Ακαδημαικες γεφυρες μεταξυ Ελλαδας και Βουλγαριας

Yura Konstantinova, αναπληρώτρια καθηγήτρια από το Ινστιτούτο Βαλκανικών Σπουδών «Ο μοναδικός τρόπος να ξεφύγουμε από τις συγκρούσεις του παρελθόντος είναι να αναπτύσσουμε τις γνώσεις μας για τους γειτονικούς λαούς»

Η ενίσχυση αφενός των Ελληνοβουλγαρικών Σπουδών αφετέρου μιας ήδη θετικής και γόνιμης συνεργασίας με επιστήμονες εκατέρωθεν των συνόρων ήταν, μεταξύ άλλων, το απότοκο του τριήμερου Συνεδρίου με θέμα: «Ελλάδα-Βουλγαρία: Παράλληλοι δρόμοι και διασταυρώσεις στην ιστορία και τον πολιτισμό» που διοργάνωσαν το Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας της Σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Βαλκανικών Σπουδών και το Κέντρο Θρακολογίας της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών στην Κομοτηνή στις 12-14 Οκτωβρίου.
 

Στο συνέδριο θίχτηκαν θέματα που αφορούν την ιστορία, την αρχαιολογία, τη φιλολογία, την εθνογραφία και την τέχνη, προωθώντας τη γνώση και την επιστημονική συνεργασία μεταξύ αυτών που ειδικεύονται στο συγκεκριμένο ερευνητικό πεδίο, αλλά και τη συνέργεια μεταξύ των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων.
 
Καθ’ όλη τη διάρκεια του συνεδρίου στην είσοδο του τμήματος παρουσιάστηκε η επίδειξη «Σύνθετες και καινοτόμες μέθοδοι για την διερεύνηση και εξέταση της υλικής και άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της κεντρικής και ανατολικής Στράντζα όσο αφορά μεταναστευτικές και δημογραφικές κινήσεις». 

Απαραίτητη η ενίσχυση των σχέσεων μεταξύ των βαλκανικών λαών 

Όπως ανέφερε η κ. Yura Konstantinova, αναπληρώτρια καθηγήτρια από το Ινστιτούτο Βαλκανικών Σπουδών, τα Βαλκάνια παραδοσιακά ήταν, αλλά και ως σήμερα θεωρούνται, νευραλγικό σημείο της Ευρώπης. Η περιοχή μας συνήθως συνδέεται με την πολιτική αστάθεια, τα οικονομικά προβλήματα και τους εθνικούς διχασμούς. Οι λόγοι είναι πολλοί, αλλά ανάμεσά τους ξεχωρίζουν η ασύγχρονη εξέλιξη της εθνικής συνείδησης των βαλκανικών λαών και τα συμφέροντα των διαφόρων Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή.
 

«Προσωπικά πιστεύω πως ο μοναδικός τρόπος να ξεφύγουμε από τις συγκρούσεις του παρελθόντος είναι να αναπτύσσουμε τις γνώσεις μας για τους γειτονικούς λαούς. Να τους γνωρίσουμε καλύτερα. Όσο περισσότερο ξέρουμε γι’ αυτούς, τόσο καλύτερα τους καταλαβαίνουμε και μάθουμε να σεβόμαστε τις ιδέες, τις στάσεις και τις αποφάσεις τους» σημείωσε, για αυτό και το Ινστιτούτο Βαλκανικών Σπουδών της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών πάντα είχε τον σκοπό να εργάζεται για την καλύτερη κατανόηση και ανάπτυξη των φιλικών σχέσεων μεταξύ των βαλκανικών λαών. Σε αυτό το πλαίσιο υποστήριξαν την εκδήλωση στην Κομοτηνή, και πάντα συνεχίζουν να δουλεύουν για την ειρήνη και την ευημερία των λαών στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.
 

