Οι παραπλευρες συνεπειες των Πρεσπων

Η διαδικασία που απαιτήθηκε για την κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών στα κοινοβούλια των δύο κρατών αποκάλυψε δύο τινά: Πρώτον, ότι το έλλειμμα της δημοκρατίας στις δύο χώρες υπερβαίνει κάθε υποψία μας και δεύτερο, ότι οι αρχές που διακηρύσσουν Ευρώπη και ΗΠΑ, πάνω στις οποίες ισχυρίζονται ότι θεμελίωσαν τη δημοκρατία και τον πολιτισμό τους, ισοπεδώνονται πλήρως από τους ίδιους, από το Βερολίνο και την Ουάσινγκτον δηλαδή, μπροστά στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Αυτό συνιστά τη μεγαλύτερη απειλή για την περιοχή, όπως απέδειξε το ολοκαύτωμα της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και η χειραγώγηση των προτεκτοράτων που προέκυψαν.
 
Από το 2015 οι παρεμβάσεις των ΗΠΑ και της Γερμανίας στα εσωτερικά των Σκοπίων ήσαν τόσο απρόκλητες που απέκλειαν κάθε δυνατότητα ανάπτυξης της δημοκρατίας. Με αποκορύφωμα την περιφρόνηση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος για τη συμφωνία των Πρεσπών και την εκβιαστική συγκέντρωση της απαιτούμενης πλειοψηφίας των 80 βουλευτών για τη συνταγματική αναθεώρηση. Πιστεύει κανείς ότι με το 33% μόνον του συνόλου των Σκοπιανών που ψήφισε τη Συμφωνία των Πρεσπών, ψήφος που ερμηνεύτηκε από Ζάεφ, Βερολίνο, Ουάσινγκτον ως υπερψήφιση της Συμφωνίας, το υπόλοιπο 67% που συμπεριλαμβάνει τη συντριπτική πλειοψηφία των σλαβόφωνων δεν θα αντιδράσει; Όχι τόσο για τη νέα συνταγματική ονομασία, αλλά κυρίως διότι αυτή επιτεύχθηκε παρά την εκπεφρασμένη αντίθεσή του. Αν όλα αυτά αφορούν μια νεαρή δημοκρατία που μετρά μόλις μια 25ετία ζωής, οι συνέπειες της Συμφωνίας των Πρεσπών για τη δική μας δημοκρατία υπήρξαν καταλυτικές. Για πρώτη φορά, μετά το 1965, αμφισβητήθηκε τόσο έντονα ο κοινοβουλευτισμός στη χώρα μας. Ποιο είναι το νόημα των εκλογών όταν η εκπεφρασμένη βούληση του λαού που αποτυπώνεται στην κοινοβουλευτική δύναμη των κομμάτων αλλοιώνεται κάθε φορά κατά το δοκούν για την εξυπηρέτηση συγκυριακών σκοπιμοτήτων; Και ακόμη χειρότερα μάλιστα, όταν αυτές οι σκοπιμότητες έχουν υποβολείς έξωθεν.
 
