Κωνσταντινος Φιλης «Μεσομακροπροθεσμα η Ελλαδα εχει να φοβαται τη διαθεση της γειτονικης χωρας για ειρηνη, αλλα με τους δικους της ορους»

«Ο Ερντογάν διακατέχεται από ανασφαλή αυτοπεποίθηση»

O Δρ. Κωνσταντίνος Φίλης, Διεθνολόγος και διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων έρχεται σήμερα στην Κομοτηνή, με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του με τίτλο  «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν», που διοργανώνεται στις 19:30 το απόγευμα στην Λέσχη Κομοτηναίων, από το βιβλιοχαρτοπωλείο Δημοκρίτειο και τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος.
 
Πρόκειται για δεύτερη επικαιροποιημένη έκδοση του βιβλίου, που κυκλοφορεί μέσα σε 3 μόλις μήνες από την αρχική έκδοση και  περιλαμβάνει τις τελευταίες εξελίξεις τόσο στο πεδίο της οικονομίας -που αναδεικνύεται σε κρίσιμη παράμετρο των εξελίξεων- όσο και στο αντίστοιχο της εξωτερικής πολιτικής, όπως η κατάληψη της Αφρίν, οι σχέσεις με τη Δύση και τα γεγονότα σε Αιγαίο και Κυπριακή ΑΟΖ.
 
Το βιβλίο Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν αποτελεί το πλέον ενημερωμένο και σύντομο δοκίμιο που φωτίζει πτυχές της νέας ταυτότητας της ερντογανικής Τουρκίας, αλλά και τις επιπτώσεις που επιφέρει ο σταδιακός μετασχηματισμός της χώρας στο εσωτερικό της, στην εξωτερική πολιτική της και στις σχέσεις της με την Ελλάδα, για τις οποίες ο συγγραφέας μίλησε στο «Ράδιο Παρατηρητής 94fm» και την εκπομπή «Με το Ν και με το Β».
 
Ο λόγος στον ίδιο…
 
ΠΤΘ: Σε τι συνίσταται η Ερντογανική Τουρκία σήμερα;
Κ. Φ.:
Η Ερντογανική Τουρκία σήμερα στην πραγματικότητα είναι μία διαφορετική  χώρα ως προς αυτήν την οποία παρέλαβε ο κ. Ερντογάν το 2002, υπό την έννοια ότι από το 1923- όταν και γεννήθηκε η νεότερη Τουρκική δημοκρατία-  μέχρι το 2002 με ελάχιστες εξαιρέσεις, το Κεμαλικό, το κοσμικό πρότυπο ήταν αυτό που είχε επικρατήσει. Ένα πρότυπο που είχε να κάνει με την προσπάθεια της Τουρκίας να ρίξει γέφυρες προς τη Δύση, να αποποιηθεί στην πραγματικότητα την ανατολική της ταυτότητα, παρότι οι Κεμαλιστές ήταν ένα πάρα πολύ σκληρό και εξίσου αυταρχικό καθεστώς με αυτό του Ερντογάν, με διάφορους παρακρατικούς μηχανισμούς  που λειτουργούσαν προκειμένου να διασφαλίσουν ότι το στρατιωτικό κατεστημένο θα μπορεί να κυριαρχεί στην πολιτική ζωή της χώρας. Η διαφορά με το καθεστώς Ερντογάν είναι ότι ο Τούρκος πρόεδρος έφερε στην επιφάνεια μία πλατιά μάζα της Τουρκίας  που βρισκόταν στο κοινωνικό και οικονομικό περιθώριο, στα χρόνια των Κεμαλιστών. Μία πλειοψηφία που τυγχάνει να είναι η βαθιά θρησκευόμενη Τουρκία. Στην πραγματικότητα ο Ερντογάν έχει προσδώσει στην Τουρκία μία ταυτότητα. Δεν έχουμε πλέον εκκοσμικευμένη χώρα η οποία προσπαθεί να κάνει βήματα προσέλκυσης τουλάχιστον μία στρατηγικής θεσμικής σύνδεσης, μέσω του ΝΑΤΟ και άλλων θεσμών, με τη Δύση,  αλλά έχουμε μία χώρα η οποία κοιτά πολύ περισσότερο στην Ανατολή. Μία χώρα που θεωρεί ότι πρέπει να προτάξει την ταυτότητα του κληρονόμου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και  η οποία στο επίκεντρό της, έχει την θρησκεία. Όλο αυτό έχει διαμορφώσει μία νέα φυσιογνωμία για την γείτονα, μία φυσιογνωμία, η οποία επηρεάζει αυτονόητα και την εξωτερική της πολιτική, τη σχέση της με τις άλλες δυνάμεις, όπως είναι η Δύση, η Ρωσία, αλλά και η χώρα μας. 

