Χρηστος Χαρτοματσιδης, συγγραφεας «Χλοη Κουτσουμπελη, η ποιητρια των παρορμητικων συναισθηματων»

Χλόης Κουτσουμπέλη, «Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ», Πόλις, Αθήνα 2018

Είναι για μένα μεγάλη χαρά και τιμή να σας παρουσιάσω απόψε* την τελευταία ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσυμπέλη, «Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ».   
 
Η Χλόη Κουτσουμπέλη (Χ.Κ. από τούδε) δεν είναι μια συνηθισμένη ποιήτρια. Ακόμη με μια  πρώτη ματιά μπορεί κανείς να διαπιστώσει πως τα ποιήματά της διαφέρουν  αρκετά από αυτά που διαβάζουμε καθημερινά. Όπως στη μουσική, όπου ο συνθέτης δηλώνει το θέμα και προσπαθεί με τα εκφραστικά μέσα των ήχων και της μελωδίας να μας δώσει τις εικόνες και να μας εισάγει στο πνεύμα των ανησυχιών του, έτσι και στην ποίηση της Χ.Κ. ο σκοπός είναι να δημιουργηθεί  μια ατμόσφαιρα, ένα σύνολο συναισθημάτων, που για τον καθένα μας μπορεί να είναι με διαφορετική απόχρωση κι ένταση. Δεν είναι σίγουρο αν θα μοιραστούμε ακριβώς τους ίδιους συνειρμούς, κάτι που τελικά δεν έχει τόση σημασία. Πολύ συχνά το υποσυνείδητο κι όχι η αυστηρή λογική υπαγορεύει  και προβάλλει τις παραστάσεις, τις διαδρομές, τις εικόνες και τους περίεργους συσχετισμούς που δημιουργούνται. Αυτή είναι η τελετουργία  που μερικοί προσδιορίζουν σαν  έμπνευση, ενώ άλλοι εικάζουν  πως ο  ίδιος Άγγελος ψιθυρίζει στο αυτί του ποιητή. Ο ρόλος του δημιουργού είναι να ξεπεράσει το υποσυνείδητο, να κάνει το μοντάζ κι από όλες τις εικόνες να κρατήσει μόνο αυτές που θα απογειώσουν το συναίσθημα,  ή την ιδέα, όπως γίνεται στα ποιήματα της Χ.Κ. Ίσως κάποια σημεία να μας φανούν πέρα από τον συνηθισμένο  τρόπο σκέψης. Μα αυτή είναι η μαγεία της ποίησης: η περιπλάνηση στις άλλες, ασυνήθιστες για μας διαστάσεις του λόγου.
  
Η Χ. Κ. είναι ποιήτρια των παρορμητικών συναισθημάτων, γι αυτό πολλά από τα ποιήματά της έχουν σουρεαλιστικά και ψυχεδελικά στοιχεία,  είναι γεμάτα χρώματα, εικόνες, ήχους, οσμές, αγγίγματα  που στοχεύουν να δημιουργήσουν την κατάλληλη ατμόσφαιρα για να μπει ο αναγνώστης στον δικό της ψυχικό κόσμο, ή καλύτερα να μοιραστεί μαζί της τις ίδιες διαθέσεις και συναισθήματα.
 
Πρώτα θα ήθελα να δώσω κάποιες γενικές κατευθύνσεις, που χαρακτηρίζουν το έργο της και μετά θα αναφερθώ περιληπτικά στα ποιήματα της συγκεκριμένης συλλογής, τονίζοντας τις ιδιαιτερότητές τους, τόσο θεματικά όσο και στη φόρμα, μα πάνω απ’ όλα στο τι με έχει ενθουσιάσει στο  κάθε ένα από αυτά.  

Γυναίκα, έρωτας, χρόνος, θάνατος τα βασικά θέματα της συλλογής  

Βασικό θέμα στην ποίηση της Χ.Κ. είναι η γυναίκα. Πρόκειται για γυναίκες που δεν συμβιβάζονται, που απορρίπτουν τα δεδομένα της εποχής τους και την ξεμπροστιάζουν, που έχουν άλλα μυαλά και  γεννάνε διαφορετικές, ασυνήθιστες ιδέες. Συνήθως  έχουν και διαφορετικές απαιτήσεις τόσο ως προς τον εαυτό τους, όσο κι ως προς το περιβάλλον που τις περισσότερες φορές είναι  εχθρικό μαζί τους. Τέτοιες γυναικείες  μορφές στα ποιήματά της είναι η Αντιγόνη, η Πηνελόπη,  η Άλκηστις, οι τρεις γυναίκες Λάζαροι.   Είναι  δοκιμαζόμενες στη ζωή, μα και στον έρωτα γυναίκες.
 
