Εκπαιδευτικες πολιτικες και αριστοτελικη «φρονησις»: Μια δοκιμη αναζωογονησης του ερωτηματος για το θεμελιο της εκπαιδευτικης πολιτικης

Ο όρος «εκπαιδευτικές πολιτικές», μετάφραση στα ελληνικά του βιβλιογραφικά κυρίαρχου αγγλόφωνου όρου «education policies»,παραπέμπει σε μεθόδους διαχείρισης των εκπαιδευτικών πραγμάτων και στις διαφορετικές ιδεολογικές προσεγγίσεις τους. Στην πράξη μάλιστα διαπιστώνεται ότι εκείνο που ενδιαφέρει πρωτίστως στην αυταρχική, διαχειριστική και αμιγώς διοικητική  προσέγγιση  της εκπαιδευτικής πολιτικής είναι η άσκηση εξουσίας για την άμεση εφαρμογή μεταρρυθμίσεων (που πρέπει να εμφανίζονται ως καινοτόμες και αναγκαίες) και η δημιουργία το συντομότερο δυνατόν εντυπώσεων για την ικανοποίηση της κοινής γνώμης, χωρίς να ενδιαφέρει όμως η παραγωγή  αξιολογημένων ποιοτικά και αριθμητικά εκπαιδευτικών αγαθών και αποτελεσμάτων. Ωστόσο,  αυτό που φαίνεται να ενδιαφέρει ακόμη λιγότερο τόσο τους τεχνοκράτες της εκπαίδευσης όσο και τους διαχειριστές των εκπαιδευτικών πολιτικών είναι ο στοχασμός πάνω στο θεμέλιο της εκπαιδευτικής πολιτικής.  Ο πληθυντικός αριθμός «πολιτικές» δείχνει βέβαια να σέβεται τη θεμελιώδη αρχή της δημοκρατίας, την πολυφωνία, ωστόσο αφήνεται να λησμονηθεί η θεμελιώδης έννοια της συνυφασμένης με την ηθική πολιτικής, που πρέπει να είναι ανθρωπιστική, δημοκρατική και παιδευτική, δηλαδή ελληνική στον αρχετυπικό πυρήνα της.

«Policy is political», που σημαίνει ότι οι εκπαιδευτικές πολιτικές δεν έχουν να κάνουν με μια μηχανική εφαρμογή κρατικών κανονιστικών διατάξεων, αλλά είναι πρωτίστως ζήτημα πολιτικό, αφορούν δηλαδή στους αγώνες για τη νοηματοδότηση της δημοκρατίας, τη νομιμοποίηση της εξουσίας και της κουλτούρας και επίσης αφορούν όχι μόνο εκείνους που σχεδιάζουν αυτές τις πολιτικές «εκεί ψηλά», αλλά και εκείνους που καλούνται να τις εφαρμόσουν «εδώ κάτω» μέσα στις σχολικές τάξεις. Αν λοιπόν οι εκπαιδευτικές πολιτικές είναι ζήτημα κατεξοχήν πολιτικό, θα μπορούσαμε να ωφεληθούμε αν επιχειρούσαμε να προσεγγίσουμε το θεμέλιο της εκπαιδευτικής πολιτικής στοχαστικά, όχι στενά τεχνοκρατικά, ενεργοποιώντας την αριστοτελική έννοια της φρόνησης για τον έλεγχο και την κατάδειξη των δυο διαχρονικών αστοχιών των ελληνικών εκπαιδευτικών πολιτικών, του ελλείμματος της ορθής σκέψης/διαβούλευσης και της ακύρωσης της πείρας των εκπαιδευτικών.

Η αναζωογόνηση του ερωτήματος για το θεμέλιο της εκπαιδευτικής πολιτικής με οδηγό την πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη μπορεί να στρέψει το βλέμμα μας σ’ αυτό που πρέπει να είναι σήμερα το ζητούμενο για την εκπαίδευση και για την κοινωνία μας (ελληνική και ευρωπαϊκή), κι αυτό δεν είναι άλλο από την αρετή  του πολίτη, η οποία ως αίτημα εξακολουθεί να λανθάνει πίσω από τον ευρέως διαδεδομένο μοντέρνο όρο «πολιτειότητα» (citizenship). Και εδώ ο  θεσμικός ρόλος των στελεχών της εκπαίδευσης τόσο στον σχεδιασμό όσο και στην υλοποίηση της εκπαιδευτικής πολιτικής, αλλά και η συμβολή τους σε όλη τη διαδικασία ανατροφοδότησης, είναι κομβικής σημασίας.


