Η Αλωση της Πολης δια χειρος Θαναση Μουσοπουλου

Με σελίδες από το βιβλίο της Τατιάνας Σταύρου «Εάλω η Πόλις» και τέσσερα, συνολικά, δικά του ποιήματα, ο φιλόλογος και συγγραφέας Θανάσης Μουσόπουλος αναθυμάται και τιμά την ημέρα που χάθηκε η Πόλη, στις 29 Μαϊου 1453, μία ημέρα-τομή στην ελληνική ιστορία

Α) «ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ», ΤΗΣ ΤΑΤΙΑΝΑΣ ΣΤΑΥΡΟΥ 

(1899 Κωνσταντινούπολη – 1990 Αθήνα)
 
Εισαγωγή-Επιμέλεια: Θανάσης Μουσόπουλος*
 
[«Σελίδες Ημερολογίου», θα μπορούσε να ονομαστεί η μικρή αυτή εργασία που επεθύμησε να φέρει στην επιφάνεια της μνήμης τα περιστατικά της πολιορκίας του 1453. Γιατί το τρομαχτικό αυτό γεγονός δε θάφτηκε ποτέ τελειωτικά. Μήτε και έπαυσε ποτέ κατά πολλούς τρόπους και με μύριες αφορμές να επηρεάζει ακόμη τη μοίρα του Ελληνισμού.
 
Οι δοκιμασίες που προηγήθηκαν της πολιορκίας και προϊδεάζουν για την τύχη που περιμένει τους τελευταίους προμάχους του Σταυρού στην πρώτη χριστιανική πρωτεύουσα της Οικουμένης είναι πολλές. Άρχισαν πολύ πριν από την επίσημη έναρξη της πολεμικής ημερομηνίας. Αποτελούν έτσι μιαν άλλη σελίδα στην τραγική ιστορία του τέλους. Παρ' όλα αυτά όμως η αρχή, η αποφράς εκείνη 6 Απριλίου, αφήνει κάποιαν ελπίδα ελπίδας να θαμποφέγγει. Μονάχα όταν τα μερόνυχτα διπλώνουν και ο αποκλεισμός της Πόλης-Κράτος ολοκληρώνεται, τότε το αληθινό πρόσωπο της τραγωδίας παίρνει το σχήμα του. Τότε και το δράμα ανεβαίνει στις κορυφές του υψηλού πάθους.
 
Αυτές τις ύστατες 29 ημέρες του Μαΐου όπου η ένταση φτάνει στο άωτον θέλησε η συγγραφεύς να αναστήσει με όσο γίνεται περισσότερη ιστορική μέριμνα, σεβασμό και πίστη. «Σωφρόνως και ευσεβώς και δικαίως» όπως ταιριάζει στα φοβερά πάθη των Βυζαντινών μαρτύρων και ηρώων.
 
Αν την αφιερώνει στον Μεγαλομάρτυρα βασιλέα τους είναι γιατί πιστεύει ότι με τη θυσία τον γεφυρώνει ένα ιστορικό χάσμα τεσσάρων αιώνων. Στην εποχή του βρίσκονται οι ρίζες της τωρινής μας ύπαρξης καταπώς διαμορφώθηκε στους χρόνους της εξουθένωσής μας.
 
Μέσα στο ζοφερό ύπνο της δουλείας, λαμπάδα ορθή, η μορφή του η αποπνευματωμένη, παρηγορούσε, εμψύχωνε και οδηγούσε προς την Ανάσταση. Έγινε θρύλος, έγινε παραμύθι, τραγούδι έγινε μα και δεν έπαυσε ποτέ να συντροφεύει το ορφανεμένο Γένος με την απόκοσμη παρουσία του.
 
Μαρμαρωμένος και ζωντανός, νικημένος και νικητής του θανάτου ντύθηκε όλες τις όψεις που του έδωσε η λαϊκή φαντασία. Ανταποκρίθηκε σε όλες τις λαχτάρες της ψυχής ενός χιλιοβασανισμένου λαού και δεν τον αποχωρίστηκε ως την κάποια δικαίωσή του].Θ.Μ.                            
 
