Συνταγματικη Αναθεωρηση: Τι αλλαξε η πρωτη ψηφοφορια και τι προβλεπεται για τη συνεχεια

Στέλιος Κουτνατζής, Συνταγματολόγος - Λέκτορας της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ «Ορθότερη η άποψη που θα μετέθετε την αρμοδιότητα εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας σε ένα διευρυμένο εκλεκτορικό σώμα»

Ολοκληρώθηκε το βράδυ της Πέμπτης η πρώτη φάση της Συνταγματικής Αναθεώρησης, με την πλειοψηφία των κυβερνητικών προτάσεων, όπως διαφάνηκε από την σχετική ψηφοφορία, να γίνονται αποδεκτές.
 
Η προχθεσινή διαδικασία είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κυρίως σε ό,τι αφορά τη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, υπέρ της οποίας τάχθηκαν τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ, δίνοντας το «πράσινο» φως για τη συνέχεια της διαδικασίας στην επόμενη ψηφοφορία του Μαρτίου, πλην τεσσάρων διατάξεων, οι οποίες παραπέμπουν στο άρθρο 32 για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.
 
Πέραν αυτού με την πλειοψηφία των 151 πέρασε η αλλαγή στην παράγραφο 1 του άρθρου 3, που αφορά στην κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους, καθώς και τα άρθρα που αφορούν στην κατοχύρωση του πολιτικού όρκου (άρθρα 13, 33 και 59), στην κατοχύρωση κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων (άρθρα 21 και 22), στην καθιέρωση εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας (άρθρο 84), στην καθιέρωση της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας (άρθρο 73) και δημοψηφισμάτων με λαϊκή πρωτοβουλία (άρθρο 44), ενώ από τα ζητήματα που κυριάρχησαν ήταν και η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, δίχως ωστόσο να περνά στον δεύτερο γύρο, καθώς συγκέντρωσε μόλις 92 ψήφους.
 
Η συνέχεια αναμένεται να δοθεί σε ένα μήνα στη δεύτερη και καθοριστική ψηφοφορία, η οποία και θα κρίνει ποια θα είναι εκείνα τα άρθρα που θα μπορούν να αναθεωρηθούν.
 
Για την κατανόηση της διαδικασίας της συνταγματικής αναθεώρησης, όλα όσα διημείφθησαν το περασμένο διήμερο, αλλά και όσα προβλέπονται να ακολουθήσουν, ο Συνταγματολόγος και Λέκτορας της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ κ. Στέλιος Κουτνατζής μίλησε στο «Ράδιο Παρατηρητής 94fm», εκκινώντας τη συζήτηση από την πολυπλοκότητα της διαδικασίας, συγκριτικά με τις αντίστοιχες διαδικασίες που προβλέπονται σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη.
 
Ο ίδιος εξήγησε τα βήματα που πρέπει να ακολουθηθούν, ενώ στάθηκε και στα τρία βασικά ζητήματα που τέθηκαν προς αναθεώρηση κατά τη διαδικασία, ήτοι την αποσύνδεση της εκλογής του ΠτΔ από τη διενέργεια εκλογών, τη θρησκευτική ουδετερότητα και τέλος το ζήτημα της αναθεώρησης του άρθρου 16.
 
Ο λόγος στον ίδιο…
 
ΠτΘ: Τι περιλαμβάνει η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης, το πρώτο σκέλος της οποίας το είδαμε το προηγούμενο διήμερο στο κοινοβούλιο; Ποια είναι τα βήματα που αναμένεται να ακολουθηθούν;
Σ.Κ.:
Η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης, όπως προβλέπεται στο σύνταγμα, είναι μια αρκετά σύνθετη και πολύπλοκη διαδικασία. Εάν δούμε συγκριτικά τις διαδικασίες που προβλέπονται για τη συνταγματική αναθεώρηση, σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, η διαδικασία που προβλέπει το δικό μας άρθρο 110 είναι από τις πιο σύνθετες και πολύπλοκες.  Το βασικό της χαρακτηριστικό είναι ότι απαιτείται η σύμπραξη δύο βουλών. Σε πρώτη φάση έχουμε την προτείνουσα βουλή που διαπιστώνει την ανάγκη της αναθεώρησης και καθορίζει συγκεκριμένα ποιες είναι οι διατάξεις οι οποίες, κατά την εκτίμησή της, πρέπει να αναθεωρηθούν. Στη συνέχεια, αφού παρεμβληθούν οι βουλευτικές εκλογές, η επόμενη βουλή, που προκύπτει από τις βουλευτικές εκλογές, είναι εκείνη η οποία αποφασίζει για το περιεχόμενο της αναθεώρησης. Αυτό που γίνεται αυτές τις ημέρες είναι η πρώτη φάση της διαδικασίας, δηλαδή η διαδικασία ενώπιων της προτείνουσας βουλής, η οποία με τη σειρά της απαιτεί δύο ψηφοφορίες οι οποίες θα γίνουν σε χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός μηνός. Η πρώτη ψηφοφορία στην ολομέλεια της βουλής έγινε την Πέμπτη, και θα ακολουθήσει η δεύτερη ψηφοφορία η οποία θα γίνει τον Μάρτη, μετά από τουλάχιστον έναν μήνα.
 