Ι. Οι αστοχίες  (ἁμαρτίες) των ελληνικών εκπαιδευτικών πολιτικών υπό το πρίσμα της αριστοτελικής φρονήσεως
Ακολουθώντας μια σχηματική ανασκόπηση της ελληνικής εκπαιδευτικής πολιτικής στη διαχρονία της θα λέγαμε ότι σήμερα, μετά το Μάαστριχτ (1992) και τη Στρατηγική της Λισαβόνας (2000), διανύουμε την τέταρτη περίοδο, κατά την οποία η ελληνική εκπαιδευτική πολιτική καλείται σε σύγκλιση με την εκπαιδευτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θέτει ως στόχο της (σύμφωνα με τη Στρατηγική της Λισσαβόνας του 2000) να γίνει η Ευρώπη «η ανταγωνιστικότερη και δυνατότερη οικονομία της γνώσης για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και με μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή». Σ’ αυτήν την περιοδολόγηση που ακολουθούμε εδώ ως τρίτη ορίζουμε την περίοδο της Μεταπολίτευσης (1976 έως το 1992), ως δεύτερη την περίοδο 1909 έως 1974 (περίοδος διελκυστίνδας ανάμεσα στην παραδοσιακή και τη συγχρονιστική αντίληψητου εκπαιδευτικού δημοτικισμού του Αλέξανδρου Δελμούζου και του δημιουργικού ιστορισμού του Δημήτριου Γληνού) και ως πρώτη την περίοδο 1834-1908 (περίοδος κυριαρχίας της παραδοσιακής αντίληψης του άκρατου παρελθοντικού προσανατολισμού σπουδών).  Ωστόσο, αυτό που μας έχει κληροδοτηθεί ήδη από τη δημοσίευση το 1834 του πρώτου εκπαιδευτικού νόμου του ελληνικού κράτους και εξακολουθεί να υφίσταται  μέχρι σήμερα είναι ένα συγκεντρωτικό εκπαιδευτικό σύστημα που κυριαρχείται από μια στενά διοικητική αντίληψη και ενδιαφέρεται για την εξωτερική πλευρά, την πρόσοψη του εκπαιδευτικού οικοδομήματος,  παραβλέποντας την εσωτερική πλευρά του, τι γίνεται δηλαδή μέσα στη σχολική τάξη.
 
Σ’  αυτή την εσωτερική πλευρά του εκπαιδευτικού συστήματος, με ισχυρή την παιδαγωγική του διάσταση, αναφέρεται ο κυρίαρχος στις μέρες μας, τόσο στην επιστημονική βιβλιογραφία όσο και στα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών (ΑΠΣ) και στις υπουργικές εγκυκλίους, όρος πολιτειότητα, είτε ρητά  διατυπωμένος είτε υπόρρητα εννοούμενος στην περιγραφή των σκοπών της δημόσιας εκπαίδευσης. Στο πρώτο άρθρο, για παράδειγμα,  του νόμου για το νέο Λύκειο (ν. 4186/2013), το οποίο βρίσκεται ακόμη σε ισχύ παρά τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις μέχρι σήμερα του νόμου (τελευταία τροποποίηση με τον ν. 4532/2018),  αναφέρονται ανάμεσα στους σκοπούς του «η ανάπτυξη κριτικής σκέψης, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της διαφορετικότητας και της πολιτισμικής ετερότητας στο πλαίσιο της πολυπολιτισμικής κοινωνίας, η καλλιέργεια της εθνικής, θρησκευτικής και πολιτισμικής μας κληρονομιάς αλλά και η προετοιμασία των νέων για την κοινωνία των ευρωπαίων πολιτών, η ενδυνάμωση των αξιών της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης και η διαμόρφωση συνείδησης ενεργού πολίτη».

