Στον δασκαλο μου με αγαπη…

«Aλλού πρέπει να  αναζητήσουμε αυτούς τους «τελευταίους» λειτουργούς: στο δασκαλίκι. Ολων των βαθμίδων. Και πάλι, όχι για να αποδώσουμε τίτλους αρετής γενικής ισχύος. Και στους εκπαιδευτικούς υπάρχει φύρα. Είναι πολλοί όμως ανάμεσά τους, το ξέρει κάθε γονιός που δεν τυφλώνεται από το «σύνδρομο της κουκουβάγιας», που σέβονται μέχρι κεραίας τις υποχρεώσεις τους. Δίχως καύχηση αλλά και δίχως μεμψιμοιρίες, ακόμα κι αν οι απολαβές τους είναι παγίως στα όρια της αναξιοπρέπειας. Είναι όσοι μαθαίνουν γράμματα τα παιδιά μας (κάθε ηλικίας), και μαθαίνουν κι εμάς ότι οι καλύτεροι λειτουργοί είναι οι καλοί επαγγελματίες· οι τίμιοι. Ο κλασικός φιλόλογος Φάνης Κακριδής, ένας ισόβιος δάσκαλος, ανήκε στους εκπαιδευτικούς που δεν κρίνουν αρκετό να μάθουν γράμματα τα παιδιά (και πάλι, κάθε ηλικίας). Πρέπει και να τ’ αγαπήσουν.» 
 
Παντελής Μπουκάλας, «Ισόβιος δάσκαλος»,www.kathimerini.gr

 
Ν΄ αλλάξουμε ατζέντα βρε… Να αρχίσουμε να γράφουμε ένα νέο ημερολόγιο. Να δημιουργήσουμε άλλη πολιτεία…Ο,τι χρειαζόμαστε για το μέλλον για τα παιδιά και τη χώρα. Να μη το βάλουμε κάτω…
 
Στο δημοτικό δεν είχα κανένα ενδιαφέρον για το μέλλον. Μου άρεσε το παιχνίδι και η καλλιγραφία, το σινεμά, η Καρέζη και ο Κακαβάς, αισχρή μειοψηφία ήμουν στη γειτονιά όπου λιποθυμούσαν όλοι για Βουγιουκλάκη και Μπάρκουλη. Δεν ήθελα να μοιάσω σε καμιά από τις όμορφες δασκάλες μας, έφταιγε ίσως η κ. Κατίνα, που την είχα στην πρώτη τάξη, αυστηρή και νευρική, που ντυνόταν στην πένα, έβαφε τα χείλη με κόκκινο κραγιόν και φορούσε κάθε μέρα κι άλλο κρεμαστό σκουλαρίκι. Έφαγα κι ένα δυνατό μπάτσο μια φορά, γιατί επιχείρησα μπροστά στα μάτια της ν΄αντιγράψω μια λέξη στην ορθογραφία. Έβγαλα αστράκια, έκλαψα, θύμωσα, τη μίσησα αλλά από τότε ουδέποτε αντέγραψα στη ζωή μου, ούτε στο πανεπιστήμιο που ήταν κανόνας και το πιο εύκολο πράγμα.
 
Στο γυμνάσιο όμως όλα γύρισαν ανάποδα. Στην πρώτη γυμνασίου, η φιλόλογος είχε έρθει από την Αθήνα, πρωτοδιόριστη, ασχημούλα, απεριποίητη, με γαλάζια μάτια παράταιρα και ένθετα σε ένα μελαχροινό πρόσωπο με μαύρα κατράμι μαλλιά. Φορούσε απλά ρούχα, τίποτε φτιασιδωτό, μας δίδασκε Όμηρο από το βιβλίο του Αργύρη Εφταλιώτη… χοροπηδούσε στην έδρα, στρίγγλιζε καθώς διάβαζε με συγκλονιστική ορθοφωνία τη ραψωδία λ:
 

 «Πρώτη του Ελπήνορα η ψυχή μας ήρθε, του συντρόφου,
τι ακόμα μες στη μαύρη γης δεν ήτανε θαμμένος,
που εμείς το σώμα αφήκαμε στης Κίρκης τα παλάτια,
άκλαυτο κι άθαφτο, γιατί μας έβιαζε άλλος μόχτος.
55 Τον είδα, και δακρύσανε τα μάτια μου απ' τον πόνο
και φώναξά τον, κι είπα του με φτερωμένα λόγια·
«Ελπήνορα, πώς έφτασες μες στα βαθιά σκοτάδια
πεζός, κι εμένα πρόκαμες, που με καράβι ερχόμουν;»
Είπα, και βαριοστέναξε κι απολογήθη εκείνος·
60 «Διογέννητε του Λαέρτη γιε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
θεού κατάρα, και πιοτό περίσσιο μ' αφανίσαν·
αστόχησα, σαν πλάγιασα στης Κίρκης τα παλάτια,
κι αντίς ξανά απ' την αψηλή να κατεβώ τη σκάλα,
εγώ μπροστά μου ολόισα τράβηξα κι απ' τη στέγη
65 κάτου έπεσα, κι ο σβέρκος μου έσπασε απ' τα σφοντύλια,
κι αμέσως στου Άδη τους βυθούς κατέβηκε η ψυχή μου.»

 
Χρόνια μετά συνάντησα πάλι τον Ελπήνορα-Τάκη Σινόπουλο με τη σειρά του…
 

«Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Kαι τότε πάλι εφώναξα
βαθιά τρομάζοντας: Eλπήνορα πούχες λαγού μαλλί
για φυλαχτάρι κρεμασμένο στο λαιμό σου Eλπήνορα
χαμένε στις απέραντες παράγραφους της ιστορίας
εγώ σε κράζω και σα σπήλαιο αντιλαλούν τα στήθια μου
πώς ήρθες φίλε αλλοτινέ πώς μπόρεσες
να φτάσεις το κατάμαυρο καράβι που μας φέρνει
περιπλανώμενους νεκρούς κάτω απ' τον ήλιον αποκρίσου
αν η καρδιά σου επιθυμεί μαζί μας νάρθεις αποκρίσου».

 
Τη φιλόλογο την έλεγαν Δόλια… Πού να βρίσκεται άραγε να της εκφράσω την ευγνωμοσύνη που της χρωστώ;
 

*Η Ελένη Σκάβδη είναι συγγραφέας. Το κείμενό της αναρτήθηκε στον τοίχο της στο fb.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.