Ο έρωτας είναι άλλο ένα βασικό θέμα των ποιημάτων της. Χ.Κ. Πρόκειται συνήθως  για τον έρωτα  που έχει παρέλθει και οι ηρωίδες της τον αναπολούν. Αναλογίζονται τις καταστροφές και τις  απώλειες που έχει αφήσει πίσω του, μα τον ευλογούν για τις συγκινήσεις που τους έχει χαρίσει.  Ο τίτλος της Συλλογής βγαίνει  από  «ντεσπερέ» που είναι η απόδοση από τα γαλλικά της λέξης «απόγνωση».  Νομίζω η κατά λέξη μετάφραση είναι «απελπισία», ενώ για την απόγνωση στο λεξικό θα βρούμε τον ορισμό: «πολύ μεγάλη απελπισία». Πρόκειται λοιπόν για μια γυναίκα που μένει στην οδό «Απόγνωσης»  και η απόγνωση αυτή προέρχεται από το ακατόρθωτο του έρωτα.  Κάτι που οδηγεί σε μια ατελείωτη μοναξιά… Τα δύο φύλα δεν καταφέρνουν να γεφυρώσουν τις διαφορές μεταξύ τους. Στο ομώνυμο ποίημα, που δίνει και τον τίτλο της Συλλογής, μας εξηγεί πως  ο άντρας είναι «απελπιστικά αθώος», μα κι «ανυπεράσπιστα ένοχος». Είναι αθώος, επειδή η ίδια του η φύση τον έχει πλάσει «εξολοθρευτή ελαφιών» και παρά την προσπάθεια κατανόησής του, παραμένει ο βασικός φταίχτης. Γύρω από τους δύο εραστές  τα πάντα γκρεμίζονται. Το τοπίο γεμίζει σκοτωμένα ελάφια και ο μόνος τρόπος επιβίωσης σε αυτή την πραγματικότητα είναι η επινόηση μιας άλλης, φανταστικής,  ως προσωρινού καταφυγίου, μια και πάντα υπάρχει η επίγνωση για την καθαρά επινοημένη φύση του. Σε αυτό το σημείο συναντιούνται  το θέμα με τα εκφραστικά μέσα, για τα οποία θα μιλήσουμε πιο κάτω.

Φυσικά, όταν υπάρχει πρόβλημα στον έρωτα θα πάσχει και η οικογένεια (άλλο ένα θέμα) με τα τραύματα που αφήνει στις ψυχές όλων, τα οποία θα καθορίσουν τις συμπεριφορές τους, θα προσδιορίσουν τους μετέπειτα προβληματισμούς και ιδιαιτερότητες των ηρώων.
 
 Άλλο ένα αιώνιο θέμα για την ποιήτρια είναι η σχέση με τον χρόνο. Έχουμε πιο συγκεκριμένα τις παρακάτω κατευθύνσεις:
 —ο χρόνος και η γυναίκα. Το πέρασμα στις πιο ώριμες ηλικίες, όπου διατηρείται όμως ο νεανικός ενθουσιασμός. Έτσι έχουμε τον κύκλο δέκα ποιημάτων  «Η Αντιγόνη γερνά».  Σαν θέμα, μα και σαν τίτλο θα το συναντήσουμε και στο «Η Πηνελόπη γερνά».
 —Άλλη μια κατεύθυνση: είναι ο χρόνος  κι ο έρωτας, η παντοτινή λαχτάρα για έρωτα
 —Άλλη μια: ο χρόνος και η ζωή μας… Κι αναπόφευκτα εδώ θα προκύψει το άλλο μεγάλο θέμα που την απασχολεί που είναι
ο θάνατος: από την μια ως καθαρά βιολογική απώλεια, μα και  ως τρομερή πνευματική συμφορά, που συνήθως ταυτίζεται  και με το τέλος του έρωτα!!!   Κι εδώ θέμα και εκφραστικά μέσα γίνονται ένα!!! 

Τα ποιητικά, δομικά «υλικά» 

Για να περάσουμε στην καλλιτεχνική  φόρμα. Στην ποίηση της Χ.Κ.  υπάρχει ένας καταιγισμός από συναρπαστικές εικόνες, που δημιουργούνται με εύστοχες μεταφορές ή αλληγορίες. Πρόκειται για εικόνες που αποτυπώνονται στη μνήμη του  αναγνώστη.  Θα αναφέρω μόνο  μια: «Η πλατεία Αριστοτέλους άχνιζε περιστέρια». Η ποιήτρια δημιουργεί έναν δικό της κόσμο, ο οποίος δεν διέπεται ούτε από τους νόμους της φυσικής, μα ούτε κι από τα προστάγματα της κοινωνίας. Μέσα σ’ αυτήν την υπερρεαλιστική πραγματικότητα, κάπου στο πέρασμα ανάμεσα στη δική μας και τις άλλες διαστάσεις, κινούνται, μα πάνω απ’ όλα πάσχουν οι λυρικοί της ήρωες. Εκεί καλούν  τον αναγνώστη να τους ακολουθήσει και να συμπάσχει μαζί τους.
 
Άλλο χαρακτηριστικό σημείο της φόρμας είναι οι αναφορές σε λογοτεχνικά έργα, ή  χαρακτήρες, που είναι μονάχα μια αφορμή για να πει η ποιήτρια τα δικά της, για να μας προσφέρει τη δική της ανάγνωση αυτών των κειμένων.
 
Δεν πρέπει να μας διαφύγει και μια περιπαικτική διάθεση, που γίνεται αισθητή σε κάποια από τα ποιήματά της, όπου σκοπεύει να αποφορτίσει καταστάσεις, που είναι  όμως και προϊόν αυτογνωσίας και πικρού χιούμορ.
 
Τέλος, μιλώντας για τη φόρμα, θα αναφερθώ και στην αποστασιοποίηση της λυρικής ηρωίδας από το έργο που είναι ο φορέας της. Κάπου αυτό μοιάζει με το συναίσθημα ανακούφισης, όταν βλέπουμε κάποιον εφιάλτη κι ενώ συνεχίζει, τρέχει σαν ταινία και μας  βασανίζει, κάπου  μέσα μας συνειδητοποιούμε πως ονειρευόμαστε. Θα το σύγκρινα με την μέθοδο του Μπρεχτ, όπου οι ηθοποιοί αποστασιοποιούνται από τους χαρακτήρες που ενσαρκώνουν. 

«Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ»  

 «Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ» είναι μια συλλογή από 31 ποιήματα από τα οποία το ένα είναι πρόλογος και το τελευταίο επίλογος. Δεν γνωρίζω αν τα συγκεκριμένα ποιήματα είναι γραμμένα ειδικά για την αρχή και το τέλος του βιβλίου, όμως άνετα θα μπορούσαν να υπάρχουν κι από μόνα τους, εκτός Συλλογής.
 
Ο Πρόλογος, μας βάζει αμέσως στη θεματολογία της ποιήτριας. «Με λένε Τζέην, Τζέην Μποντ». Εδώ θέλοντας να αρχίσει κάπως πιο ανάλαφρα, χρησιμοποιεί τη γνωστή φράση, από την ταινία με τον πράκτορα, από το όνομα του οποίου θα κρατήσουμε μόνο το Bond που σημαίνει δεσμός. Πρόκειται  για αναφορά στην Τζέιν Έιρ  της Charlotte Bronte. Στο ποίημα η ηρωίδα, παίρνει επίδομα για παραστρατημένες  γκουβερνάντες, γυρνάει στους άγριους βάλτους του Θόρνφιλντ, ανάμεσα σε αποκαΐδια και παραμορφωμένες πεταλούδες  και… «συνεχίζει να γράφει». Από εκείνο το σημείο και μετά αρχίζει ουσιαστικά η ποιητική συλλογή κι ήδη υπόσχεται πολλά…
  
Το  πρώτο στη σειρά ποίημα της Συλλογής είναι το «Γεωγραφία μιας καλοκαιρινής μέρας χωρίς εσένα». Εδώ τα περίεργα τοπία και τα εξωτικά εδέσματα, «τα μπιφτέκια από καμήλα» και το καταπληκτικό  «οι ώρες που διαμένουν σε μεγάλη απόσταση η μια από την άλλη»  είναι η φόρμα για να εκφραστεί το συναίσθημα, προϊόν  της απώλειας. Το δυνατό σημείο του ποιήματος βρίσκεται στους στίχους: «Φορώ το φόρεμα με τις πιτσιλιές επάνω του, τα ίχνη των χεριών που υπήρξες»…
 
Στο «Οι φήμες κι άλλα άγνωστα ιπτάμενα αντικείμενα» έχουμε πέρασμα από το προσωπικό δράμα στη γενίκευση κι από κει  στον ρόλο της τέχνης σαν αλεξικέραυνο, μα και σαν γεννήτρια αστραπών, περίπου  σαν ένα  φανταστικό μηχάνημα του Τέσλα. Οι φήμες είναι πως: «μια μέρα, κάποια στιγμή, κάποτε με αγάπησες» και οι προϋποθέσεις είναι πως  «για να αγαπήσεις μια πεταλούδα, πρέπει πρώτα να αποδεχτείς την κάμπια». Άλλο ένα ωραίο σημείο είναι πως: «το καλύτερο κατοικίδιο – είναι  η αυτολύπηση». Στο ποίημα δημιουργείται μια επιθυμητή αταξία, μέσα στην οποία πλανιούνται εικόνες και συναισθήματα.
  
Στο «Όλη η αλήθεια σχετικά με την προδοσία»,  η ποιήτρια μας δίνει το θέμα. Το συναίσθημα ξυπνάει από το: «βελούδινο μαξιλάρι με το κλειδί, που δεν ανοίγει μια μεγάλη πύλη», μα «δοχείο από σανταλόξυλο»… στα μέτρα του κορμιού μας», σαν αποτέλεσμα της προδοσίας στον έρωτα…
 
 Ακολουθεί το «Πρωινή σύναξη στην κουζίνα»  με την τρομερή εικόνα για την θλίψη που έχει βάλει το κεφάλι της στον φούρνο της σόμπας. Υπενθυμίζω πως αυτός ήταν ο γνωστός τρόπος  αυτοκτονίας με το φυσικό αέριο. Τα αυγά της γειτόνισσας τσιτσιρίζουν στο τηγάνι μαζί με το μπέικον, αναφωνώντας απεγνωσμένα: «Στη Μόσχα, αδελφές μου, στη Μόσχα», όπως οι τρεις αδελφές του Τσέχωφ. Στην κουζίνα τελικά θα εισβάλει η γιαγιά που φέρνει μήλα, με «οικόσιτο  σκουλήκι».  Αυτή η γιαγιά θα στοιχειώσει την κουζίνα και σε άλλα ποιήματα, δημιουργώντας μια ποιητική αλληλουχία από  συναισθήματα τρόμου και θλίψης.
 