Με δεδομένο λοιπόν ότι η πολιτειότητα αποτελεί διακηρυγμένο σκοπό της ελληνικής εκπαιδευτικής πολιτικής στη δευτεροβάθμια (και πρωτοβάθμια) εκπαίδευση και θεωρώντας λανθάνουσα την παρουσία  σ’ αυτόν τον όρο της έννοιας της αρετής του πολίτη, ας επιχειρήσουμε έλεγχο του θεμελίου αυτής τούτης της εκπαιδευτικής πολιτικής, έχοντας ως λυδία λίθο την  αριστοτελική έννοια της φρόνησης, αφού πρώτα αναφερθούμε σχηματικά στο περιεχόμενό της, όπως αυτό  αναπτύσσεται κυρίως στο Ζ΄ βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων (ΗΝ)[1]. Πρόθεσή μας είναι να αναζωογονήσουμε το ερώτημα για το θεμέλιο της εκπαιδευτικής πολιτικής στην αυγή του 21ου αιώνα, ελέγχοντας με αυτόν τον τρόπο τις διαχρονικές αστοχίες των ελληνικών εκπαιδευτικών πολιτικών.

Η αριστοτελική φρόνησις (πρακτική σοφία) είναι μία από τις πέντε διανοητικές αρετές (έξεις) με τις οποίες η ψυχή πετυχαίνει την αλήθεια με την κατάφαση και την άρνηση. Οι άλλες τέσσερις είναι η τέχνη, η επιστήμη (επιστημονική γνώση), η σοφία (φιλοσοφική σοφία) και η νόηση (διανοητική ικανότητα). Διαφέρει όμως η φρόνηση από τις άλλες τέσσερις στο μέτρο που αυτή η αρετή όχι απλώς βρίσκεται σε συμφωνία με τον ορθό λόγο, αλλά είναι αυτός τούτος ο ορθός λόγος, με τον οποίον συμφωνούν οι άλλες αρετές. Χωρίς τη φρόνηση δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν οι άλλες αρετές. Αυτή είναι η αξιωματική διατύπωση του Αριστοτέλη. Δεν μπορεί να είναι κανείς αγαθός χωρίς τη φρόνηση. Ούτε όμως φρόνιμος χωρίς την (ηθική) αρετή.

Η φρόνηση είναι διανοητική αρετή, έχει να κάνει με το λογικό μέρος της ψυχής και  αφορά στην ορθή σκέψη σε σχέση με κάποιον σημαντικό σκοπό. Καλλιεργείται μέσω της παιδείας και ισχυροποιείται με τον χρόνο, καθώς με τα χρόνια αυξάνει και η εμπειρία του ανθρώπου. Φρόνιμος είναι αυτός που έχει την ικανότητα να σκέφτεται σωστά (βουλευτικός) για πράγματα που υπόκεινται σε αλλαγή και τα οποία δεν είναι αντικείμενο κάποιας τέχνης ούτε κάποιας επιστήμης (ΗΝ 1140a30-35). Η φρόνηση δεν είναι απλά και μόνο μια έλλογη έξη (διανοητική αρετή), όπως η επιστήμη και η τέχνη. Γι’ αυτό και δεν περιπίπτει ποτέ σε λήθη. Ενώ η επιστήμη και η τέχνη μπορούν να λησμονηθούν, η φρόνηση, για όποιον την κατέχει, δεν λησμονιέται (HN 1140b20-32).

Η φρόνηση είναι  αρετή πρακτική κι όχι θεωρητική ούτε κατασκευαστική. Σχετίζεται άμεσα με τη συλλογιστική διαδικασία, τη διαβούλευση και τη λήψη αποφάσεων (βούλευσις). Η φρόνηση είναι κατεξοχήν (ηθική) πράξη (πρᾶξις), δηλαδή σωστή σκέψη και απόφαση, και σ’  αυτό διαφέρει από την έλλογη κατασκευαστική έξη (ποίησις). Η αρχή της κατασκευαστικής έξης (ποίησις) βρίσκεται στον κατασκευαστή κι όχι στο παραγόμενο προϊόν. Της (ηθικής) πράξης όμως η αρχή βρίσκεται στην ελεύθερη επιλογή και προτίμηση (προαίρεσις) του πράττοντος, εκείνου δηλαδή που πρόκειται να πάρει μια απόφαση και να προχωρήσει σε δράση, ενώ ο σκοπός της (τέλος) βρίσκεται στην ίδια την πράξη και αυτός δεν είναι άλλος από τη σωστή πράξη (εὐπραξία, ΗΝ 1140a1-20).  Η φρόνηση λοιπόν είναι μια έλλογη έξη (διανοητική αρετή), αληθινή , πρακτική των ανθρώπινων αγαθών (HN 1140a20-22).

