Μια λαθος αποφαση

[με την ελπίδα να λείψουν οι αφορμές]

Το διεθνές συνέδριο εξαιρετικά πετυχημένο. Ποιος το περίμενε στη μικρή, επαρχιακή πόλη όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα να διεξάγονται επιστημονικές συναντήσεις τόσο υψηλού επιπέδου! Εγώ πάντως σίγουρα όχι. Η αλήθεια είναι ότι το ακριβώς αντίθετο περίμενα. Γι’ αυτό και όταν έλαβα την πρόσκληση για να μιλήσω, και μάλιστα ως κεντρικός ομιλητής, σε συνέδριο με θέμα «Γραμματισμός και εκπαίδευση: η κατάσταση στην Ελλάδα», που διοργάνωνε το νεοσύστατο Πανεπιστημιακό Τμήμα της γενέτειράς μου, το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό ήταν να αρνηθώ ευγενικά. Ή και να μην απαντήσω καν. Εξάλλου, ήταν τόσο βαρύ το πρόγραμμά μου για τους επόμενους μήνες που δύσκολα θα χωρούσε άλλο ένα συνέδριο. Στη μακρινή Ελλάδα. Στην ακριτική πόλη μου. Αν και η κτητική ιδιότητα της αντωνυμίας «μου» είναι εδώ και χρόνια αμφιλεγόμενη. Ανενεργή. Δε βαριέσαι! Όπου γης και πατρίς. Χρόνια ολόκληρα στις Η.Π.Α., στην αρχή για ολοκλήρωση της διδακτορικής μου διατριβής στην Καλιφόρνια, και τώρα ως διδάσκων στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου του St. Louis. Brain drain. Κι εγώ, όπως τόσοι άλλοι. Μια χαρά όμως τα κατάφερα. Πετυχημένη καριέρα, ευτυχισμένος γάμος με μια συνάδελφο από το ιστορικό Τμήμα, κι ένας πανέξυπνος πεντάχρονος γιος να ρωτά τις πιο ασυνάρτητες, μα και τις πιο υπέροχες απορίες του κόσμου. Ίσως μια από τις απορίες αυτές να με έκαναν να πάρω την απόφαση να απαντήσω τελικά θετικά στην πρόσκληση: «Εσύ, μπαμπά, πού μεγάλωσες; Ή μήπως ήσουν πάντα μεγάλος;»
 
Οκτώβριος, ο καιρός βροχερός κι η υγρασία της επαρχιακής πόλης ανυπόφορη. Όπως τη θυμόμουν. Δηλαδή, όχι ακριβώς «θυμόμουν». Η αίσθηση που έχω δεν πηγάζει από το μυαλό ή την ανάμνηση. Είναι μια μνήμη σωματική, περισσότερο. Γιατί εδώ και χρόνια, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, οι αναμνήσεις της εφηβείας μου σταματούν ανεξήγητα σε μια συγκεκριμένη ηλικία. Μετά ένα κενό. Θολές, συγκεχυμένες εικόνες και τίποτε άλλο. Παρόλο που στον επιστημονικό χώρο φημίζομαι μεταξύ των συναδέλφων για τη διαύγεια του μυαλού μου. Παιχνίδια του νου, ποιος ξέρει; Απλά αποδέχτηκα το γεγονός και συνέχισα. Ούτως ή άλλως, ήμουν απόλυτα ευτυχισμένος με τη ζωή μου στο παρόν, ενώ το μέλλον προδιαγραφόταν ευοίωνο σε κάθε τομέα.

Απόγευμα της τελευταίας ημέρας του συμποσίου, αποφάσισα να κάνω τη χάρη στον εαυτό μου και να τον απαλλάξω από τις τελευταίες εισηγήσεις της απογευματινής συνεδρίας. Μια βόλτα στην πόλη ήταν ό,τι έπρεπε, πριν βρεθούμε όλοι οι σύνεδροι για το επίσημο δείπνο που θα παρέθετε ο Δήμος προς τιμήν μας. Κάποιος από την οργανωτική επιτροπή μου ψιθύρισε «εμπιστευτικά» ότι ο Δήμαρχος θα έκανε ιδιαίτερη μνεία σε μένα, κατά τον χαιρετισμό του. «Ένας δημότης μας, που μας κάνει περήφανους στο εξωτερικό.» Ελπίζω να κρατηθώ και να μην μειδιάσω ειρωνικά. Γιατί πιστεύω ακράδαντα το «ουδείς προφήτης στον τόπο του». Δεν μετάνιωσα στιγμή που έφυγα ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω μου.   
 