Το Σύνταγμα επίσης προβλέπει το λεγόμενο σύστημα της εναλλαγής των πλειοψηφιών. Αυτό σημαίνει ότι σε μία τουλάχιστον από τις δύο βουλές, είτε αυτή είναι η προτείνουσα, είτε είναι η αναθεωρητική βουλή, θα πρέπει ως προς την αναθεώρηση μιας διάταξης, να επιτευχθεί μια αυξημένη πλειοψηφία, των 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών. Αυτό σημαίνει να υπερψηφιστεί μια πρόταση αναθεώρησης τουλάχιστον από 180 βουλευτές. Η άλλη βουλή, που μπορεί να είναι είτε η πρώτη είτε η δεύτερη, θα πρέπει να υπερψηφίσει την αναθεώρηση της συγκεκριμένης διάταξης με την απόλυτη πλειοψηφία του αριθμού των βουλευτών, άρα με 151. Άρα πρέπει να έχουμε είτε 151 στην πρώτη βουλή και 181 στη δεύτερη, είτε το αντίστροφο.
 
Το άλλο σημαντικό σημείο της διαδικασίας είναι ότι το σύνταγμα θέτει έναν χρονικό φραγμό. Σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ.6, δεν επιτρέπεται αναθεώρηση του συντάγματος πριν περάσει πενταετία, από την περάτωση της προηγούμενης. Αυτό σημαίνει ότι εάν αναθεωρηθεί έστω και μία συνταγματική διάταξη, δεν επιτρέπεται να ξαναξεκινήσει η αναθεωρητική διαδικασία πριν περάσουν τουλάχιστον πέντε χρόνια.
 
Άρα στην περίπτωση που εξετάζουμε τώρα από εδώ και πέρα η αναθεώρηση του συντάγματος,  προϋποθέτει, πρώτον, να ακολουθήσει σε έναν μήνα από σήμερα η δεύτερη ψηφοφορία της προτείνουσας βουλής, δεύτερον, η επόμενη βουλή που θα προκύπτει από τις βουλευτικές εκλογές εντός των επόμενων μηνών να αποφασίσει στην πρώτη της σύνοδο για το περιεχόμενο της αναθεώρησης. Αυτό κατά τεκμήριο θα γίνει στο τέλος του 2019 ή στις αρχές του 2020. Στη συνέχεια το όποιο νέο αναθεωρητικό εγχείρημα δεν θα μπορεί να ξεκινήσει πριν από το 2025 και να ολοκληρωθεί αρκετά αργότερα, γιατί και για εκείνη την αναθεώρηση θα πρέπει να ληφθεί η χρονοβόρα και πολύπλοκη διαδικασία,  που προβλέπει το σύνταγμα. Άρα με αυτή την έννοια ό,τι τυχόν δεν αναθεωρηθεί τώρα, θα μπορεί να αναθεωρηθεί μετά από αρκετά χρόνια. Το σενάριο αυτό όμως σαφώς εξαρτάται και από τις πολιτικές εξελίξεις, που δεν μπορούν να προβλεφθούν. 

«Ένα διευρυμένο εκλεκτορικό σώμα υπόκειται σε μικρότερο βαθμό σε κομματικές πιέσεις και κομματική πειθαρχία» 