«Στρατηγική προτεραιότητα της Άγκυρας να αποτρέψει την δημιουργία μίας οιονεί κρατικής οντότητας  των Κούρδων της Συρίας, στα πρότυπα της αντίστοιχης του Ιράκ» 

ΠΤΘ: Αναφέρατε σε πρόσφατο άρθρο σας σε σχέση με τις Διεθνείς σχέσεις της Τουρκίας, ότι επιθυμεί να παίξει ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ. Σε  τι προσδοκά τελικά;
Κ. Φ.:
Η Τουρκία αυτή τη στιγμή ακολουθεί μία πολιτική στην κόψη του ξυραφιού. Μία πολιτική όπου πατά ουσιαστικά σε δύο βάρκες, ειδικά στο ζήτημα του Συριακού, όπου γνωρίζει ότι δεν μπορεί να ελέγξει τις εξελίξεις προς όφελός της ούτε  μπορεί να τρέψει τυχόν δυσμενείς εξελίξεις σε βάρος της. Άρα προσπαθεί μέσα από τακτικές συμμαχίες και τακτικισμούς να διατηρήσει κάποια από τα κεκτημένα και κυρίως να αποτρέψει – και αυτό είναι η στρατηγική προτεραιότητα της Άγκυρας – πάση θυσία τη δημιουργία μίας οιονεί κρατικής οντότητας   των Κούρδων της Συρίας, στα πρότυπα της αντίστοιχης του Ιράκ. Αυτός είναι ο στρατηγικός στόχος της Τουρκίας και προκειμένου να το πετύχει προσπαθεί να ελιχτεί με διαφόρους τρόπους. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι επειδή πατά σε δύο βάρκες, στην πραγματικότητα προσπαθεί να προσεγγίσει και έχει προσεγγίσει τόσο τη Ρωσία και το Ιράν, δημιουργώντας έναν άξονα που στηρίζει το καθεστώς Άσαντ, όσο και τις ΗΠΑ οι όποιες είναι η χώρα με τα μεγαλύτερα ερείσματα στους Κούρδους της Συρίας και βεβαίως συνομιλεί  με καθεστωτικούς και τους στηρίζει. Αυτή η πολιτική μπορεί κάποια στιγμή να πάψει να αποδίδει καρπούς και η Τουρκία να χρειαστεί να κληθεί να επιλέξει στρατόπεδο. Αν δηλαδή ενταθούν οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας η Τουρκία ενδεχομένως να κληθεί να επιλέξει με ποια από τις δύο συμμαχίες θα ταχθεί. Δεν ξέρω ποιο είναι το πιο πιθανό σενάριο από την άλλη όμως δεν θεωρώ και πολύ πιθανό το σενάριο η Τουρκία να καταφέρει να αναπτύξει έναν ρόλο διαμεσολαβητή, διότι οι ΗΠΑ δεν εμπιστεύονται τη σημερινή Τουρκία και αντίστοιχα η Ρωσία δεν θα ήθελε κάποιον τρίτο παράγοντα να διαμεσολαβήσει αλλά θα προτιμούσε να το κάνει η ίδια απευθείας. Πολύ περισσότερο λαμβάνοντας υπόψη ότι οι σχέσεις αυτή τη στιγμή της Ρωσίας και των ΗΠΑ είναι σε πάρα πολύ κακό επίπεδο. 

«Η Ελλάδα θα πρέπει να αναθεωρήσει την πολιτική της, έχοντας υπόψη πως το καλύτερο σενάριο των Ευρωτουρκικών σχέσεων είναι μία ειδική σχέση βασισμένη σε πολύ συγκεκριμένα κοινά συμφέροντα» 