Ο  ακάνθινος στέφανος πού φόρεσε —6 του Γενάρη 1449 σ' ένα μελαγχολικό εκκλησάκι του Μυστρά ανήμερα τα Θεοφάνεια— το τέταρτο τέκνο του Αυτοκράτορα κυρ Μανουήλ Παλαιολόγου, χαράζει τον κύκλο του στο βασιλικό μέτωπο.  Η Μεγάλη Εβδομάς των Παθών —πενηντατρία μερόνυχτα— κύλισε μέσα στην εγκατάλειψη και την οδύνη. Την ανηφορική οδό του Γολγοθά, ο Εκλεκτός της Μοίρας, την ανέβηκε συντροφεμένος από λαό ολόκληρο, όμως κανένας Σίμων Κυρηναίος δε βρέθηκε ίνα άρει τον Σταυρόν αυτού.
 
Τώρα δεν απομένει πλέον παρά η τελειωτική Σταύρωση. Και να βρεθεί ο ταιριαστός τόπος. Του Κρανίου ο τόπος. Μα και τούτος είναι έτοιμος. Τον έχει εκλέξει ο ίδιος από την πρώτη στιγμή, όταν έστηνε την Αυτοκρατορική σκηνή του «εις το σπουδαιότατον εκείνο σημείον της μεγίστης τιμής και του μεγίστου κινδύνου». Στην Πύλη του Άγιου Ρωμανού.
 
Η ολονύκτια αγωνία και το «Παρελθέτω» του όρους των Έλαιών έληξαν χτες τα μεσάνυχτα, όταν ο κολασμένος κλοιός από μυριάδες, πυρκαϊές γύρω στην πολιτεία έσβησε. Όταν οι βλαστήμιες, οι χλευασμοί τα ουρλιάσματα, το πετροβόλημα κόπασαν και η γαλήνη φορτωμένη υποψίες και τρόμους διαδέχτηκε τη μανία.
 
Τότε ο μάρτυρας με τον ακάνθινο στέφανο στο πλατύ μέτωπο έκαμε για μια ακόμη φορά τη μοναχική του περιοδεία στα τείχη της Θεοφύλακτης.
 
Με σύντροφο τον παλιό γραμματικό, κίνησε να μεταδώσει το θάρρος και την ελπίδα στους άντρες της φρουράς «Προς το φυλάττειν αγρύπνως».

Είτανε Τρίτη, δύο ώρες πριν να φέξει, 29 Μαΐου 1453.
 
Το πρώτο κύμα —πενήντα χιλιάδες κορμιά— ρίχτηκε από την πιο ψηλή γωνία του τριγώνου, το παλιό παλάτι του Πορφυρογέννητου ίσαμε κάτω την κατηφοριά, στην κοιλάδα του Λύκου. Οι μπασιμπουζούκοι που αρχίζουν την έφοδο κουβαλούνε μαζί τους χιλιάδες σκάλες, εξόν τα τόξα, τα βέλη, τις σφεντόνες, τους μπαλτάδες και τα μακριά δόρατα. Προχωρούν με βήμα σιγανό στην αρχή και όταν φτάνουνε πια σε απόσταση βολής κόβουνε την προέλαση και η μάχη αρχίζει. Βροχή τα βέλη κι' από τις δυο μεριές, οι λίθοι, τ' ακόντια. Χωριστά οι μολυβένιες σφαίρες από τα τουφέκια και τα μικρά πετροβόλα που ανέβασαν στις επάλξεις οι πολιορκημένοι. Μάζα πηχτή οι επιτιθέμενοι πήδησαν και πέρασαν το κατεστραμμένο χαντάκι, όσο να ανοιγοκλείσει μάτι, χιλιάδες σκάλες στήθηκαν κι' επάνω λαχανιασμένοι, τσαλαπατημένοι βάλθηκαν να σκαρφαλώνουν οι άτακτοι του Καρατζάμπεη. Μα οι σκάλες γκρεμίζονται φορτωμένες κορμιά. Κοτρώνια, πέτρες πέφτουνε από πάνω και καταπλακώνουν τους γκρεμισμένους.
 