ΠτΘ: Πώς κρίνετε την αναθεώρηση του άρθρου 32 που υπερψηφίστηκε, στην κατεύθυνση  αποσύνδεσης της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διενέργεια εκλογών, σε περίπτωση μη συναίνεσης;
Σ.Κ.:
Ως προς τη διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας φαίνεται να υφίσταται εντός της βουλής μια συναίνεση μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, ως προς την ανάγκη αποσύνδεσής της από το ενδεχόμενο διάλυσης της βουλής.  Αντιλαμβάνομαι ότι τόσο η κοινοβουλευτική ομάδα της συμπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και η κοινοβουλευτική ομάδα της αξιωματικής αντιπολίτευσης της Νέας Δημοκρατίας, συμφωνούν προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά διαφωνούν ως προς τον ειδικότερο  τρόπο με τον οποίο θα επιτευχθεί αυτή η αποσύνδεση. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ προτείνει μια σειρά από επαναλαμβανόμενες ψηφοφορίες προκειμένου να καταστεί δυνατή η συγκέντρωση της απαιτούμενης πλειοψηφίας, η δε Νέα Δημοκρατία, προτείνει την εκλογή χωρίς διάλυση της βουλής, με την απόλυτη πλειοψηφία των 151 βουλευτών. Προσωπικά νομίζω ότι και οι δύο αυτές απόψεις επιτυγχάνουν μεν τον στόχο της αποσύνδεσης, της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της βουλής, έχουν όμως κάποια ζητήματα.
 
Η μεν πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι υπερβολικά πολυτελής, υπερβολικά πολύπλοκη διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας,  από τη στιγμή κατά την οποία προβλέπεται μια σειρά από ψηφοφορίες, οι οποίες εκτείνονται σε βάθος εξαμήνου. Ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας και οι πολύ περιορισμένες αρμοδιότητες που αυτός έχει, σύμφωνα με το Σύνταγμά μας, δεν νομίζω ότι δικαιολογούν μια τόσο πολυτελή διαδικασία εκλογής του. Από την άλλη πλευρά, η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας επιτυγχάνει επίσης τον σκοπό της  αποσύνδεσης, καταλήγει όμως στην εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας με την απλή απόλυτη πλειοψηφία των 151. Αυτό επίσης θέτει ζητήματα, καθώς αντικειμενικά υφίσταται ο κίνδυνος εφαρμογής της διάταξης αυτής κατά τέτοιον τρόπο, που θα εκλέγονται για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας πρόσωπα, τα οποία δεν συγκεντρώνουν την απαιτούμενη συναίνεση. Σήμερα λέει ότι θέλει αυξημένη πλειοψηφία για την εκλογή του Προέδρου, ακριβώς επειδή δεν θέλει  η επιλογή αυτή να είναι μια επιλογή στην οποία μπορεί να προβεί χωρίς άλλο η εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Εάν προβλέπεται η δυνατότητα εκλογής προέδρου στους 151, η ανάγκη συναίνεσης αντικειμενικά παύει να υφίσταται.
 
Η άποψη που έχει ήδη διατυπωθεί στην οικουμενική κοινότητα και νομίζω ότι θα ήταν η ορθότερη εδώ, θα ήταν η άποψη που θα  μετέθετε την αρμοδιότητα εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας σε ένα διευρυμένο εκλεκτορικό σώμα, στο οποίο δεν μετέχουν μόνο βουλευτές, αλλά θα συμμετέχουν και οι περιφερειάρχες και ένας αριθμός δημάρχων, έτσι ώστε να έχουμε ένα διευρυμένο εκλεκτορικό σώμα το οποίο σε μικρότερο βαθμό υπόκειται σε κομματικές πιέσεις και κομματική πειθαρχία. Οπότε στο πλαίσιο αυτού του διευρυμένου εκλογικού σώματος  ─κατά αναλογία αντίστοιχων συστημάτων που  ισχύουν σε άλλες χώρες όπως η Γερμανία και η Ιταλία─ θα ήταν δυνατόν να πάμε πια και στην απόλυτη πλειοψηφία, στην εκλογή δηλαδή του Προέδρου της Δημοκρατίας με την απόλυτη πλειοψηφία, ακριβώς επειδή εκεί πια δεν θα έχουμε ένα εκλεκτορικό σώμα το οποίο θα αποτελείται αποκλειστικά και μόνο από τους βουλευτές. 

