Βαγγελης Ραπτοπουλος, συγγραφεας «Η δουλεια του συγγραφεα ειναι να φανταζεται»

«Ο Άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα» παρουσιάζεται σήμερα στην Κομοτηνή - «Πρόκειται για ένα βιβλίο σάτιρας του ψηφιακού κόσμου, ως τρόπου ενημέρωσης»

Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος το 2019 συμπληρώνει σαράντα χρόνια παρουσίας στα συγγραφικά δρώμενα της Ελλάδας. Μέχρι σήμερα έχει δημοσιεύσει περισσότερα από είκοσι λογοτεχνικά έργα, με το «Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος, να αποτελεί το 20ο μυθιστόρημά του.
 
Παρά την πλούσια συγγραφική του διαδρομή, το τελευταίο αυτό μυθιστόρημά του αποτέλεσε και την πρώτη αφορμή για την παρουσία του στην Κομοτηνή. Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος θα βρίσκεται σήμερα, Τετάρτη, 3 Οκτωβρίου και ώρα 19.30 στον 2ο όροφο της Λέσχης Κομοτηναίων για την παρουσίαση του «Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα» που διοργανώνουν ο «Παρατηρητής της Θράκης», οι Εκδόσεις «Κέδρος» και το Βιβλιοπωλείο «Δημοκρίτειο».
 
Ένας άνεργος δημοσιογράφος, καταλήγει ένας άστεγος Αθηναίος, ο οποίος με την υπερφυσική ικανότητα της πυρογένεσης που διαθέτει πυροδοτεί μιά πολύνεκρη λαϊκή εξέγερση στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης. Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος συνθέτει μια πολιτική και ερωτική μαύρη κωμωδία, χτισμένη με τα υλικά του ψηφιακού κόσμου, θέτοντας πολύτιμα ερωτήματα.
 
Ο ίδιος απάντησε στις ερωτήσεις του «ΠτΘ» καλεσμένος στην εκπομπή «Με το Ν και με το Β» του «Ράδιο Παρατηρητής 94FM».
 
Ο λόγος στον ίδιο…
 
ΠτΘ: κ. Ραπτόπουλε συνομιλούμε σήμερα με αφορμή το νέο σας μυθιστόρημα με τίτλο «Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα». Ένα μυθιστόρημα με στοιχεία φαντασιακού, κοινωνικού, πολιτικού μυθιστορήματος που αντικατοπτρίζει την σημερινή ελληνική πραγματικότητα, ωστόσο δεν μπορεί εύκολα κανείς να το κατατάξει σε μία κατηγορία, πέραν του μυθιστορήματος της κρίσης…
Β.Ρ.:
Αυτό είναι σωστό. Ένα άλλο είδος είναι αυτό που λέγεται εξωπολιτική φαντασία ή εναλλακτική ιστορία. Στο μυθιστόρημά μου έχω επινοήσει μια φανταστική εξέγερση πολύνεκρη, που υποτίθεται ότι γίνεται στα τέλη του 2013. Σκαρώνω μάλιστα αποσπάσματα εφημερίδων, που μιλάνε για την υποτιθέμενη εξέγερση, δηλαδή βάζω τα δυνατά μου να πείσω, αλλά ούτε αυτό είναι το μόνο είδος. Παρόλο που αυτό είναι το εικοστό μου μυθιστόρημα- του χρόνου κλείνω σαράντα χρόνια που δημοσιεύω – «Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα» προσφέρεται για πολλές και διαφορετικές ερμηνείες.
 
Μια ερμηνεία, ωστόσο, που εγώ προσωπικά νοιώθω ότι στέκει σε αυτό το βιβλίο, είναι ότι είναι ένα βιβλίο σάτιρας του ψηφιακού κόσμου ως τρόπου ενημέρωσης. Πρόκειται για ένα βιβλίο με σασπένς και πλοκή, γραμμένο με θραύσματα από ημερολόγια, από βιβλία, από blog στο σύνολό τους επινοημένα. Είναι ένα μωσαϊκό διαφορετικά πράγματα, τα προαναφερθέντα, αναρτήσεις του facebook, συνθήματα σε τοίχους, αποκόμματα εφημερίδων κ.ο.κ. όλα τους αντιφατικά.  Ο ήρωας είναι άνεργος δημοσιογράφος και στη συνέχεια άστεγος, γεγονός που μου έδωσε το έναυσμα για να μπορέσω αφενός να μιλήσω για τους αστέγους και αφετέρου για τα fake news. 