Κι ενώ η σοφία (η φιλοσοφική σοφία) είναι η γνώση των καθολικών αρχών και είναι  πάντοτε η ίδια, η φρόνηση (η πρακτική σοφία) είναι τώρα αυτό και ύστερα το άλλο, γιατί ο φρόνιμος, ο άνθρωπος που σκέφτεται σωστά και αποφασίζει να πράξει αυτό κι όχι εκείνο, είναι γενικά αυτός που με οδηγό του τους κανόνες της λογικής βάζει ως στόχο του το καλύτερο για τον άνθρωπο από όσα μπορούν να επιτευχθούν με τις πράξεις. Και μάλιστα η φρόνηση, υποστηρίζει ο Αριστοτέλης, δεν έχει αντικείμενό της μόνο το καθολικό (τὰ καθόλου), αλλά πρέπει να γνωρίζει και τα επιμέρους (τὰ καθ’ ἕκαστα), αφού έχει να κάνει με τις (ηθικές) πράξεις, και αυτές έχουν να κάνουν με επιμέρους περιπτώσεις. Για τη φρόνηση μετράει η πείρα, αν όχι περισσότερο, τουλάχιστον εξίσου με τη γνώση των καθολικών αρχών. Πιο επιδέξιοι στην (ηθική) πράξη είναι οι έμπειροι (οἱ ἔμπειροι) κι όχι τόσο οι γνώστες των καθολικών αρχών, αποφαίνεται ο Σταγειρίτης (HN 1141b10-18).

Η φρόνηση, διαφορετικά από την επιστημονική γνώση (ἐπιστήμη) η οποία αυτό που μελετά είναι αντικείμενο απόδειξης, έχει ως αντικείμενό της το έσχατο επιμέρους, με το οποίο ασχολείται η αντίληψη (ἡ αἴσθησις) κι όχι η επιστήμη (ΗΝ 1142a25-30). Οι κρίσεις και οι γνώμες  των έμπειρων, των ηλικιωμένων και των φρόνιμων είναι άξιες προσοχής, ακόμη κι αν είναι αναπόδεικτες, γιατί, όπως υποστηρίζει ο Αριστοτέλης, έχουν και οι τρεις αποκτήσει μέσω της εμπειρίας ένα μάτι (τὸ τῆς  ἐμπειρίας ὄμμα) με το οποίο βλέπουν τα πράγματα σωστά (HN 1143b11-14).

Η ορθή σκέψη/διαβούλευση (εὐβουλία) είναι ένα είδος ορθότητας της διανοητικής ενέργειας που έχει άμεση σχέση με τη φρόνηση μόνο στην περίπτωση που η επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων γίνεται με τα σωστά μέσα. Η φρόνηση συλλαμβάνει εκείνα τα πράγματα που είναι χρήσιμα για την επίτευξη του σκοπού με τον τρόπο όμως που πρέπει (ΗΝ 1144a8-9). Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα στην περίπτωση της αριστοτελικής φρόνησης. Πράγματι, η φρόνηση επιτυγχάνει στην επίτευξη του σκοπού με την επιλογή των κατάλληλων μέσων, χάρη στην εξυπνάδα, την επιδεξιότητα του φρόνιμου, τη δεινότητά του. Αυτήν την επιδεξιότητα (δεινότητα) όμως μπορεί να τη διαθέτει όχι μόνο ο φρόνιμος αλλά και ο πανούργος. Μόνο όμως ο ενάρετος (ἀγαθός) μπορεί να δει καθαρά και να επιλέξει σωστά, γιατί μόνο αυτός διαθέτει και μπορεί να ενεργοποιήσει χάρη στην (ηθική) αρετή το μάτι της ψυχής (τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα, ΗΝ 1144a27-32). Αδύνατον για τον Αριστοτέλη να είναι κανείς φρόνιμος χωρίς να είναι αγαθός. Γιατί η (ηθική) αρετή καθορίζει τον σκοπό (τέλος), ενώ η φρόνηση μας κατευθύνει σε εκείνες τις πράξεις που μας οδηγούν στην πραγμάτωση του σκοπού.

Η αριστοτελική φρόνηση δεν είναι απλά και μόνον μορφή σκέψης με πρακτικό χαρακτήρα (βουλεύεσθαι, βούλευσις), αλλά ορθή σκέψη/διαβούλευση (εὐβουλία) στη διερεύνηση των χρήσιμων για την επίτευξη του σκοπού πραγμάτων, εμπεριέχει αξιολογική κρίση και είναι επιτακτική, δηλαδή έχει κανονιστικό κι όχι εργαλειακό χαρακτήρα, ορίζει τι πρέπει και τι δεν πρέπει να γίνει,  κι έτσι κινητοποιεί σε δράση (1143a8-9).