ΠΤΘ: Την ίδια ώρα βλέπουμε πως απομακρύνεται και ο ίδιος ο κ. Ερντογάν δεν επιθυμεί την Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Με την Ευρωπαϊκή Ένωση να επηρεάζεται και να μην μένει αμέτοχη στην προκλητική της συμπεριφορά. Ποια η άποψή σας;
Κ. Φ.:
Ασφαλώς η Ευρωτουρκική σχέση επηρεάζει και τη χώρα μας. Η Ελλάδα πολύ σωστά επένδυσε από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90, με αποκορύφωμα το Ελσίνκι το 1999, στην προσέγγιση Τουρκίας – Ευρωπαϊκής Ένωσης  με την προσδοκία ότι όσο η Τουρκία ερχόταν πιο κοντά στους θεσμούς και τις αξίες της Ε.Ε., η θεσμική αυτή εμβάθυνση θα μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ και της χώρας μας. Αυτή όμως η πολιτική άρχισε να χάνει τη δυναμική της εκ των πραγμάτων εδώ και κάποια χρόνια και σήμερα όλοι καταλαβαίνουμε ότι δεν μπορεί και δεν θέλει η Τουρκία να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τα όσα λέγονται. Παράλληλα  η μεγάλη πλειονότητα των κρατών της Ε.Ε. δεν επιθυμούν να δουν την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή οικογένεια. Άρα λοιπόν αυτό που πρέπει κανείς να δει είναι πώς μπορεί η Ελλάδα να αναθεωρήσει την πολιτική της, έχοντας υπόψη πως το καλύτερο σενάριο των Ευρωτουρκικών σχέσεων είναι μία ειδική σχέση και όχι κάτι περισσότερο από αυτό. Μία σχέση που θα βασιστεί σε πολύ συγκεκριμένα κοινά συμφέροντα, μεταξύ των δύο πλευρών, η οποία όμως κρύβει κινδύνους για την Ελλάδα, διότι εφόσον δεν υπάρχει η σοβαρή προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση μεγάλες χώρες, όπως είναι η Γερμανία,  θα μπορούν να προβαίνουν σε διμερείς διευθετήσεις απευθείας με την Άγκυρα, αφήνοντάς τες εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου. Γεγονός που σημαίνει ότι η Άγκυρα θα αισθάνεται πολύ μικρότερη δέσμευση και ακόμα μικρότερη πίεση, να έχει μία υπεύθυνη πολιτική, απέναντι στην Ε.Ε. και ειδικότερα στην Ελλάδα και την Κύπρο που είναι τα σύνορα αυτής σε σχέση με την Τουρκία και την ευρύτερη περιοχή. 

«Η Τουρκία θεωρεί πως προκειμένου να αποφύγουμε έναν πόλεμο, στην πραγματικότητα θα  συρθούμε σε μία διαπραγμάτευση» 

ΠΤΘ: Η Ελλάδα έχει κάτι να φοβάται από την Τουρκία δεδομένου ότι από τις εκλογές του Ιουνίου ο κ.Ερντογάν πρόκειται να βγει, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις και τις αναλύσεις, πιο ισχυρός από ποτέ; Όχι ως προς την έννοια του θερμού επεισοδίου αλλά ως προς την γενικότερη πολιτική όξυνσης των σχέσεων των δύο χωρών που μπορεί να ακολουθηθεί.
Κ.Φ.:
Ο Ερντογάν πράγματι εφόσον επανεκλεγεί στον προεδρικό θώκο, μετά τις εκλογές της 24ης Ιουνίου, θα είναι ένας πανίσχυρος, παντοδύναμος πολιτικός, ένας πρόεδρος που θα μπορεί πέραν της εκτελεστικής εξουσίας, να ασκεί και νομοθετική και βεβαίως θα μπορεί ένα μεγάλο μέρος της δικαστικής, όπως ήδη πράττει. Συνεπώς θα έχουμε απέναντί μας μία Τουρκία θεσμικά τουλάχιστον διαφορετική από αυτή που είχαμε γνωρίσει τα προηγούμενα χρόνια. Έτσι και αλλιώς άλλαξε το πολίτευμα, δηλαδή από προεδρευόμενη γίνεται προεδρική δημοκρατία και εν συνεχεία η συνταγματική αναθεώρηση που θα επισφραγιστεί στις 24 Ιουνίου θα καταστήσει τον Ερντογάν πανίσχυρο. Συμφωνώ ότι δεν έχουμε να φοβόμαστε αυτή τη στιγμή ένα θερμό επεισόδιο, ωστόσο κανένας δεν μπορεί να αποκλείσει το ατύχημα που μπορεί να οδηγήσει σε μία θερμή κατάσταση. Μεσομακροπρόθεσμα ωστόσο αυτό που η Ελλάδα έχει να φοβάται σε σχέση με την Τουρκία, είναι αυτή η διάθεση της γειτονικής χώρας είναι να έχει μεν μία ειρήνη μαζί μας, αλλά μία ειρήνη με τους δικούς της όρους. Και μάλιστα αυτοί οι όροι παραπέμπουν σε «Φινλανδοποίηση» δηλαδή ουσιαστικά η Τουρκία θέλει να υπάρχει μία ειρήνη μεταξύ των δύο πλευρών η οποία όμως θα αναγκάζει την Ελλάδα, ως την μικρότερη εκ των δύο δυνάμεων, δημογραφικά, οικονομικά, γεωπολιτικά- όπως η Τουρκία θεωρεί ότι θα είμαστε- να είναι ιδιαίτερα δεκτική απέναντι σε αξιώσεις του «μεγάλου» γείτονα και συνεπώς να ορίζουμε την συμπεριφορά μας ανάλογα με τις αξιώσεις αυτές. Άρα λοιπόν προκειμένου να αποφύγουμε έναν πόλεμο, στην πραγματικότητα να συρθούμε σε μία διαπραγμάτευση, να δεχτούμε την αλλαγή του status quo όπως έχει αυτή τη στιγμή. Να δώσουμε δηλαδή στην Τουρκία τη δυνατότητα να έχει τον δικό της ζωτικό χώρο, να αναπνέει γεωπολιτικά μία χώρα με τεράστια ενδοχώρα όπως η Τουρκία – γιατί ο Ερντογάν θεωρεί ότι δεν μπορεί να περιοριστεί στα υφιστάμενα θαλάσσια σύνορα μέρος των οποίων είναι έτσι και αλλιώς απροσδιόριστο – και επομένως να αλλάξει την υφιστάμενη κατάσταση. Ο τρόπος για να το κάνει αυτό  είναι μία συνεχής φθορά της Ελλάδος, σε στρατιωτικό και οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, η οποία επιχειρείται τα τελευταία δυόμιση, τρία χρόνια από την Τουρκία και η οποία πολύ φοβάμαι ότι θα έχει συνέπειες. 