«Ας αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε την πραγματικότητα για να επιβιώσουμε» 

ΠτΘ: Γιατί επιλέξατε να γράψετε για τους  αστέγους και γιατί μέσα από ένα μυθιστόρημα με φαντασιακά χαρακτηριστικά;
Β.Ρ.:
Είναι μια μαύρη κωμωδία, παρόλο που έχει τις δραματικές πλευρές,  ειδικά στο χώρο των αστέγων. Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα  που η ιδιοκατοίκηση αγγίζει το 90%, υπό την εποπτεία των δανειστών και της κεντρικής Ευρώπης, του ΕΝΦΙΑ κ.ο.κ. το να έχεις αυτό που λέει ο λαός «ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου», το να το χάσεις και να μείνεις άστεγος είναι ένα τρομακτικό σοκ για την ελληνική κοινωνία. Είναι η αιχμή του δόρατος για την κρίση. Το να μείνεις άστεγος είναι μια βαθιά πληγή για την κοινωνία. Από εκεί και πέρα το βιβλίο είναι μία μαύρη κωμωδία. Τα τελευταία χρόνια με την κρίση έχουμε βιώσει πράγματα που εγώ τα λέω σουρεαλιστικά. Μόνο τη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ από αντιμνημονιακό σε μνημονιακό κόμμα, το οικονομικό πραξικόπημα με το δημοψήφισμα κ.ο.κ. είναι τρελά. Και όλα αυτά έχουν οδηγήσει τον κόσμο σε μαύρη κατάθλιψη και απελπισία και κανένας δεν βλέπει μία διέξοδο, όχι μόνο από την κρίση, αλλά και από την εκμετάλλευση των ανθρώπων κ.ο.κ.  Νομίζω ότι το βιβλίο προτείνει και μία «έξοδο» ότι αν δεις τα πράγματα με μια σουρεαλιστική ματιά, μπορείς να ανταπεξέλθεις χωρίς να σε πιάσει η μαύρη κατάθλιψη. Αφού δεν μπορεί να αλλάξει προς το παρόν η πραγματικότητα, ας αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε αυτή την πραγματικότητα για να επιβιώσουμε. 

«Ο τρόμος μου το βασικό καύσιμο για τη δημιουργία των εικόνων των αστέγων» 

ΠτΘ: Ο κ. Πουλόπουλος, σε μια σχετική αρθρογραφία με αφορμή το βιβλίο σας, στον Παρατηρητή, σας έχει χαρακτηρίσει μεταξύ άλλων ως έναν «κοινωνικό γεωγράφο», κυρίως σε ό,τι αφορά το κομμάτι εκείνο το οποίο χαρτογραφείτε τους αστέγους της Αθήνας. Πώς ακριβώς δουλέψατε πάνω σε αυτό;
Β.Ρ.:
Το βιβλίο έχει πολλές σελίδες και τολμηρή λογοτεχνία. Δεν είναι μόνο τα σοβαρά θέματα των αστέγων. Ένα από τα αγαπημένα μου μυθιστορήματα είναι η «Λούλα». Όταν κυκλοφόρησε με ρωτούσαν τότε, επειδή η ηρωίδα δεν μπορούσε να φτάσει σε οργασμό, πώς ξέρω το πώς φτάνουν οι γυναίκες σε οργασμό και αν έχω κάνει έρευνα. Όπως καταλαβαίνετε καμία έρευνα δεν έγινε. Ο συγγραφέας φαντάζεται. Αυτή είναι η δουλειά του.  Στο συγγραφικό σημείωμα στο τέλος του μυθιστορήματος, κάνω μια αναφορά σε κάποιες εφημερίδες, όπου έπαιρναν συνεντεύξεις από πραγματικούς αστέγους, παρόλο που κι αυτά τα αλλοίωσα σε μεγάλο βαθμό στο βιβλίο. Από ένα σημείο και μετά το μεγαλύτερο μέρος είναι της φαντασίας μου. Υποθέτω ότι αυτό δείχνει ότι το μάτι μου παρατηρεί το τι συμβαίνει γύρω μας και από κει και πέρα μπορώ να φανταστώ. Όλο αυτό δεν έχει να κάνει με τη σχέση μου με τη δημοσιογραφία. Έχει να κάνει με τον τρόμο μου,  ως νεοέλληνα, ότι μπορεί κι εγώ να μείνω άστεγος. Μπορούμε όλοι μας να μείνουμε άστεγοι. Ο τρόμος μου με έκανε να κάνω τα πορτρέτα. Ο τρόμος μου είναι ειλικρινής και αυτό είναι το βασικό καύσιμο για να φτιάξω όλες τις εικόνες των αστέγων, τους οποίους παρατηρούσα στον δρόμο με τρομαγμένα μάτια και όχι για τους σκοπούς της έρευνας. 

«Χρησιμοποιώ τον έρωτα για να περιγράψω το πένθος με νεωτερικό τρόπο» 

ΠτΘ: Στο βιβλίο σας υπάρχει μία πολύ έντονη – και περιγραφικά – ερωτική σχέση, την οποία μάλιστα περιγράφεται με μεγάλο ρεαλισμό. Γιατί την χρησιμοποιείται σε ένα βιβλίο για την κρίση;
Β.Ρ.:
Το σεξ σήμερα είναι κάτι που κυκλοφορεί παντού στο διαδίκτυο και  επομένως και οι λογοτέχνες μπορούν να είναι πολύ πιο τολμηροί. Είμαστε μία κοινωνία «βουτηγμένη» ως το λαιμό στα social media, τα laptop κ.ο.κ. και δεν υπάρχει μία ταινία ή ένα  θεατρικό έργο που να περιέχει έστω μία ανταλλαγή sms. Είμαστε μια κοινωνία τρομερά συντηρητική. Προσωπικά χρησιμοποίησα τον έρωτα ώστε να περιγράψω το πένθος με νεωτερικό τρόπο. Μια σύγχρονη ηρωίδα θα μπορούσε να θρηνεί την απώλεια του άντρα της- με τον οποίο είχε πολύ καλή σχέση  – αναπολώντας τις σεξουαλικές τους σχέσεις. Κάποιος προηγούμενης γενιάς μπορούσε να μην το κάνει, αλλά ένας εκπρόσωπος της σημερινής γιατί όχι;
 