Η χθεσινή εισήγησή μου εντυπωσιακή, κατά κοινή ομολογία. «Ανοίγει καινούργιους δρόμους στην προσέγγιση της εκπαίδευσης στη χώρα μας!». Καινούργιους δρόμους. Για την Ελλάδα, ίσως. Για μια χώρα όπου επιτυχία θεωρείται ακόμη το να πάρει κανείς «καλούς» βαθμούς στο σχολείο και να γράψει «καλά» στις εξετάσεις. Και να περάσει σε μια από τις «καλές» Σχολές. Σε μια χώρα δηλαδή όπου το «καλός καγαθός», το αξεδιάλυτο ιδεώδες της αρχαιότητάς της, κατακερματίστηκε βάναυσα. Η αγαθότης πουθενά πια ως στόχος. Αλλά και η έννοια του «καλός» στρεβλώθηκε ολοκληρωτικά. Ένας επιφανειακά, εξωτερικά «καλός», χωρίς ουσιαστική καλοσύνη. Κι η «καλή» εκπαίδευση, για τα ελληνικά δεδομένα, κοντόφθαλμη κι εξίσου επιδερμική: ακαδημαϊκοί στόχοι, σώρευση επιστημονικών πληροφοριών, εξετασιοκεντρικό σύστημα, άγχος και πίεση στους μαθητές. Έμφαση στον ακαδημαϊκό και στον ψηφιακό, τα τελευταία χρόνια, γραμματισμό. Πουθενά, όμως, χώρος να ανθήσει η χαρά της γνώσης, η αγάπη προς το σχολείο, τη μάθηση, τους εκπαιδευτικούς, τους συμμαθητές. Καμιά φροντίδα για τον κριτικό γραμματισμό. Για συναισθηματικό γραμματισμό ούτε λόγος. Δεν είναι τυχαίο το φαινόμενο της «πυράς των βιβλίων» στα ελληνικά σχολεία στο τέλος της χρονιάς. Της τελετουργικής καύσης που ξορκίζει σε μια στιγμή ώρες ατέλειωτες μαθητικής δυστυχίας. Καθόλου τυχαίο και το μουντζούρωμα των σχολικών εγχειριδίων, η αναγραφή συνθημάτων στις σελίδες τους ή των γκράφιτι στους σχολικούς τοίχους: ο μαθητής αναζητά απεγνωσμένα έναν χώρο για να κάνει αισθητή τη μοναδική ατομικότητά του στο σχολικό περιβάλλον. Σε έναν χώρο ομοιογένειας και απαλοιφής της προσωπικότητας, όπως τον βιώνει. Επιχειρεί να αρθρώσει τον δικό του λόγο, αντιστεκόμενος στον αδηφάγο και ηγεμονικό λόγο των «άλλων», εκπαιδευτικών, σχολικών εγχειριδίων, κ.λπ. Διεκδικεί μερίδιο εξουσίας σε έναν χώρο που, ενώ φτιάχτηκε γι’ αυτόν, του είναι απόλυτα ξένος. Προχωρά έτσι σε διαδικασίες «οικείωσης» του περιβάλλοντος και των μέσων του, υλικών και συμβολικών, διαδικασίες, οι οποίες λαμβάνουν τελικά τη μορφή «καταπάτησης», βανδαλισμού και καταστροφής. Το περιβάλλον όμως αντιστέκεται σθεναρά. Διαθέτει ισχυρά μέσα άμυνας: τιμωρίες, ποινές, απαξίωση κ.ο.κ.  Φαύλος κύκλος. Όλα αυτά τα έθιξα στην εισήγησή μου. Τα αναφέρω και σε αρκετές δημοσιεύσεις μου. Αλλά στην Ελλάδα, όπως φαίνεται, η παράδοση, θεσμική και κυρίως εθιμοτυπική, καλά κρατεί.
 