«Η οικονομία θα πρέπει να είναι το πρώτο που θα έχει κατά νου ο Τούρκος πρόεδρος, γιατί δίχως ισχυρή οικονομία η Τουρκία δεν θα μπορεί να στηρίξει τις γεωπολιτικές της αξιώσεις» 

ΠΤΘ: Τελικά ο Ερντογάν είναι ένας μεγάλος σύγχρονος ηγέτης, σε ό,τι αφορά τα συμφέροντα της Τουρκίας;
Κ.Φ.:
Ο Ερντογάν είναι ένας αδιαμφισβήτητος ηγέτης, μία τεράστια πολιτική προσωπικότητα, ο οποίος ξεκίνησε πολύ διαφορετικά από ό,τι κινείται σήμερα. Ξεκίνησε ως ένας μετριοπαθής, μεταρρυθμιστής, ηγέτης του πολιτικού Ισλάμ που θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο και για ανάλογες ηγεσίες στα μουσουλμανικά και αραβικά κράτη. Αυτή τη στιγμή διακατέχεται από έναν δεσποτισμό, μία αυτοπεποίθηση αλλά και από μία ανασφάλεια. Κάτι που έχω προσδιορίσει σε παλαιότερες δημόσιες τοποθετήσεις μου ως ανασφαλής αυτοπεποίθηση. Και ακριβώς επειδή κινείται στην κόψη του ξυραφιού κανένας δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι η Τουρκία που θα παραδώσει ο Ερντογάν, θα είναι μία Τουρκία καλύτερη από αυτή που παρέλαβε, χειρότερη ή στην ίδια κατάσταση.  Ο Ερντογάν παρέλαβε μία Τουρκία σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση, κατάφερε να αναστήσει την οικονομία της χώρας, να προσδώσει αναπτυξιακές προοπτικές, σήμερα όμως η οικονομία είναι ένα από τα μεγάλα αγκάθια στα πλευρά του Ερντογάν που δύσκολα θα μπορέσει να αφαιρέσει. Είναι μία οικονομία που ναι μεν έχει δυναμική , όπως και η δημογραφία της χώρας με νεανικό πληθυσμό, από την άλλη όμως είναι μία χώρα με διαρθρωτικές αδυναμίες πολύ σημαντικές που δεν αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά από το καθεστώς Ερντογάν. Και επειδή πολλές φορές η αποσάθρωση ενός μοντέλου προκύπτει από την οικονομία και από την  πορεία αυτής, αυτό θα πρέπει να είναι το πρώτο που θα έχει κατά νου ο Τούρκος πρόεδρος, γιατί δίχως ισχυρή οικονομία η Τουρκία δεν θα μπορεί να στηρίξει τις γεωπολιτικές της αξιώσεις. Εκτίμηση δεν μπορούμε να κάνουμε, αλλά αυτό που  μπορούμε να πούμε είναι ότι έχει διαμορφώσει τις συνθήκες για να κάνει την Τουρκία ισχυρή σε διάφορα επίπεδα. Ωστόσο από την άλλη υπάρχουν πάρα πολλές πιθανότητες αυτό να μην του βγει, ως σχέδιο και να υποχρεωθεί να κάνει διαχείριση ζημιάς όπως συμβαίνει εν πολλοίς στην μεσανατολική του πολιτική. Να προσπαθεί να περιορίσει τις απώλειες, αντί να κάνει τη διαχείριση του οφέλους της πολιτικής που ακολουθεί.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.