«Ιησους Χριστος χθες και σημερον ο αυτος και εις τους αιωνας»

Το Ορθοδοξείν ως Υπαρξιακή Πρόταση Ζωής

Εαρινή πάντοτε η κλήση της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τα ανά τα πέρατα της οικουμένης χριστώνυμα ζωντανά μέλη αυτής για ευφρόσυνη και ζωοπάροχο μετοχή και κοινωνία σε εορτή εορτών που δεν είναι άλλη από την προκαθορισμένη πρώτη Κυριακή των Νηστειών της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ήτοι την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Αναποφεύκτως αναπόδραστα και ακαταμαχήτως νοερά συντελείται η όχι απλώς ιστορική αλλά διαχρονικώς βιωματική αναγωγή στα αγιομαρτυρικά χώματα της Βασιλευούσης προκαθεζομένης Κωνσταντίνου Πόλεως των Πόλεων και δη στις αυλές, τις καθηγιασμένες αυλές της Πρωτοκλήτου και Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, ως της κοινής και φιλοστόργου τροφού του Γένους των Ορθοδόξων όπου αντηχεί επί αιώνες εμμελώς ψαλλόμενος ο παλαίφατος εκείνος ύμνος, πιθανώς έργο όντως θεόπνευστο Ρωμανού του Μελωδού, διακηρύσσοντας τοις εγγύς και τοις μακράν «το της ευσεβείας μέγα μυστήριον» ως ακολούθως: «Των Αποστόλων το κήρυγμα /και των Πατέρων τα δόγματα / η Εκκλησία φυλάττουσα, / μίαν την πίστιν εσφράγισε/και τον χιτώνα φορούσα της αληθείας / τον υφαντόν εκ της άνω θεολογίας / ορθοτομεί και δοξάζει της ευσεβείας το μέγα μυστήριον».
 
Το μέγα ζητούμενο, το διαχρονικώς ζητούμενο, είναι πάντοτε η ορθοτόμηση «του της ευσεβείας μεγάλου μυστηρίου», το οποίο ουδόλως, ουδέ κατ' ελάχιστον, αποτελεί ορθολογιστικό και νοησιαρχικό προϊόν των πεπερασμένων και ατελών ανθρώπων αλλά απαύγασμα θείας σοφίας πεφωτισμένων ανθρώπων, οι οποίοι ως θεοκίνητα και θεοφώτιστα και όντως θεόπνευστα πρόσωπα ορθοτόμησαν «λόγον αληθείας» και  «εκ της άνω θεολογίας» απετύπωσαν ορθοφρονούντες και ορθολαλούντες  σε «Συνοδικούς Όρους» «το της ευσεβείας μέγα μυστήριον».
 
Το κήρυγμα των Αποστόλων και το δόγμα των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων είναι και δομεί «το της ευσεβείας μέγα μυστήριον» όχι όμως ως τυπολατρική απολιθωματική, σχεδόν νεκρολογικώς, θρησκευτική συστηματική διδασκαλία, αλλά πρωτίστως και ιδιαζόντως ως οντολογικών (υπαρξιακών) διαστάσεων πρόταση  αληθούς ζωής στον ατέρμονα αναζητούντα την αλήθεια και την πληρότητα της εφήμερης γήϊνης ζωής άνθρωπο,  τον μονίμως ανικανοποίητο, απελπισμένο, ψυχικά αλληλοσυγκρουόμενο, πνευματικά άνυδρο, άχρωμο και άγευστο.
 
Εάν η Ορθόδοξη Εκκλησία «ως ταμειούχος της θείας χάριτος και αληθείας» εμμένει στους δαφνοστεφανωμένους ιστορικούς τίτλους και στις περγαμηνές του ενδόξου  παρελθόντος της περί της οθροδοξότητός της υπό την επίδραση της ιστορικοθεσμικής διαστάσεως και όχι της μυστηριακής και εσχατολογικής ταυτότητος και ουσίας της, τότε αναπόφευκτα στεγανοποιείται, αυτοστεγανοποιείται, και αποκόπτει τον οντολογικό, ζωογόνο και ζωοπάροχο ομφάλιο λώρο της προσφοράς στον σύγχρονο άνθρωπο μιάς άλλων διαστάσεων υπαρξιακής προτάσεως ζωής, ο οποίος αναζητά απεγνωσμένα «λύσεις» και «απαντήσεις» σε αντιστοίχως υπαρξιακών διαστάσεων μεγάλα και κομβικής σημασίας ερωτήματα για την ζωή του, όπως η ζωή και ο θάνατος, η ευτυχία και η χαρά, ο έρωτας, η αγάπη, η αλήθεια στην οντολογία των διαπροσωπικών σχέσεων και των κοινωνικοπολιτικών γεγονότων, η μετά τον θάνατο ζωή, η ψυχή και το σώμα και τόσα άλλα «ων ουκ έστι αριθμός».
 