Κοντεύει εννιά και έχει ήδη σκοτεινιάσει για τα καλά. Η κίνηση στους δρόμους λιγοστεύει, ενώ μια ψιλή βροχή προσθέτει στο σκηνικό ένα αίσθημα θλίψης και μελαγχολίας. Μια βροχή που αντί να ξεπλένει, αφήνει μιαν επίστρωση βρόμικου γκρίζου, που ξεθωριάζει τα χρώματα του επαρχιακού αστικού τοπίου. Βαδίζω τυχαία στους δρόμους, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο προορισμό. Τα βασικά σημεία της πόλης τα θυμάμαι αρκετά καλά. Η πλατεία με τις καφετέριες. Η Ερμού και το εμπορικό κέντρο. Το πάρκο. Ο δρόμος όπου γίνονταν οι μαθητικές παρελάσεις. Τι παράδοση κι αυτή! Θυμάμαι στην τρίτη Γυμνασίου να παρελαύνω ως σημαιοφόρος. Οκτώβριος και τότε. Από τις τελευταίες ξεκάθαρες αναμνήσεις από την εφηβεία μου. Μακάρι όμως να μην την είχα. Οδυνηρή εμπειρία. Ψιλόβροχο και τότε, αλλά συνδυασμένο με δυνατό αέρα. Με το ζόρι κρατούσα όρθια τη σημαία. Αγύμναστος και καχεκτικός, σχεδόν παραπατούσα –ούτε λόγος να ακολουθήσω τον σωστό βηματισμό. Πρέπει να ήμουν αστείο θέαμα, κάποια πνιχτά γέλια τα άκουγα καθαρά, μαζί με τα λιγοστά τυπικά χειροκροτήματα του κόσμου. Καθώς πλησίαζα σε μια στροφή του δρόμου, όπου ήταν συγκεντρωμένη μια παρέα συμμαθητών μου, τα γέλια δυνάμωναν και συνοδεύονταν από κοροϊδευτικές κινήσεις και χειρονομίες. Ήξερα καλά ποιοι ήταν. Και δυστυχώς με ήξεραν κι αυτοί. Και με ακολουθούσαν σαν ένα μόνιμο γκρίζο σύννεφο πάνω από το κεφάλι μου. Ένα σύννεφο που μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο μαύρο, ξεσπούσε σε καταιγίδες, με στροβίλιζε σαν άθυρμα, με μούσκευε μέχρι το κόκκαλο. Κρύωνα. Φοβόμουν. Μα οι άλλοι γύρω μου ζούσαν στη λιακάδα τους. Δεν έβλεπαν. Ίσως και να μην μπορούσαν να δουν. Ή να μην ήθελαν.
 
Τα γέλια δυνάμωναν όσο πλησίαζα στη στροφή. Τα υπόλοιπα έγιναν μέσα σε μια στιγμή. Κάτι πετάχτηκε στο δρόμο, κάτι πάτησα και γλίστρησα, και βρέθηκα ξαπλωμένος στο υγρό οδόστρωμα, ανυπεράσπιστος μα σκεπασμένος από το ένδοξο σύμβολο του έθνους. Δεν θυμάμαι τι έγινε μετά. Πώς βρέθηκα στο σπίτι. Το μόνο που θυμάμαι είναι να είμαι μόνος μου στο δωμάτιο το ίδιο βράδυ. Οι γονείς μου έλειπαν. Εγώ ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Δεν μπορούσα να κλάψω άλλο. Ένιωθα παράξενα ήρεμος, για κάποιο λόγο. Αποφασισμένος να μην κλάψω ξανά.
 
Το σύννεφο πάνω μου δεν ήταν πια γκρίζο κι απειλητικό. Έμοιαζε με κατάλευκο βαμβάκι. Το έβλεπα να απλώνεται γύρω μου, να καλύπτει σα στρώμα χιονιού τα πάντα: εμένα, το κρεβάτι, τις αγαπημένες μου αφίσες στον τοίχο, τα βιβλία στο γραφείο μου, που με περίμεναν να τα ανοίξω για το διαγώνισμα που έγραφα τη Δευτέρα. Κι όσο περνούσε η ώρα, το σύννεφο γινόταν όλο και πιο πυκνό. Εξαφάνιζε τα πράγματα, μούδιαζε το σώμα και το μυαλό, νέκρωνε τις αισθήσεις. Μα ναι! Τώρα θυμάμαι τα πάντα, ξαφνικά, τα βλέπω ολοκάθαρα σα ταινία μπροστά μου! Ένα ρίγος με διαπερνά. Τα χέρια μου τρέμουν. Ψάχνω απεγνωσμένα το κινητό μου και σχηματίζω τον αριθμό του τηλεφώνου στο πατρικό μου σπίτι. 0531… Σήκωσε το τηλέφωνο! Πρέπει να το σηκώσεις, μ’ ακούς; Βρες τη δύναμη να σηκωθείς από το κρεβάτι, για να το απαντήσεις. Εγώ σε καλώ! Το μέλλον σου! Ο δυνάμει εαυτός σου. Όλα αυτά που μπορείς να γίνεις, οι άνθρωποι που θα αγαπήσεις και θα σε αγαπήσουν. Φτάνει να μην σταματήσεις τον δρόμο σου πριν καλά καλά τον ξεκινήσεις. Αρκεί να μην πάρεις μια λάθος απόφαση. Αρκεί να κάνεις ένα μικρό βήμα προς τη μεριά της ζωής, που σε περιμένει όμορφη κι ηλιόλουστη κάπου εκεί έξω. Εκεί που διαλύονται όλα τα σύννεφα.

Περισσότερες αναγνώσεις από τον Σπύρο Κιοσσέ εδώ 
*Ο Σπύρος Κιοσσές είναι φιλόλογος και συγγραφέας. Εργάζεται στο ΤΕΦ-ΔΠΘ.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.