Μπορεί κάποιοι να υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση αξιοποίησε την «ευτυχή» συγκυρία της σύμπτωσης των συμφερόντων των ΗΠΑ και της Γερμανίας με τα εθνικά μας συμφέροντα, όμως ποιος μπορεί να γνωρίζει τους ευρύτερους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ για την περιοχή και τον ρόλο που θα κληθούμε να διαδραματίσουμε; Μήπως είναι οι επιδιώξεις του ΝΑΤΟ ειρηνικές ώστε να εφησυχάζουμε μετά τις Πρέσπες ή μήπως τελικά εγκλωβιζόμαστε στους επιθετικούς προσανατολισμούς του; Ο Ρώσος ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ είχε χαρακτηρίσει ως λάθος την επέκταση του ΝΑΤΟ στα Σκόπια διότι παραβίαζε τη «συμφωνία κυρίων», στην οποία αναφέρεται επανειλημμένα  ο Νόαμ Τσόμσκι στο βιβλίο του «Ποιος κυβερνά τον κόσμο;»[1] Σύμφωνα με αυτή ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ συμφώνησε να επιτρέψει την επανένωση της Γερμανίας και την ένταξή της στο ΝΑΤΟ με αντάλλαγμα τη δέσμευση του προέδρου Μπους και του τότε ΥΠΕΞ Τζέιμς Μπέικερ να μην επεκταθεί το ΝΑΤΟ «ούτε ένα εκατοστό προς ανατολικά». Βέβαια μόλις έπαψαν να υφίστανται με τη διάλυση της ΕΣΣΔ οι λόγοι ύπαρξης του ΝΑΤΟ, επαναπροσδιορίστηκαν οι στόχοι του. Σύμφωνα με τον πρώην Γ.Γ. του ΝΑΤΟ Ολλανδό Γιαπ ντε Χοπ Σέφερ «τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ πρέπει να φυλάσσουν αγωγούς που μεταφέρουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο προς τη Δύση», ενώ σύμφωνα με το «δόγμα Κλίντον» οι ΗΠΑ έχουν το δικαίωμα  να καταφεύγουν μονομερώς «στη χρήση στρατιωτικής δύναμης» προκειμένου να διασφαλίσουν «την ανεμπόδιστη πρόσβαση στις αγορές – κλειδιά, ενεργειακά αποθέματα και στρατηγικούς πόρους». Με άλλα λόγια η επέκταση του ΝΑΤΟ στα Σκόπια έχει επιθετικούς στόχους και δεν σταθεροποιεί την περιοχή διότι αποσκοπεί να εκτοπίσει το ρωσικό φυσικό αέριο υπέρ των αμερικανικών συμφερόντων. Εμπλεκόμαστε δηλαδή σε έναν αμερικανορωσικό ανταγωνισμό.  Λόγω όμως  του εναγκαλισμού της Μόσχας με την Άγκυρα, τη γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας που υπερτερεί έναντι της Ελλάδος στο χρηματιστήριο αξιών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αλλά και της ρευστότητας των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, όπως απεδείχθη με την αναβάθμισή τους μετά την απελευθέρωση του πάστορα Μπράνσον, μπορεί κανείς να προεξοφλήσει πού θα οδηγήσει η εμπλοκή μας στον αμερικανορωσικό ανταγωνισμό αφενός σε συνδυασμό με την επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων αφετέρου;
 
Τον Απρίλιο του 1999, ο Σάμιουελ Χάντινγκτον σε άρθρο του στο περιοδικό “Foreign Affairs” προειδοποιούσε ότι για μεγάλο μέρος του πλανήτη οι ΗΠΑ «μετατρέπονται σε υπερδύναμη-ταραξία […] σε βασική εξωτερική απειλή για τις κοινωνίες τους». Επισημάνσεις που λίγο αργότερα επαναλαμβάνονταν από τον Ρόμπερτ Τζέρβις, πρόεδρο της Αμερικανικής Ένωσης Πολιτικής Επιστήμης: «Στην πραγματικότητα για μεγάλο μέρος του κόσμου, το βασικό κράτος-ταραξίας, έγραφε, είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες». Για να ακολουθήσουν προς επιβεβαίωση το Ιράκ, το Αφγανιστάν, η Λιβύη, η Συρία, «τόποι κρανίου» σήμερα, ο εμφύλιος στην Ουκρανία, οι παρεμβάσεις στη Λατινική Αμερική, όπως τώρα στη Βενεζουέλα κ.ο.κ.
 
Βαρύτατο όμως είναι το τίμημα που ήδη καταβάλαμε με το σμπαράλιασμα της κοινοβουλευτικής ζωής της χώρας προς επίτευξη της Συμφωνίας των Πρεσπών. Αναδείχθηκε στον υπέρτατο βαθμό η παθογένεια της κοινοβουλευτικής ζωής του τόπου. Η Συνταγματική Αναθεώρηση θα πρέπει να εστιασθεί και να επιλύσει αυτό το ουσιώδες πρόβλημα αλλοίωσης του δημοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματος. Εκτός βέβαια κι αν οι «μεταγραφές»βουλευτών από κόμμα σε κόμμα αποτελούν τη διέξοδο του συστήματος ώστε να επιλύονται κατά το δοκούν οι κρίσεις του και να προωθούνται οι επιδιώξεις του.
 

Αλεξανδρούπολη, 26-1-2019
 
[1] Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2017, σελ. 254, 309, 407

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.