«Ακριβώς για τον λόγο αυτό, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους συναδέλφους από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και ιδιαίτερα την συνάδελφο και φίλη Νόρα Ναξίδου πως ανέβαλαν την οργάνωση αυτού του συνεδρίου» σημείωσε, η κ. Konstantinova, εκφράζοντας τη χαρά της που έχουν τέτοιους φίλους στην Ελλάδα με τους οποίους προωθούν ανάλογες πρωτοβουλίες για την ενίσχυση των σχέσεων μεταξύ των βαλκανικών λαών.
 
«Αυτό μου δίνει κουράγιο να είμαι αισιόδοξη πως στα δύσκολα και ανήσυχα χρόνια που ζούμε, ο βουλγαρικός και ο ελληνικός λαός θα βρουν τον δρόμο τους. Όχι μόνο προς την αμοιβαία κατανόηση, αλλά και προς την αμοιβαία υποστήριξη» σημείωσε χαρακτηριστικά. 

Εικόνες της εκπαίδευσης στον 19ο αιώνα 

Η κ. Konstantinova όμως παρέθεσε και μια εισήγηση στο συνέδριο, αναφερόμενη στην Βουλγαρική εκπαίδευση της Θεσσαλονίκης κατά την οθωμανική περίοδο, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20 αιώνα.
 
Είναι γνωστό ότι στη Θεσσαλονίκη, λίγο πριν τους Βαλκανικούς πολέμους, λειτουργούσε ένα μεγάλο Βουλγαρικό σχολείου Αρρένων, Γυμνάσιο Θηλέων αλλά και 5 δημοτικά σχολεία.
 

Το βουλγαρικό γυμνάσιο Αρρένων χρησιμοποίησε ως πρότυπο τα Βουλγαρικά σχολεία στην Ανατολική Ρωμυλία, και ιδιαίτερα τα γυμνάσια που λειτουργούσαν στη Φιλιππούπολη.
 
«Αυτό που μου έκανε εντύπωσή όταν ξεκίνησα να ασχολούμαι με το θέμα είναι το πολύ υψηλό επίπεδο των δασκάλων που δίδασκαν σε αυτά τα σχολεία, μιας και όλοι τους είχαν ανώτατη εκπαίδευση» σημείωσε, κάτι σπάνιο για την εποχή τόσο για την Οθωμανική Αυτοκρατορία όσο και τα Βουλγαρικά σχολεία.
 
Επίσης ενδιαφέρον ήταν ότι τα προγράμματα συμπίπτουν με αυτά της Φιλιππούπολης και της Βουλγαρίας γενικότερα, με τα παιδιά που σπούδασαν σε αυτό να προέρχονται από όλη τη Μακεδονία και κάποια από τη Θράκη.
 
Μάλιστα η βουλγαρική εξαρχία στήριζε τις σπουδές αυτών των παιδιών, δίνοντας χρήματα όχι μόνο για τους μισθούς των καθηγητών, αλλά και συντήρηση των παιδιών που καταγόταν από φτωχότερες οικογένειες ώστε να εκπαιδευτούν.
 

Οι πρώτες πληροφορίες για βουλγαρικό σχολείο στη Θεσσαλονίκη υπάρχει από το 1833, όταν αναφέρεται πως οι ράφτες της Θεσσαλονίκης παρακάλεσαν, όπως λένε οι πηγές, ένα Ρώσο μοναχό από το Άγιο Όρος, να έρθει και να μάθει στα παιδιά τους την απλή Βουλγαρική γλώσσα.
 
Απολύτως σίγουρο είναι ότι βουλγαρικό δημοτικό σχολείο στη Θεσσαλονίκη υπήρχε από το 1866 και για 12 χρόνια, μέχρι τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, όταν και κλείνει, για να αρχίσει να λειτουργεί ξανά το 1880, και από το επόμενο έτος έχουμε Βουλγαρικό Γυμνάσιο και Γυμνάσιο Θηλέων, για να φτάσουμε λίγο πριν τους Βαλκανικούς πολέμους τα Βουλγαρικά Σχολεία στη Θεσσαλονίκη να αριθμούν ένα Γυμνάσιο Αρρένων, ένα Γυμνάσιο Θηλέων, ένα εμπορικό Γυμνάσιο και πέντε δημοτικά σχολεία.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.