Το δόγμα ως συστηματικώς εφάπαξ εκπεφρασμένη αλήθεια, διδασκαλία, κήρυγμα, εν τέλει ως «το της ευσεβείας μυστήριο» δεν μπορεί να αποτελεί απλώς ξηρή γραπτή διατύπωση ή προφορική εξαγγελτική διακήρυξη από άμβωνος, αλλά ζωντανό, όντως υπαρξιακά, διέξοδο στα αδιέξοδα της ζωής των ανθρώπων, υπό την προϋπόθεση ότι προσφέρεται στον μονίμως λογικοκρατούμενο και με τυραννικό τρόπο βασανιζόμενο στον λαβύρινθο της ορθολογιστικής αναζητήσεως λύσεων τεχνοκράτη σύγχρονο άνθρωπο καθώς προσπαθεί σπαρακτικά να ανεύρει έρεισμα και σχοινί να κρατηθεί όταν αισθάνεται ότι βυθίζεται και πνίγεται στο πέλαγος της αυτομηδενιστικής ανυπαρξίας του. Τότε το δόγμα ως επικεκαλυμένη αλήθεια στο θεανδρικό πλήρες, ολοκληρωμένο και τέλειο πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού δεν είναι μόνο χριστοκεντρικό αλλά και ανθρωποκεντρικό υπό την σαφή έννοια ότι η σωστική μέριμνα της Εκκλησίας τοποθετεί την σωτηρία, λύτρωση, τελείωση και εν Χριστώ Ιησού θέωση του ανθρώπου ως εικόνος του Θεού στο επίκεντρο και όχι στο περιθώριο.
 
Η διατύπωση του δόγματος και η με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια και αναπαραστατική δραματουργία (δρώ =δράση, τέλεση πράξεων ορατών εν Εκκλησία) διακήρυξη κατά την Κυριακή της Ορθοδοξίας της δογματικής αληθείας και της πίστεως δεν μπορεί να νοείται ως μία εφάπαξ τυπολατρική και επαναλαμβανόμενη κατ' έτος ιεροτελεστική πράξη αλλά ως κλήση στο βιούμενο αδιαλείπτως γεγονός της εν Χριστώ αληθείας, σωτηρίας, θεώσεως και τελειώσεως. Σωτηριολογικά άκρως αλυσιτελές και τραγικό, θνησιγενές και μάταιο θα ήταν το κήρυγμα της Εκκλησίας εάν αυτή επανεπαύετο κοιμωμένη στις πορφυρές δόξες του απολογητικού και ομολογιακού παρελθόντος της και θεωρούσε την ιστορική διατύπωση και την κατ' έτος επαναλαμβανόμενη διακήρυξη του δόγματός της ως συντελεσθέντα τυπικώς και μάλλον τυπολατρικώς αυτοσκοπό. Αλλοίμονο, εάν βίωνε την εσωστρεφή, μονωτική, αυτοαπομονωτική, σχεδόν απολιθωματικώς μουσειακή, αυτοϊκανοποίησή της ότι το εφάπαξ διατυπωθέν  και διακηρυχθέν ευκαίρως – ακαίρως δόγμα της ως νεκρό θεολογικό γράμμα και όχι ως ζωογόνο και ζωοαρχικό πνεύμα αξίζει ως συστηματική γραφή να φυλάσσεται στα αποθησαυρισμένα πρακτικά των Αγίων και Ιερών Οικουμενικών Συνόδων υπό την μορφή των «Συνοδικών Όρων» χωρίς να μεταλαμπαδεύεται ως φως και να παρέχεται ως «άρτος ζωής» και «αλλόμενον ύδωρ» για να χορτάσει και να ξεδιψάσει, να αναπαύσει και να εγείρει από τις ποικίλες πτώσεις τον ανερμάτιστο και μη έχοντα ελπίδα και αλήθεια σύγχρονο άνθρωπο.
 