«Η Αλίκη ανακάμπτει». Το ποίημα αρχίζει με τα λόγια που λένε τα παιδιά από την Απεξάρτηση: «Με λένε Αλίκη και είμαι καλά», δηλαδή ότι δεν έχουν κάνει χρήση. Δεν είναι τυχαία η αναφορά στην απεξάρτηση. Στο συγκεκριμένο  έργο του Λούις Κάρολ, που τον ίδιο, όπως και κάποιους χαρακτήρες του θα συναντήσουμε και σε άλλα ποιήματα, οι καταστάσεις είναι  ψυχεδελικές, οι μονόλογοι-παραμιλητά. Ακούγονται  προβληματισμοί όπως: τι κάνει «τικ τακ στο στόμα του κροκόδειλου;» ή «τι είναι αυτό που στραγγίζει τα φακελάκια του τσαγιού;». Μια κάμπια τινάζει τα στρώματα στο απέναντι μπαλκόνι, η άνοιξη είναι σφαιρική και η γη επίπεδη. Θα ήθελα να προσθέσω και  κάτι για τη φόρμα του ποιήματος: Εδώ, όπως αναφέραμε πιο πάνω η λυρική ηρωίδα, η Αλίκη παίρνει αποστάσεις από το ποίημα στο οποίο πρωταγωνιστεί, και ρωτάει τον λαγό: «Υποτίθεται πως είσαι ποίημα;».
Ακολουθεί το «Γυναίκα Λάζαρος». Η ουσία βρίσκεται στο φινάλε του ποιήματος, όπου μιλάει για «ένα κορμί που έχασε το σώμα του» και ακούγεται σαν λογοπαίγνιο, μα πρόκειται για τον άλλον της εαυτό, για το  αίσθημά της. Για να φτάσουμε ως εκεί περνάμε μέσα από θαυμαστές εικόνες, όπως «τυφλό μάτι το φεγγάρι», «μαύρο τηγάνι που καίγεται η νύχτα», όπως  και ανατριχιαστικές εικασίες  για τους νεκρούς που είναι «εξοικειωμένοι  με το παράλογο», και το παράλογο είναι η ζωντανή γυναίκα Λάζαρος που εκλιπαρεί  να την αναστήσουν. Η ίδια θεωρείται πεθαμένη, μια που έχασε τον έρωτα της…
  
Το επόμενο ποίημα που είναι θεματικά συνδεδεμένο με το προηγούμενο είναι «Οι τρεις Λάζαροι».  Οι τρεις γυναίκες Λάζαροι ποθούν την Ανάστασή τους, που η άλλη της ονομασία είναι  έρωτας. Αναπόφευκτα έχουμε και τον θάνατο ως προδοσία του έρωτα.
 

Ακολουθεί το ποίημα  «Μύριαμ η θαλασσινή», όπου η «θαλασσινή» βγαίνει από τη Νεκρά θάλασσα. Η ποιήτρια μας λέει τη δική της εκδοχή της γνωστής βιβλικής ιστορίας. Ιδιαίτερα εντυπωσιάζει η ζωντανή περιγραφή της φυγής της οικογένειας του Λωτ, σαν κάτι που γίνεται εντελώς απροετοίμαστα, με τον χυλό που αχνίζει στο τραπέζι, με τη γυναίκα που φοράει στα γρήγορα τα φορέματά της το ένα πάνω στο άλλο, που δεν ξέρει τι να πρωτοσώσει. Αναφέρονται οι  αναμνήσεις της για τις δύσκολες μοναχικές στιγμές όταν ήταν «πιο μόνη κι από ξένο». Η ίδια, δεν μένει στήλη άλατος, μα γίνεται στήλη από δάκρυα. Η παραπομπή στην κοντινή  Νεκρά  θάλασσα είναι αλληγορική για το τέλος της ύπαρξης και της αγάπης. Στη «Βίβλο» η γυναίκα του Λωτ δίνεται σαν αρνητικό παράδειγμα, μια που δεν υπακούει την εντολή του αγγέλου και γυρνάει προς τα πίσω  να δει όλα όσα αφήνει  και γι’ αυτό τιμωρείται. Στο ποίημα πρόκειται για αλληγορία, όπου η γυναίκα που θέλησε έστω και φευγαλέα να αντικρίσει για τελευταία φορά τον έρωτα θα γίνει στήλη από δάκρυα.  Συναντάμε επίσης θαυμάσιες παρομοιώσεις  με τον καθρέφτη που είναι «χάρτης για τις ρυτίδες», οι μηροί, το υπογάστριο οι αστράγαλοι, είναι «γη προγονική» κι «από το όνομά της ανάβλυσε νερό/ στήλη από δάκρυα». Υπάρχει κι ένα φεμινιστικό υπονοούμενο για την πτώση  του ουσιαστικού, που δεν είναι γενική, μα «μάλλον κτητική».
 
 Επόμενο ποίημα το «Τρεις  εραστές», που είναι χωρισμένο σε τρία μέρη κι ο κάθε ένας από τους εραστές είναι κάποιος γνωστός συγγραφέας:
Α. Ιούλιος Βερν. Εδώ οι αναφορές σε τίτλους και υποθέσεις από έργα του συγγραφέα, σε συνδυασμό με το επαναλαμβανόμενο θέμα του αταίριαστου κι ανεκπλήρωτου έρωτα, δημιουργούν την καλλιτεχνική φόρμα. Μέσα στο ποίημα  αυτή εκφράζεται με το  που
 —η ηρωίδα γίνεται αστερισμός
 —οι 80 μέρες γίνονται 80 νύχτες
 —υπάρχει αναφορά σε έναν λευκό γάμο
 —ο Φιλέας Φογκ φωνάζει τις νύχτες στο κρεβάτι: «Ποιο είναι το στοίχημα;»
 —η κατάδυση  είναι στις 20.000 λεύγες στον πυρήνα του εσωτερικού της κόσμου
 
Μέχρι που στο φινάλε η φράση: «Είσαι σκέτη λογοτεχνία!» έρχεται σαν επίπληξη. Η ζωής της ηρωίδας έχει μεταφερθεί στην διάσταση της μυθοπλασίας. Έχουμε και πάλι αποστασιοποίηση από τον λογοτεχνικό κορμό, σαν η λογοτεχνική ψυχή να βγαίνει από το σώμα, να αιωρείται ανάλαφρη και να βλέπει τα δρώμενα, όπως  και το ίδιο το λογοτεχνικό έργο από ψηλά! Τελικά πρόκειται για  αναμέτρηση της ερωτικής κι όχι μόνο, πραγματικότητας με /  το επιθυμητό και τη φαντασία, μια που ο Ιούλιος Βερν ήταν συγγραφέας φανταστικής λογοτεχνίας.
 