Έχοντας λοιπόν ως λυδία λίθο την αριστοτελική φρόνηση για την εξέταση των εξαγγελλόμενων και εφαρμοζόμενων εκπαιδευτικών πολιτικών στην Ελλάδα, παρατηρούμε δύο αστοχίες σε θεμελιώδη ζητήματα, κατά τη γνώμη μας, ἁμαρτίες κατά την αριστοτελική ορολογία, που υπονομεύουν το όποιο μεταρρυθμιστικό εγχείρημα.
 

Αστοχία 1η των ελληνικών εκπαιδευτικών πολιτικών: Το έλλειμμα της ορθής σκέψης/διαβούλευσης.
Η αριστοτελική φρόνησις είναι κατεξοχήν βουλευτική, προϋποθέτει δηλαδή την ορθή σκέψη/διαβούλευση (εὐβουλία). Η ορθή σκέψη στοχεύει στην επίτευξη ενός αγαθού, αυτό όμως πρέπει να γίνεται μόνο με τα σωστά μέσα. Γιατί δεν είναι σωστή σκέψη εκείνη με την οποία πετυχαίνει κανείς αυτό που πρέπει, όχι όμως με τα σωστά μέσα αλλά με λαθεμένους συλλογισμούς, υποστηρίζει ο Αριστοτέλης (ΗΝ 1142b24-26). Δυστυχώς σχεδόν όλες οι εκπαιδευτικές πολιτικές στην Ελλάδα, ακόμη κι αυτές που στοχεύουν σ’ αυτό που πρέπει και είναι αναγκαίο,  σχεδιάζονται, εξαγγέλλονται και εφαρμόζονται χωρίς να έχει προηγηθεί ορθή σκέψη/διαβούλευση του Υπουργείου και του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής με όλους τους εμπλεκόμενους στην εκπαιδευτική διαδικασία, και πρωτίστως με τους ίδιους τους διδάσκοντες.
Προτάσεις του Υπουργείου και του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) θα έπρεπε να γίνονται αντικείμενο διαβούλευσης στη βάση των εκπαιδευτικών της τάξης, αλλά και το αντίστροφο, σ’ αυτούς που σχεδιάζουν την εκπαιδευτική πολιτική πρέπει να φτάνουν οι προτάσεις των εκπαιδευτικών της τάξης, οι οποίοι λόγω εμπειρίας έχουν πολύ καλή γνώση των ιδιαιτεροτήτων του κάθε σχολείου, των μαθητών του και της τοπικής κοινωνίας, έχουν δηλαδή γνώση όχι μόνο θεωρητική των ανωτάτων εννοιών(των πρώτων όρων)αλλά και των εσχάτων επιμέρους. Από την εμπειρία της σχολικής τάξης, από τα επιμέρους (ἐκ τῶν καθ’ ἕκαστα), θα έλεγε ο Αριστοτέλης,  φτάνουμε στα γενικά/καθολικά (τὰ καθόλου). Σ’ αυτό βοηθάει η αντίληψη, που την έχουν μόνο όσοι εκπαιδευτικοίέχουν σχέση με τον πραγματικό κόσμο της καθημερινής εμπειρίας μέσα στην τάξη. (γιατί στα γενικά/καθολικά φτάνουμε ξεκινώντας από τα επιμέρους.  αυτά λοιπόν τα επιμέρους πρέπει να γίνονται αντιληπτά: αυτή η αντίληψη είναι ο νους, ΗΝ 1143b4-6).
 