«Η ουσιαστική λύση του ζητήματος των σχέσεων κράτους – εκκλησίας προϋποθέτει μια επί της ουσίας συζήτηση και αντιπαράθεση εάν εν τέλει θέλουν επικρατούσα θρησκεία ή θρησκευτική ουδετερότητα» 

ΠτΘ: Πρέπει να σταθούμε στο άρθρο που έχει να κάνει με τη θρησκευτική ουδετερότητα στις σχέσεις κράτους-εκκλησίας, για το οποίο μάλιστα υπήρχε μια σύγχυση ως προς και τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας…
Σ.Κ.:
Ως προς τις σχέσεις κράτους-εκκλησίας αυτό που ψηφίστηκε, συγκεντρώνοντας την απόλυτη πλειοψηφία των 151 και άρα απαιτείται η πλειοψηφία των 3/5 στην επόμενη βουλή, είναι προσθήκη της θρησκευτικής ουδετερότητας στο άρθρο 3 του Συντάγματος. Το βασικό ζήτημα το οποίο πρέπει να δούμε, είναι ένα ζήτημα νομικό. Από την οπτική γωνία ενός νομικού, το σύνταγμα μιας χώρας είναι οπωσδήποτε πάρα πολλά πράγματα. Πάνω και πέρα απ' όλα όμως είναι ο θεμελιώδης νόμος του κράτους. Αυτό σημαίνει ότι κάθε διάταξη, κάθε αναφορά εντός συντάγματος έχει, και οφείλει να έχει νομική, κανονιστική σημασία. Σε διαφορετική περίπτωση αναιρείται η ίδια η λειτουργία του συντάγματος.
 
Η προσθήκη της θρησκευτικής ουδετερότητας στο άρθρο 3 με προβληματίζει γιατί η αναφορά του άρθρου 3 στην επικρατούσα θρησκεία εξακολουθεί να υφίσταται και συνδυάζεται στη θρησκευτική ουδετερότητα. Αυτό νομίζω ότι είναι αντιφατικό. Δεν είναι δυνατόν από τη μια μεριά να μιλάμε για επικρατούσα θρησκεία, και από την άλλη για θρησκευτική ουδετερότητα. Η αναφορά στην επικρατούσα θρησκεία από μόνη της αναιρεί τη θρησκευτική ουδετερότητα και το αντίστροφο, άρα νομίζω ότι θα πρέπει να αποφασίσουμε τι θέλουμε. Εάν θέλουμε την αναφορά στην επικρατούσα θρησκεία η μνεία της θρησκευτικής ουδετερότητας δεν προσήκει και το αντίστροφο. Η ταυτόχρονη αναφορά και των δύο στο κείμενο του συντάγματος, φοβούμαι ότι είναι μια περίπτωση κλασικού, τυπικού συμβιβασμού, που όμως στερείται ουσίας, καθώς προσθέτει δύο αντίθετες διατυπώσεις στο κείμενο του συντάγματος, χωρίς να προσφέρει στον ερμηνευτή καμία ουσιαστική καθοδήγηση στο τι θα ισχύσει σε περίπτωση σύγκρουσης ή αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο διατάξεων. Άρα το ζήτημα εδώ επιχειρείται να αντιμετωπιστεί συμβιβαστικά, αλλά όχι ουσιαστικά. Η ουσιαστική λύση του ζητήματος προϋποθέτει μια επί της ουσίας συζήτηση και αντιπαράθεση εάν εν τέλει θέλουν επικρατούσα θρησκεία ή θρησκευτική ουδετερότητα. 

«Θα πρέπει να μας προβληματίσει το ότι σε παγκόσμιο επίπεδο, κανένα σύνταγμα δεν προβλέπει την απαγόρευση της ίδρυσης μη δημόσιων πανεπιστημίων» 

ΠτΘ: Θα ήθελα την άποψή σας και όσον αφορά το άρθρο που αφορά στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, που συγκέντρωσε νομίζω και τις μεγαλύτερες αντιδράσεις, μεταξύ κυβέρνησης και των κομμάτων της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Σ.Κ.:
Το ζήτημα του άρθρου 16 αποτέλεσε πράγματι αντικείμενο μεγάλης συζήτησης το τελευταίο διάστημα. Ενδεχομένως να υπήρχε και μια δόση υπερβολής σε αυτή τη συζήτηση από όλες τις πλευρές. Από συνταγματική σκοπιά και πάλι είναι αρκετά πολύπλοκο. Πρώτον δεν ζούμε σήμερα απομονωμένοι σε μια περίκλειστη χώρα, αλλά σε ένα διεθνές περιβάλλον.  Σε αυτό το πλαίσιο η συγκριτική διάσταση, έχει πάντοτε ιδιαίτερη σημασία στη συζήτησή μας ως προς το πώς θα διαμορφώσουμε το σύνταγμα μιας χώρας. Άρα εκεί, το γεγονός ότι δεν υφίσταται κανένα άλλο σύνταγμα τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, στο οποίο σε συνταγματικό επίπεδο να προβλέπει μια τέτοια απαγόρευση ως προς την ίδρυση μη δημόσιων πανεπιστημίων, είναι κάτι που θα πρέπει να μας προβληματίζει ιδιαίτερα. Απαιτεί μια ιδιαίτερα ισχυρή τεκμηρίωση να κρατήσουμε στο σύνταγμά μας μια απαγόρευση που όμοιά της δεν υπάρχει σε καμία άλλη χώρα.
 