Τότε άλλοι έρχονται και τολμούν με καινούρια μανία όμως και τούτοι σκοτώνονται χωρίς ελπίδα γλιτωμού από πουθενά. Όποιος πισωπατήσει δειλιασμένος συναντάει το βούρδουλα και τα καμουτσιά των τσαούσηδων πού τον ξαναστέλνουν στο θάνατο. Κι' αν κανένας ξεφύγει παραπίσω, τότε γυμνά γιαταγάνια γεννιτσάρων τον θερίζουνε αδίσταχτα. Όπως κι' αν κάνουν ο χαμός τους είναι σίγουρος γιατί απέναντί τους μπροστά βρίσκονται τα εκλεκτά στρατεύματα της φρουράς του Αυτοκράτορα και οι άτρομοι άνδρες του στρατηγού Ιουστινιάνη. Δίχως ν' ανασάνουν οι θωρακισμένοι μαχητές τούτοι, γερμένοι στις επάλξεις, χτυπούν ίσα πάνω στο συρφετό. Αναποδογυρίζονται οι σκάλες, όσο που το πρώτο κύμα της εφόδου καταπονιέται. Όμως οι ανελέητοι μπέηδες τους ξαναστέλνουν «ανοικτιμόνως» κι' έτσι καταφέρνουν να φτάσουν κι' ως την κορφή του τείχους ακόμη για μια στιγμή.
 
Ο Αυτοκράτορας πρώτος μάχεται έξω από την πύλη του Ρωμανού έχοντας το άνθος του Βυζαντίου μαζί του. Εκεί και οι άντρες του αφοβοτάτου, του «μεγάθυμου» στρατηγού Ιωάννη Ιουστινιάνη κατακόβουνε τους κομπαστές, τους αλαζόνες γεννιτσάρους που  τολμούνε να πατήσουν το ιερό χώμα της Βασιλεύουσας.
 
Ο Παλαιολόγος παίρνει θάρρος. Λίγο ακόμη φωνάζει, λίγο ακόμη και νικούμε τη φορά αυτή όπως τις άλλες. Για το Χριστό μας! για την ελπίδα και χαράν πάντων Ελλήνων. Για την Αιωνίαν Νομήν που προσφέρει στην ψυχήν η θρησκεία των πατέρων μας, πολεμήστε ανδρείοι!
 
 Σ' εκείνη την κρίσιμη στιγμή καθώς ο ήλιος ψήλωνε οι μπασιμπουζουκοι του Καρατζά ανακαλύπττουνε υπόγειο μικρό, κάποιο παραπόρτι, ξεχασμένο ανοιχτό. Είναι η Κερκόπορτα. Παρέκει ο Ιουστινιάνης πληγώνεται από πετροβόλο στο στήθος. Το αίμα τρέχει, λυγίζει ο ατρόμητος αρχηγός και οι άνδρες του τον παίρνουν σηκωτό και φεύγουν. Φεύγουν κι' αυτοί μαζί του γιατί δεν το αντέχουν άλλο, γιατί δε δέχονται να πολεμήσουν δίχως τον αρχηγό τους. Ο βασιλιάς τρέχει, παρακαλεί. Πού πάς: ρωτά στον πληγωμένο, κι' εκείνος με την ψυχή τσακισμένη από τον πόνο άπαντα: —Πηγαίνω εκεί πού ο Θεός οδηγεί τους Τούρκους . . . 
 