 Β. ΚΑΡΟΛ ΛΙΟΥΙΣ. Κι εδώ γίνεται η γνωστή χρήση στοιχείων από την «Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων», σαν φόρμα, μόνο που το θέμα είναι η αναμέτρηση της ηρωίδας με τον Χρόνο, ενώ ο Χρόνος αναμετριέται με την ερωτική σχέση. Η ηρωίδα   δεν θέλει να μεγαλώσει, αυξομειώνεται συνεχώς —εδώ μπορούμε να θυμηθούμε και  τη διαστολή της ύλης, ή του χώρου, ως προς την ταχύτητα του φωτός.  Η ίδια από τη μια απεγνωσμένα καλεί τον εραστή, από την άλλη ήδη βρίσκεται  αλλού. Τρώει μανιταρόσουπα και καπνίζει πίπα  —και τα δυο πιθανόν παραισθησιογόνα—  στην άλλη όχθη του γιαλού, συντροφιά με μια κάμπια.
 
Γ. ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ. Κι εδώ έχουμε αναφορές στα έργα του γνωστού συγγραφέα και στη σχέση των  δυο ερωτευμένων της ιστορίας, του Φραντς και της Μιλένας. Ο Κάφκα βασικά είναι «σκοτεινός» συγγραφέας κι έχουμε μια θαυμάσια εικόνα πως «φορούσε ολόσωμες σκιές μέχρι το γόνατο».
 
«Λογοτεχνικές συγκρούσεις». Και σ’ αυτό το ποίημα τα προσωπικά συναισθήματα αποδίδονται μέσω αγαπημένων λογοτεχνικών έργων. Έτσι δημιουργείται ένα πολυσύνθετο ψηφιδωτό  με αναφορές στην Άννα Καρένινα και τον αγαπημένο της Βρόνσκι. Το τραίνο σουρεαλιστικά περνάει ανάμεσα στις ρώσικες χιονισμένες σημύδες για να καταλήξει σχεδόν κοντά μας, στον Σταθμό Λαρίσης. Συναντάμε το αγαπημένο της σκοτωμένο ελάφι, σαν παρομοίωση  για την πληγωμένη στον έρωτα γυναίκα,  και εντελώς μεταφυσικά η Άννα θα μεταληφθεί  στον ουρανό, μαζί με τον λευκό καπνό και το ποίημα θα τελειώσει με  μια γυναίκα με τα γυαλιά στη μύτη να γράφει: «Αγαπητέ κόμη, από τότε που δεν είμαι εδώ…». Το μοτίβο  αυτό θα επαναληφτεί και σε άλλα ποιήματα, είναι άλλωστε το βασικό λάιτ μότιβ της Συλλογής!
 
«Κονσταντίν  Σιμόνοφ». Αυτό το ποίημα το άκουσα για πρώτη φορά στην Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, όταν η τιμώμενη χώρα ήταν η Ρωσία. Ανάμεσα στους καλεσμένους ήταν ο «δικός μας» Μαξίμ Ζάμσεβ, αντιπρόεδρος των Μοσχοβιτών συγγραφέων κι Αναπληρωτής αρχισυντάκτης της «Λιτερατούρναγια γκαζέτα». Ο ίδιος καμάρωνε με τη συλλογή ποιημάτων του στα ελληνικά, που είχαν βγάλει η Τζένη, οι εκδόσεις «Παρατηρητής της Θράκης» συγκεκριμένα,  σε δική μου μετάφραση σε συνεργασία με την Στεφανία Αμοιρίδου. Τότε λοιπόν, μια ομάδα ποιητριών από τη Θεσσαλονίκη  —ανάμεσά τους και η Χ.Κ— μετά από πρόσκληση από το ρώσικο περίπτερο,  διάβασαν δικά τους ποιήματα. Ένα από αυτά ήταν το: «Κονσταντίν Σιμόνοφ». Πρόκειται για μια δική της, της ποιήτριας ματιά, στο προσωπικό ειδύλλιο,  και γιατί όχι προσωπικό δράμα, του συγγραφέα με  την ηθοποιό Βαλεντίνα (Σερόβα) στην οποία αφιέρωσε το γνωστό ποίημα του «Περίμενέ με». Εδώ σαν λογοτεχνική φόρμα χρησιμοποιεί  την παρομοίωση του έρωτα,  με απεγνωσμένη προσπάθεια επιβίωσης ─«τις νύχτες  τα μαλλιά της μεγαλώνουν επικίνδυνα, την πνίγουν φύκια πυκνά». Η ποιήτρια πειραματίζεται με τα δυο αντίθετα στοιχεία  φωτιά / νερό και τα δύο εξίσου επικίνδυνα – «το σαμοβάρι έκαιγε σάρκα», ωστόσο «το κορμί  δεν είναι κολυμβήθρα» για την αναβάπτιση του χαμένου πια έρωτα κι «ο πόλεμος δεν έχει ταχυδρόμο» για να φτάσει εγκαίρως το ζωτικό μήνυμα του έρωτα. Προσωπικά προτιμώ το φινάλε στην παλιά εκδοχή του ποιήματος:
 
