώτια μου στα υπόγεια για να είναι ελεύθεροι οι τουιτεράδες να γράφουν ό,τι αμπελοφιλοσοφία τους καπνίσει». Αυτή η απάντηση εμπεριέχει τη λέξη «Εγώ». Το «Εμείς», το άλλοθι των παλιότερων, έχει καταργηθεί. 
 
Πηγή: www.athensvoice.gr

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.