ΠτΘ: Η βάση του βιβλίου στηρίζεται στις φανταστικές εξεγέρσεις του 2013. Για τις πιο σύγχρονες εξεγέρσεις του κόσμου στην Ελλάδα, υπήρχε μεγάλος αντίλογος και κριτική στα social media και όχι μόνο. Στην έως τώρα πορεία του βιβλίου σας υπήρχε κάποιος  αναγνώστης που εξέφερε αντίλογο για τον τρόπο που τις παρουσιάζεται;
Β.Ρ.:
Κανείς δεν βρέθηκε να με κατηγορήσει. Υποθέτω ότι γίνεται γιατί το βιβλίο όσον αφορά εμένα, και το λέω στο σημείωμά μου ότι η αριστερά διαθέτει ένα είδος νεύρωσης με τις λαϊκές εξεγέρσεις. Δεν είμαι ούτε κατά ούτε υπέρ των εξεγέρσεων και δεν παίρνω θέση υπέρ ή κατά των γεγονότων. Το βιβλίο είναι σαν ένα μωσαϊκό, που παρουσιάζει τα γεγονότα μέσα από άρθρα, προσεγγίσεις κ.ο.κ. Τα αντιμετωπίζει δηλαδή ως ένα ιστορικό γεγονός που έχει συμβεί. Από την άλλη μεριά μπορώ να σας πω ότι με το βιβλίο αυτό εν μέρει εκτόνωσα και εν μέρει εξόρκισα τους φόβους που υπήρχαν τα χρόνια που ήταν πιο έντονη η κρίση, δηλαδή το '13, για έναν νέο εμφύλιο, ένα κοινωνικό «μπαμ». Κατά έναν τρόπο, γράφοντας γι’ αυτό, εν μέρει το εκτόνωσα μέσα μου. Φυσικά αποδεικνύεται επίσης ότι όπως γίνεται και στην εξέγερση που περιγράφω εγώ, η οποία είχε 84 νεκρούς, η ζωή μετά συνεχίζεται σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Οι άνθρωποι μαζεύουν τα κομμάτια τους, συνεχίζουν και πάνε παρακάτω. 

«Το θυμικό είναι η μοίρα μας, η κατάρα και η ευλογία μας» 

ΠτΘ: Με αφορμή τον τίτλο «Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα», για να επανέλθουμε ως χώρα και να φτάσει η Ελλάδα σε μια πιο υγιή εκδοχή της, θα πρέπει τελικά η Ελλάδα να καεί και να ξεκινήσει από την αρχή;
Β.Ρ.:
Όχι, αλλά οι παθογένειες και τα προβλήματα είναι τόσο μεγάλες και τόσο βαθιά που ο νεοέλληνας κάθε λίγο και λιγάκι θα σκοντάφτει πάνω τους. Τότε τον πιάνει μια μανία, η σκέψη ότι «αν μπορούσα να έβαζα μπουρλότο και να τα έκαιγα όλα για να ξεμπερδεύω από όλο αυτό το κουλουβάχατο» που είναι μία αυθόρμητη αντίδραση. Ακόμα κι όταν τα λέμε αυτά, κατά βάθος ξέρουμε ότι δεν θα άλλαζε και τίποτα. Δεν είμαστε Γερμανοί, δεν είμαστε της οργάνωσης και του πολύ σωστού και ζυγισμένου πράγματος. Παρόλο που μας κατηγορούν ότι θα πρέπει να σταματήσουμε να παρουσιάζουμε τα πράγματα με το θυμικό, νομίζω ότι το θυμικό είναι η μοίρα μας, είναι η κατάρα και η ευλογία μας. Πάλι με το θυμικό θα βγούμε από τα δύσκολα.  Το κάψιμο δεν είναι λύση αλλά ούτε και το να βάλουμε μυαλό και να είμαστε σωστοί είναι.  Μπορούμε μάλλον να ξεπεράσουμε τα προβλήματα, με κάποιον ενθουσιασμό που θα μας ξεσηκώσει και θα δημιουργήσει την απαραίτητη ψυχική ανάταση. Αυτό είναι κάτι που λείπει για να εμπνεύσει πολιτικούς, επιστήμονες κ.ο.κ. οι οποίοι με την σειρά τους θα εμπνεύσουν τον λαό σε κάτι που θα οδηγήσει τελικά σε μία συλλογική ψυχική ανάταση. Αυτό θα μας έβγαζε σε ένα ξέφωτο.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.