«Από τότε γράφτηκαν πολλά ποιήματα στον κόσμο
Κανένα όμως πιο σπαρακτικά δεν παρακάλεσε:
Κράτα με σφιχτά μες στα λαγόνια σου
γιατί μόνον έτσι μπορείς να μ' αναστήσεις…»

 
Το επόμενο ποίημα «Το φεγγάρι» είναι γραμμένο περίπου σε πεζό λόγο, αν και χωρισμένο σε στίχους των 19 με 23 συλλαβών. Πρόκειται για μια πικρή ιστορία, όπου το ζητούμενο είναι η αγάπη. Ως παρομοίωση και ως φόντο  κυριαρχεί το φεγγάρι – «μαλακό σαν τυρί και γεμάτο τρύπες, σαν καινά μνήμης»,  που επουλώνονται με επινοημένες στιγμές, επινοημένα συναισθήματα και στίχους
 
«Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ».  Το ποίημα δίνει τον τίτλο του βιβλίου. Μοιάζει σαν να είναι η συνέχεια  του γράμματος της Άννας Καρένινα από το πιο προηγούμενο ποίημα. Κι εδώ έχουμε την αποστασιοποίηση της λυρικής ηρωίδας από το κείμενο. Για να μην την λυπούνται όμως, ισχυρίζεται πως τέτοια σημειώματα είναι συνήθως επινοημένα.
 
«Μάθημα ζωολογίας». Αυτό το ποίημα μου άρεσε από την πρώτη στιγμή.  Περιέχει τρομερά ευρήματα όπως:   το «εξελικτικό ατύχημα», το «μυθιστόρημα με πλατυποδία», ή πως απ’ τα αυγά που γεννάει, τα «τέκνα του ποτέ δεν θα γίνουν κύκνοι». Ο ορνιθόρυγχος παρουσιάζεται σαν τις μυθολογικές έχιδνες, σειρήνες, σφίγγες κ.λπ. ενωμένες σε ένα σώμα, με «ευδιάκριτες τις ραφές».  Αναφέρεται πως θηλάζει, τα μωρά του, αν και δεν έχει ρόγες, κι οι νηκτικές μεμβράνες, ανάμεσα στα δάκτυλα, δεν τον βοηθάνε να πετάξει, όπως θα γινόταν με τους πτεροδάκτυλους. Μάλλον πρόκειται για κάποια πολυδιάστατη και μπερδεμένη ανθρώπινη ύπαρξη, που έχει ανάγκη να την αγκαλιάσει κάποιος στοργικά, για όσο διαρκεί η εξελικτική καθιέρωση κάποιου είδους… δηλαδή για χιλιάδες χρόνια…
 
«Ποίημα ποιητικής».  Είναι αναφορά στο νόημα της τέχνης, μα και της ύπαρξης του δημιουργού. Η αναζήτηση καταλήγει  στο συμπέρασμα, πως αρκεί: «έναν στίχο μόνο να προλάβουμε ν’ αρθρώσουμε» για να ολοκληρωθεί ο κύκλος μιας τέτοιας ύπαρξης.
 
«Ο κύριος Χόθορν παραβιάζει την εναέρια κυκλοφορία». Εδώ ένα τόσο μεγάλο θέμα, όπως ο θάνατος, παρουσιάζεται με τόσο απλό και παραμυθένιο τρόπο. Υπέροχο ποίημα, όπου ο κ. Χόθορν αιωρείται, η μικρή Γουέντυ τρώει ασταμάτητα, φοβούμενη, πως αν δεν έχει αρκετό βάρος το μπαλόνι της θα την παρασύρει μακριά από αυτούς που αγαπάει. Ο Τροχονόμος της εναέριας κυκλοφορίας, εκτιμώντας πως έχει μεγάλη κίνηση προς  τους αιθέρες, με σουρεαλιστικό τρόπο βγάζει το κράνος, μαζί με το κεφάλι του…
 
«Οι τρεις αδελφές Μέντοουζ». Περίεργο ποίημα κι εδώ, όπως συνηθίζει η ποιήτρια,  το περιβάλλον, μα και οι ήρωες  έχουν μακρινή εξωτική καταγωγή κι ονόματα. Στο ποίημα, υπαρκτά γεγονότα και πρόσωπα μπλέκονται με φανταστικά κάπου υποθέτω στον αμερικάνικο νότο. Στον ποιητικό αυτόν κόσμο τα σκυλιά δεν θα γαυγίσουν, μα θα αρχίσουν να αλυχτούν… Μας μένει μόνο η αίσθηση, για κάτι θλιβερό που συνέβη, μα μπορεί και να μην έχει συμβεί, έχει όμως χαραχτεί βαθιά στο υποσυνείδητο…
 
«Η κυρία Γουότερμπριτζ διασχίζει την άβυσσο». Σ’ αυτό η ηρωϊδα  ουσιαστικά διασχίζει την τεράστια άβυσσο της μοναξιάς της.
 