Η μοίρα έγραψε το τέλος της χιλιόχρονης πρωτεύουσας. Τίποτε δεν είναι μπορετό πλέον να ξεγράψει το μαύρο ριζικό της. Αν δεν είχε ξεχαστεί ανοιχτή, εκείνη η μικρή, παραχωμένη πορτίτσα, αν δεν είχε πληγωθεί θανάσιμα ο λαμπρός υπερασπιστής! Κι' αν οι άντρες του δεν είχανε ακολουθήσει την υποχώρηση του μπορεί και η τρίτη έφοδος να κερδιζόταν. Ο Σουλτάνος από αντίπερα δε θα μάτιαζε την ανησυχία, το τείχος δε θα απόμενε έρημο, γυμνό και τότε δε θα άρπαζε την ευκαιρία ο δαίμων να βγάλει εκείνη τη φοβερή κραβγή και να χιμήσει εμπρός με τ’άλογό του. Όλα θα’ ταν διαφορετικά. Η μέρα θα έκλεινε με αποτυχία για τον υπερόπτη νεανία. Την άλλη, την παράλληλη, όσο να ξαναετοιμαστεί και να μαζέψει το νικημένο στρατό του μπορεί τα τριάντα πλοία που έστελνε επί τέλους, η φθονερά Βενετία να φθάνανε. Και με τούτα ν’ άλλαζε η κατάσταση. Τόσον καιρό περίμεναν να πέσει ο άνεμος, ο ενάντιος, κι' αργοπορούσαν υπομονετικά κι' αδιάφορα στη Χίο. Και δεν ήρθαν στην ώρα τους.
 
Τώρα πλέον, ό Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, που φόρεσε το στέμμα τέσσερα χρόνια πριν στο θλιβερό ανηφορικό Μυστρά, πολεμάει εχθρό χειρότερο από τον Μωάμεθ. Πολεμάει τη μοίρα που ξέγραψε από τα κατάστιχα της ζωής το ένδοξο Βυζάντιο. «Και ουκ ην συνδρομής και βοηθείας ελπίς ουδεμία» όταν αυτή εναντιώνεται.
Κι' ομως δεν υποχωρεί, χύνεται μπρος, εμψυχώνει, φωνάζει, κατακόφτει τους εχτρούς που ορμούν από το γκρεμισμένο τείχος, καταρράχτης ασταμάτητος. Στη μάταιη πάλη του με το Πεπρωμένο τον παραστέκουν οι μεγιστάνες, οι συγγενείς, όλο το άχρηστο πλέον αρχοντολόϊ του Βυζαντίου. Σαν τον αητό πέφτει και ξεσχίζει ο ξάδερφος Φραγκίσκος του Τολέδου. Ο Ιωάννης ο Δαλμάτης ρίχνεται μέσα στη μάζα, ασυλλόγιστα, τυφλά, περιφρονώντας το θάνατο που θερίζει. Ο σοφός Θεόφιλος Παλαιολόγος ξεφωνά με απόγνωση: Πιο καλά το’ χω να πεθάνω παρά να ζω! Και πεθαίνει πολεμώντας. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός χάνεται μέσα στη δίνη που τον κλωθογυρίζει και τον ποδοπατά.
 
Γύρω στα κάστρα, στις επάλξεις, τα φρούρια κατεβαίνει ο δικέφαλος των Παλαιολόγων κι' ανεβαίνει στη θέση του η ματωμένη σημαία του εχτρού.
Μια κραβγή φρικτή αντηχεί πέρα ως πέρα και παγώνει τον αέρα : Εάλω η Πόλις! Εάλω η Π ό λ ι ς!
 
Τότε ο Κωνσταντίνος ο ΙΑ'  ξεπεζεύει και με το σπαθί γυμνό και την ασπίδα υψωμένη ρίχνεται να σταματήσει το καταραμένο πλήθος που βιάζεται να κυριέψει την «Βασιλείαν» του. Ο ακάνθινος στέφανος, σφίγγει στο μέτωπο ενωμένος με τη σάρκα αχώριστος. Ούτε τα δόρατα, ούτε οι σπάθες, τα γυριστά γιαταγάνια, η λύσσα των ορδών που δρασκελούν το προτείχισμα και συντρίβουν τους νεκρούς και τους πληγωμένους δεν είναι ικανές να τον αποσπάσουν. Θα μείνει εκεί εις την αιωνιότητα.
 
Ο τελευταίος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου πέφτει ανάμεσα στο μέγα πλήθος των μαχητών που έδωσαν τη ζωή αυτοπροαιρέτως για να υπερασπίσουν την  περικαλλή πατρίδα και την  Πίστη εις Εκείνον που υπόσχεται  Ν ο μ ή ν  της ψυχής αιωνίαν.
 