Αστοχία 2η των ελληνικών εκπαιδευτικών πολιτικώνΗ περιφρόνηση και η ακύρωση της πείρας των διδασκόντων.
Δεν υπάρχει φρόνηση, κατά τον Αριστοτέλη,  χωρίς τη γνώση των εσχάτων επιμέρους. Η πολυετής πείρα των εκπαιδευτικών της τάξης δεν μπορεί να ακυρώνεται με τον σχεδιασμό και την εφαρμογή της εκπαιδευτικής πολιτικής από την εκάστοτε κυβέρνηση, αλλά θα πρέπει να τη συνδιαμορφώνει. Η θεωρία της εκπαιδευτικής πολιτικής και η εμπειρία των εκπαιδευτικών πρέπει να συμπορεύονται όταν σχεδιάζονται και εφαρμόζονται εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Γιατί, όταν η επιδίωξη ενός εκπαιδευτικού αγαθού γίνεται με λαθεμένα μέσα, τότε και αυτό το ίδιο το αγαθό φθείρεται και η αρχική επιθυμία υποστέλλεται και ο μεταρρυθμιστικός ενθουσιασμός ματαιώνεται. Και όπως διαβεβαιώνει ο Αριστοτέλης, καμία ορθή επιλογή (προαίρεσις, βούλευσις) δεν είναι εφικτή, αν δεν συμπορεύεται η ορθή σκέψη (λόγος ἀληθής) με την ορθή επιθυμία (ὄρεξις ὀρθή, ΗΝ 1139a23-25). Οι λαθεμένοι συλλογισμοί, οι αστοχίες στη μεθόδευση της διαβούλευσης σε ό,τι αφορά τα εκπαιδευτικά μας πράγματα, αποθαρρύνουν και απομακρύνουν τελικά από την αρετή του πολίτη, το ύψιστο αγαθό που πρέπει να είναι και το ζητούμενο εκείνης της εκπαιδευτικής πολιτικής που θέλει να είναι ανθρωπιστική όχι μόνο στις διακηρύξεις αλλά και  στην ουσία της.
Ήδη από τα χρόνια του Αριστοτέλη γίνεται λόγος για τη σύγχυση που επικρατεί στα εκπαιδευτικά πράγματα λόγω των αντιφάσεων στη σκοποθεσία και στη μεθόδευση πραγμάτωσης των εκπαιδευτικών αγαθών (Αριστοτέλης, Πολιτικά, Θ2, 1-4). Ο Αριστοτέλης όμως, εισηγούμενος τη μεσότητα και τη σύγκλιση θεωρίας, επιστήμης και εμπειρίας, βλέπει ως μοναδική έξοδο από τη σύγχυση τη θεμελίωση της εκπαιδευτικής πολιτικής στην αρετή του πολίτη και στον ορθό λόγο, ο οποίος ταυτίζεται με τη φρόνηση και πόρρω απέχει από τον τεχνοκρατικό εργαλειακό  ορθολογισμό εξαγγελλόμενων και βραχύβιων στην εφαρμογή τους εκπαιδευτικών πολιτικών.
 
Εν κατακλείδι, η αναζωογόνηση του ερωτήματος για το θεμέλιο της εκπαιδευτικής πολιτικής αποτελεί προϋπόθεση για να στοχαστούμε με όρους ηθικοπολιτικούς κι όχι στενά τεχνοκρατικούς και διοικητικούς-διαχειριστικούς την εκπαίδευση που έχουμε ανάγκη σήμερα.  Νομιμοποιούμαστε για αυτό το εγχείρημα, γιατί το ζητούμενο είναι ο επαναπροσδιορισμός της αρετής του ενεργού πολίτη στις σύγχρονες δημοκρατικές πολυπολιτισμικές κοινωνίες,  σύμφωνα με τον επιδιωκόμενο σκοπό ανάπτυξης της πολιτειότητας, που αναφέρεται σε θεσμικά κείμενα της ελληνικής και της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής. Η αριστοτελική φρόνηση, ελέγχοντας τις δύο αστοχίες των ελληνικών εκπαιδευτικών πολιτικών, το έλλειμμα της διαβούλευσης και την ακύρωση της πείρας των εκπαιδευτικών,  μας καλεί να σκεφτούμε πρωταρχικά (δηλαδή θεμελιωδώς ελληνικά) τρόπους για να ανακτήσει η εκπαίδευση τον ανθρωπιστικό της προσανατολισμό, δίνοντας το προβάδισμα στην (ηθική)  πράξη (ορθή διαβούλευση και υπεύθυνη απόφαση) έναντι τεχνοκρατικών διαχειριστικών και διοικητικών πρακτικών.
 

Ο Δημήτρης Βλάχος είναι Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων Ροδόπης

 

[1] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, εισαγωγή μετάφραση σχόλια Δημήτριος Λυπουρλής, τόμος 2ος , εκδ. Ζήτρος, 2006, σσ. 132-215.

Το παρόν αποτελεί διασκευή δημοσιευμένου άρθρου στα Πρακτικά του 2ου Πανελληνίου Συνεδρίου (Μάρτιος 2015) της Πανελλήνιας Ένωσης Σχολικών Συμβούλων.
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.