«Το σώμα της γυναίκας ύψιλον». Η ουσία του ποιήματος είναι πως θυμάται το σώμα της ανέγγιχτο, αναφέρεται στους φίλους που έχασε κι όχι στους εραστές που κέρδισε, στους εστεμμένους βατράχους που κυνηγούσε στην λιμνούλα, γρυλίζοντας στα νούφαρα, και στον χρόνο, που προσπαθούσε να καταπιεί… Τελικά ανταλλάσσει το σώμα της με ένα ζευγάρι κόκκινες γαλότσες προσπαθώντας να γράψει ζεστά ποιήματα…
 
«Ξέρω τι κάνατε πέρσι το καλοκαίρι». Εδώ η ουσία του ποιήματος κρύβεται στις λέξεις: «Λογοτεχνία είπαμε κάνουμε, ποτέ δεν ερωτευόμαστε στ’ αλήθεια», σαν μια προσπάθεια της λαβωμένης λυρικής ηρωίδας, που είναι και το θύμα, να αντιμετωπίσει με κάποια αξιοπρέπεια τη δύσκολη κατάσταση… Κι εδώ θα συναντήσουμε το μάτι του ελαφιού. Κι εδώ ο ερωτικός «φόνος» διαπράττεται λόγω μιας τσεχοφικής ανίας…
 
«Άλκηστις». Ένα σύντομο ποίημα για τους νεκρούς έρωτες…
 
«Η Αντιγόνη γερνά».   Στη βραβευμένη συλλογή «Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης»  υπάρχει το ποίημα «Αποχαιρετισμός», που στο πρώτο του μέρος αρχίζει:
 
 «…Την λένε Αντιγόνη και ήρθε να θάψει τον αδελφό της.;»
 
Τώρα η Χ.Κ. επιστρέφει στο θέμα, ή μάλλον στην ίδια λυρική ηρωίδα μετά από κάποια χρόνια. Το ποίημα  είναι κύκλος, που  αποτελείται από δέκα διαφορετικά ποιήματα.  Στο πρώτο, προσδιορίζει έννοιες όπως: «Γραφή», «μνήμη», «ενοχή». Τα έμβρυα που δεν κυοφόρησε ποτέ και περιμένει να ξεπηδήσουν από τα λάχανα που ποτίζει, τα αποκαλεί «γραφή»,  τις άδειες παγίδες για ασβούς  «μνήμη» κ. λπ.
   Στα υπόλοιπα  θέτει υπαρξιακά ερωτήματα, μαζί με άλλα βασικά όπως:
—Τι είναι η αγάπη;
—Η μετάνοια;
—Τα γηρατειά  ως βιολογικό γεγονός, μα και ως αφορμή για επαναπροσδιορισμό κάποιων πραγμάτων;
—Ο  θάνατος;
 
«Η Πηνελόπη γερνά». Εδώ η ποιήτρια επιστρέφει στην ίδια  ηρωίδα, κάποια χρόνια μετά, πιο  ώριμη, μα με τις ίδιες νεανικές προσδοκίες κι ανησυχίες όπως: «Ποιον  θα ξεβγάλει απόψε στην ακτή το όνειρο; Ποιος θα ξεπροβάλει μέσα από την ομίχλη, για να την αγκαλιάσει στο χωνευτό κρεβάτι;»
 
Κι ενώ μας ανακοινώνει αισιόδοξα στο φινάλε πως ο ξένος με το παρατσούκλι Ούτις** έχει περάσει τον έλεγχο των αποσκευών, άρα πλησιάζει η ώρα της συνάντησής τους, στην ουσία επαναλαμβάνει σαν πικρό χιούμορ το αρχαιότερο γνωστό λογοπαίγνιο, που είναι και τραγική ειρωνεία, μια που το όνομα που δήλωσε ο Οδυσσέας  στον Κύκλωπα είναι ο Ούτις, που στα νέο ελληνικά μεταφράζεται σαν Κανένας. Άρα κανένας δεν θα έρθει στην Πηνελόπη… 
 
«Η ντροπή». Η λυρική  ηρωίδα αναπαράγει τον πόνο και την θλίψη της για μια οικογένεια που υπάρχει  μόνο μέσα από τις  αναμνήσεις και κάποιες εικόνες που έχει η ίδια εμπνευστεί. Πολύ πετυχημένο εύρημα της φόρμας είναι: η παλίρροια, που πλημυρίζει το σαλόνι. Εδώ  στην περιγραφή παραθέτει λεπτομέρειες που θα ζήλευε ο κάθε πεζογράφος  όπως «τα κρύσταλλα που μετά την παλίρροια λάμπουν καθαρά», τα ραγισμένα, μα καθαρά πιατάκια κ. οκ.
 
«Ομφάλιος λώρος». Συνεχίζω να θαυμάζω την ποιήτρια για την άνεσή της να αναπαράγει δήθεν «βιολογικά» θέματα. Μετά τον ορνιθόρυγχο, εδώ έχουμε την παρουσίαση της γέννας, της εξέλιξης, της ζωής  που ολοκληρώνεται με τον αποχωρισμό  του νέου έμβιου όντος, που πατάει γερά πάνω στα πήλινα του πόδια και είναι απαραίτητη η σκληρότητα στην αγάπη για την διαφύλαξή του…
 
«Άσκηση». Με τα ρήματα «ζωγραφίστε», «σκηνοθετήστε» και τελικά «επινοήστε» η Χ.Κ. δημιουργεί την εικόνα μιας ευτυχισμένης οικογένειας σαν αντίβαρο της έλλειψής της. Κι εδώ υπάρχει η σύγκρουση πραγματικότητας- επινόησης.
 