«Ην δε πάσα η ζωή του αοιδίμου εν βασιλεύσι και γαληνότατου και μάρτυρος τούτου χρόνοι τεσσαράκοντα εννέα και μήνες τρεις και ημέραι είκοσι». 

Β) Στην Άλωση της Πόλης, τιμή ποιητική 

Τα ποιήματα είναι μια φωνή – μια τιμή για την ιστορία του ανθρώπου πάνω στη γη. Οι ποιητές με τα λόγια τα ρυθμικά χορεύουν γύρω από τη φλόγα της αιώνιας ειρήνης.

Όπως γράφω στο Βλέμμα Ηρώων (1983/1999)

Τιμή σε σένα Ελλάδα,
Ορθοί που πέφτουν οι νεκροί σου,
Ορμώντας απ’ την καρδιά βαθιά,
Να σκορπίσουν κομμάτια ήλιο στο διάστημα
(Από τη συλλογή «Δρόμοι Ελλήνων», 2005)

Με την ευκαιρία της επετείου της 29 Μαΐου 1453 κάποια (τρία) ποιήματά μου που έμμεσα ή άμεσα συνδέονται με το πολυσήμαντο τούτο γεγονός της ιστορίας μας.

(Ι). ΟΙΑΚΙΣΜΟΙ, 1990

Ένα φύλλο ξερό
κρατημένο με μίσχο δακρυσμένο
το χειμώνα
η Ελληνική Ιστορία
*
Κάθε μέρα να γιορτάζουμε την Ελληνική Ιστορία
Γιατί είναι ιστορία ανθρώπων, καθημερινών.
*
Κάθε στιγμή στιγματίζουν την Ελληνική Ιστορία
Κάθε ώρα ωραιολογούν, ωραιοποιούν.
                  Κάθε χρόνο χρονίζουν τις εμμονές τους.  
 *
           Κάθε στιγμή, η Ιστορία της Ελλάδας, εμμένει. 

(ΙΙ). ΔΡΟΜΟΙ ΕΛΛΗΝΩΝ, 2005

Στη γειτονιά του Αίμου – ποιητική σύνθεση
(απόσπασμα)

Τα χρόνια τότε τα παλιά, πάν’ εξακόσια τόσα,
λαός καινούριος φάνηκε, Οθωμανούς τους λέγαν
χυμήξαν μέσα στα χωριά, ρημάξαν τις ραχούλες
στήνουν με όπλα και σπαθιά καινούρια βιλαέτια,
αφέντες γίναν στανικά στους πρόποδες του Αίμου,
στου Νέστου τα τρεχάματα, στους Έβρου τα μπαΐρια
καρφώσαν δίκοπο σπαθί και βία στην καρδιά μου. 

(ΙΙΙ). ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΜΕ ΣΤΙΧΟΥΣ ΣΕ ΚΗΠΟΥΣ ΜΑΓΙΚΟΥΣ, 2014

Ανακρέων (570 – 485 π.Χ.)
«Μες στο αφρισμένο κύμα κολυμπάω»

Στην ίδια θάλασσα
Κολύμπησε ο Όμηρος,
Στην ίδια ο Πλάτωνας και ο Σωκράτης,
Στην ίδια θάλασσα και ο Κωνσταντίνος
Και ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος,
Ποιητές και Φιλόσοφοι,
Άρχοντες και αμαρτωλοί.
Χιλιάδες χρόνια πετάς το κορμί στο Αιγαίο
Κι αυτό σ' αγκαλιάζει,
Ότι σε γνωρίζει παιδιόθεν.
Στίχοι και ρήματα
Μαζί με τα κύματα
Ανασκουμπώνονται
Και παίζουν…

Η επέτειος της Άλωσης της Πόλης είναι μια ευκαιρία για ενδοσκόπηση και αυτοκριτική. Ειλικρινής, βεβαίως…
 

*Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι ποιητής και συγγραφέας.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.