Υπάρχει μια εξαιρετικά σημαντική ευρωπαϊκή διάσταση, με την έννοια ότι υπό την επίδραση του ευρωπαϊκού δικαίου, η πρακτική σημασία και το πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης του άρθρου 16 ως προς την ίδρυση μη δημόσιων πανεπιστημίων, έχει περιοριστεί πάρα πολύ. Υπάρχει μια πλειάδα νομικών μορφών, μια σειρά κολεγίων ή εργαστηρίων ελευθέρων σπουδών που συνεργάζονται με ιδρύματα κρατών-μελών της Ε.Ε. και αυτά συνυπάρχουν προς τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που είναι τα πανεπιστήμια σύμφωνα με το άρθρο 16 του συντάγματος. Άρα η ευρωπαϊκή διάσταση νομίζω ότι είναι εδώ ιδιαιτέρως κρίσιμη.
 
Η τρίτη διάσταση είναι μια ιστορική διάσταση, γιατί πολλές φορές παραγνωρίζεται η ιστορία της διάταξης αυτής. Η διάταξη του άρθρου 16 και το οργανωτικό σχήμα του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου για τη λειτουργία των πανεπιστημίων, δεν έχει μια ιδιαιτέρως μακρά ιστορία στη χώρα μας. Αντιθέτως υπό το κράτος ισχύος των προηγούμενων συνταγμάτων μπορούσαν να λειτουργούν και ιδιωτικές σχολές, οι οποίες άλλωστε έβρισκαν κατοχύρωση σε επίπεδο συνταγματικό, ήδη από τα συνταγματικά κείμενα της επαναστατικής περιόδου. Συνταγματική απαγόρευση αντίστοιχη προς τη σημερινή δεν υπάρχει.  Υπό το κράτος ισχύος του συντάγματος του 1952 υπήρχαν σχολές, όπως για παράδειγμα η Πάντειος Σχολή, η οποία επίσης δεν λειτουργούσε υπό το οργανωτικό σχήμα του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου. Αυτό προβλέφθηκε για πρώτη φορά στα συνταγματικά κείμενα της δικτατορικής περιόδου και πέρασε στη συνέχεια στο σύνταγμα του 1975. Άρα και από πλευράς ιστορικής δεν υπάρχει νομίζω επαρκής δικαιολογητική βάση για να διατηρηθεί η απαγόρευση, η οποία υπάρχει σήμερα για το άρθρο 16.
 
Η αναθεώρηση του άρθρου 16 δεν είναι κάτι το οποίο θα έπρεπε να περιοριστεί στην άρση της απαγόρευσης, καθότι υπάρχουν και αρκετά ζητήματα τα οποία θα είχαν ενδιαφέρον για τα δημόσια πανεπιστήμια, μέσα από τα οποία μια αναθεώρηση του άρθρου 16 θα μπορούσε να βοηθήσει στην απελευθέρωση και των δημοσίων πανεπιστημίων, τα οποία όλοι μας υπηρετούμε, από τα δεσμά τα οποία εκ των πραγμάτων υφίστανται σήμερα. Το σύνταγμα στο άρθρο 16 κατοχυρώνει και για τα δημόσια πανεπιστήμια μια σειρά από εξαιρετικά λεπτομερειακούς κανόνες οι οποίοι δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι έχουν πράγματι δικαιολογητική βάση σήμερα. Πέραν αυτού υπάρχουν σοβαρότατα ζητήματα ως προς το αν η πλήρης αυτοδιοίκηση των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του συντάγματος, εφαρμόζεται στην πράξη. Πολύ φοβούμαι ότι ούτε αυτοδιοίκηση ούτε πλήρης είναι στην πραγματικότητα. Με την έννοια αυτή μια αναθεώρηση του άρθρου 16 θα ήταν υπό τη σωστή κατεύθυνση, χωρίς να συμμερίζομαι βεβαίως την άποψη ότι η δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, θα ήταν εκείνος ο τρόπος, εκείνο το εργαλείο με το οποίο κατά κάποιον τρόπο μαγικά θα οδηγούμασταν, είτε στην οικονομική ανάπτυξη είτε στην δραματική αναβάθμιση του επιπέδου της ανώτατης παιδείας στη χώρα μας.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.