«Οδηγός μαγειρικής». Θαυμάσια εικόνα πλασμένη με τους συνειρμούς που δημιουργούνται με την χύτρα ταχύτητας και το σπίτι σαν ατμομηχανή που εκτροχιάζεται, για να μείνει στο τέλος η μοναξιά της μητέρας που μαγειρεύει θεσπέσια γεύματα για ένα μόνο  άτομο.
 
«Οικογενειακή παράδοση». Εδώ η φόρμα είναι μια σειρά από περιστατικά βγαλμένα από γνωστά παραμύθια. Δημιουργείται ενδιαφέρον ποιητικό κείμενο,  με πλούσια ευρήματα, μέσα από τα οποία  μόνο πού και πού ξεσπάει και βγαίνει προς τα έξω σαν κραυγή η πραγματική αγωνία για την αυταπάτη της αγάπης, ή  για τον τίγρη-χρόνο που όλα τα καταβροχθίζει. Στο τέλος η γιαγιά —η ίδια μάλλον γιαγιά που στοιχειώνει την κουζίνα και στα άλλα ποιήματα—  σαν άλλη μια μάγισσα παραμυθιού, μάλλον από το «Χάνσελ και Γκρέτελ»,  πλάθει κουλουράκια, που τα ξεροψήνει στον φούρνο για να τα δαγκώσει λαίμαργα.
 
«Ραντεβού στην Καμάρα». Το τελευταίο ουσιαστικά ποίημα, πριν από τον «Επίλογο», με συναρπαστικές εικόνες όπως «Ο Λευκός πύργος έμοιαζε καμηλοπάρδαλη», ή το τρομερό: «Η Αριστοτέλους άχνιζε περιστέρια». Αναφορά σε ένα ραντεβού που δεν έγινε και ίσως να ήταν μόνον…  επινοημένο…
 
Κι ο «Επίλογος»: Κι εδώ υπάρχει η ολοφάνερη αποστασιοποίηση από το δικό της κείμενο. Ο Σκηνοθέτης (μήπως ο Μεγάλος Σκηνοθέτης και Δημιουργός) λέει με βραχνή φωνή, για το ποίημα, ή για την ποιήτρια,  «είσαι απλώς μια συλλογή ποιημάτων, που τελειώνει
 
 Αυτό είναι με λίγα λόγια το περιεχόμενο των ποιημάτων της Συλλογής. Φρόντισα στο καθένα να τονίσω το ιδιαίτερο του σημείο, από πλευρά φόρμας μα και νοήματος, αυτό που αξίζει να αναζητήσει και να κρατήσει ο αναγνώστης. Η Χ.Κ. είναι ποιήτρια που χειρίζεται με άνεση τον ποιητικό λόγο. Πλάθει ποιητικές εικόνες που αυθόρμητα γεννούν πλούσια συναισθήματα και μας συγκινούν. Ποιήματα που αξίζει να τα διαβάσετε!

*Είναι η εισήγησή του στην εκδήλωση παρουσίασης της ποιητικής συλλογής της Χλόης Κουτσουμπέλη «Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ» στην Κομοτηνή (6/3/2019) (δείτε εδώ το ρεπορτάζ).
**Ψάχνοντας για το κύριο όνομα «Ούτις» και την ετυμολογία του, διάβασα —και νομίζω θα έχει ενδιαφέρον να τα μοιραστώ μαζί σας— τα ακόλουθα:

  • Α. το Ούτις  βγαίνει  από το  οὐ (που θα μεταφραζόταν στα αγγλικά σαν «not») +‎ τῐς (body = nobody»
  • Το ου και το μη είναι αρνητικά μόρια της ελληνικής
  • το οὐδείς (oudeís) μηδείς (mēdeís), μή-τις (mḗtis) είναι συνώνυμα  Όμως το ομόηχο  μῆτις  με περισπωμένη   είναι το θηλυκό ουσιαστικό συνώνυμο της  σοφίας, της  ικανότητας να σκέφτεσαι και να δίνεις συμβουλές, κι από εκεί βγαίνει το «πολύμητις».

 Άρα ο Οδυσσέας για να ξεγελάσει τον Κύκλωπα δηλώνει Κανένας, μπαίνει  όμως στον πειρασμό  να αφήσει το στίγμα του, μια που το ούτις και μήτις είναι συνώνυμα, μα το ομόηχο μῆτις  δηλώνει πως είναι ο ευνοούμενος της θεάς της σοφίας,  της Αθηνάς. Πώς μετά να μην τον κυνηγάει ο Ποσειδώνας;
Όσον αφορά στο όνομα  «Οδυσσέας», αυτό  βγαίνει από το ὀδύσσομαι, που σημαίνει εξοργισμένος με κάποιον, δυσαρεστημένος, και   μάλλον υπονοεί  ότι ήταν εξοργισμένοι οι θεοί μαζί του. Σύμφωνα όμως με τον Λεώνικο  Καλαχώρα  το «Ούτις»  όπως και το «Οδυσ-σεύς»  βγαίνει από το Σουμεριακό Ου Τζι  και σημαίνει  Ήλιος της ζωής. Πρό­κει­ται γι­α τη συ­ντο­μο­γρα­φι­κή α­πό­δο­ση των πλή­ρους ο­νό­μα­τος Ζι­ουδ­σου­ρα = ο ζωντανός ήλιος, ο ήλιος που ζει, και είναι κι αυτός ήρωας θαλασσοπόρος.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.