Στον ως άνω προειρημένο παλαιό και θεόπνευστο ύμνο της Εκκλησίας αξίζει να εμμείνουμε – κυρίως μάλιστα να εμμείνει διδακτικώς και κηρυκτικώς προς πάντας η Εκκλησία – στον ακροτελεύτιο στίχο όπου ο υμνογραφικός κάλαμος εμφατικώς δηλώνει ότι η Εκκλησία από το κήρυγμα των Αποστόλων και τα δόγματα των Πατέρων διαφυλάσσει μία ζώσα εν Χριστώ πίστη και αλήθεια χωρίς βέβαια να  περατώνει χρονικώς το σωτηριολογικό και απολυτρωτικό έργο της εκεί, αλλά τουναντίον αδιαλείπτως ανά τους αιώνες και «έως τερμάτων αιώνος» «ορθοτομεί και δοξάζει της ευσεβείας το μέγα μυστήριον». Εάν κάποιος έθετε το αβιάστως προκαλούμενο ρητορικό ερώτημα: Ορθοτομείται και δοξάζεται άραγε «το της ευσεβείας μέγα μυστήριον» της Εκκλησίας μόνο και μόνο επειδή κατ' έτος επαναλαμβάνεται βυζαντινομεγαλοπρεπώς επ' Εκκλησίας η θεσπέσια φράση από τον «Συνοδικό Όρο» της Εβδόμης εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου (787 μ.Χ.) εν είδει διακηρύξεως: «Αύτη η πίστις των Αποστόλων. Αύτη η Πίστις των Πατέρων. Αύτη η πίστις των Ορθοδόξων. Αύτη η πίστις την Οικουμενικήν Εστήριξεν». Όλα αρχίζουν και τελειώνουν τυπολατρικώς εκεί; Ιδιαιτέρως και επιτακτικώς ενώπιον της «εκκλησίας του παρόντος και του μέλλοντος» προβάλλει η ανάγκη σε επίπεδο ενός «επανευαγγελισμού» να σαρκωθεί και να πραγματωθεί ουσιαστικά αλλά και να μετουσιωθεί υπαρξιακά στον σύγχρονο κόσμο η τελευταία φράση του της Εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου «Όρου»: «Αύτη η πίστις την Οικουμένην  εστήριξεν». Αυτός ο επιστηριγμός του συγχρόνου ανθρώπου με την ζώσα και αληθή πίστη ως πρόταση ζωής και υπέρβαση των κτιστών γήϊνων και φθαρτών δεσμών μπορεί και πρέπει να αποτελέσει για την Εκκλησία το πρώτιστο και ύψιστο μέλημά της προκειμένου «το της ευσεβείας μέγα μυστήριον» να καταστεί βίωμα λυτρωτικό, σωτηριολογικό και εσχατολογικώς οντολογικό για τον απέλπιδα άνθρωπο και πάντοτε σε αναφορά, κοινωνία και μετοχή του κτιστού ανθρώπου προς το θεανδρικό πρόσωπο του Αναστάντος Ιησού Χριστού.
 
Η μετοχή ή επί το θεολογικότερον η μέθεξη μετοχή και κοινωνία στο της ευσεβείας μέγα μυστήριο των ανθρώπων απαιτεί προηγουμένως την κένωση της Εκκλησίας προς όλους τους ανθρώπους και δη τους νέους ανθρώπους,  για να αποφευχθεί η απλώς απολιθωματική, εθιμική, μουσειακή επαναληπτικότητα και μόνον ιεροτελεστιών που μεταβάλλουν «το της ευσεβείας μέγα μυστήριον» σε μία απόκοσμη, αφιλάνθρωπη, θεσμικο-ιστορική ευφάνταστη διακήρυξη πέραν και έξω της οντολογικής υποστάσεως του ανθρωπίνου προσώπου και εν τέλει σε μία «μυστηριακή» θρησκευτική, όπως τόσες άλλες άλλων θρησκειών, σύλληψη χωρίς Χριστό, άρα χωρίς οντολογική (υπαρξιακή) προοπτική για τον κτιστό άνθρωπο στην εσχατολογική διάσταση της Βασιλείας του Θεού, αφού μόνο ως τέτοιο μπορεί και πρέπει να νοηθεί και να βιωθεί – όχι ψυχολογικά – οντολογικά «το της ευσεβείας μέγα μυστήριον», ήτοι μόνο «εν Χριστώ, διά Χριστού και εις Χριστόν».
 
Κυριακή της Ορθοδοξίας και πλείστοι όσοι «πύρινοι λόγοι» ενός άνευ επιγνώσεως καινοφανούς και κενοφανούς νεοαπολογητικού και νεομολογιακού ιερού πολέμου κατά πάντων και επί παντός του θεολογικού επιστητού ακούγονται κατ' έτος από άμβωνος ή στις προτεσταντικού τύπου «συνάξεις» σε διάφορες αίθουσες «ιερών θρησκευτικών συλλόγων» από αδαείς, φέροντες όμως αλαζονικώς το προσωπείο του ειδήμονος, οι οποίοι κατά την προσφιλεστάτη και δολίως σκόπιμη τακτική τους και φυσικά στο βωμό της «υπερασπίσεως της ιεράς παραδόσεως», καίτοι ουδεμία επίγνωση της ζώσας και όχι απολιθωματικής εκκλησιαστικής παραδόσεως έχουν, θέτουν το ψευδοδίλημμα για την Εκκλησία και το πλήρωμα αυτής, ένα «ελκυστικό δίλημμα» με δύο πόλους ωσάν τις συμπληγάδες πέτρες, ήτοι τους πόλους της προγονοπληξίας και της προοδοπληξίας, προκειμένου διά του «ηθικιστικού αυτού σοφίσματος να αποφευχθεί πάση θυσία η νόθευση της «ιεράς παραδόσεως» της Εκκλησίας, όπως οι ίδιοι την αντιλαμβάνονται.
 
Στο ως άνω ψευδοδίλημμα και έχοντας ως απλανές κριτήριο την θεόπνευστη διδασκαλία των θεοφόρων της Εκκλησίας Πατέρων ο αοίδιμος Μέγας Θεολόγος του 20ου αιώνος π. Γεώργιος Φλορόφσκυ, ο οποίος μεταξύ άλλων γράφει: «Επόμενοι τοις αγίοις Πατράσιν…». Ήταν σύνηθες εις την αρχαίαν Εκκλησίαν να αρχίζουν οι δογματικοί όροι με φράσεις αυτού του είδους. Η απόφασις της Χαλκηδόνος αρχίζει με αυτάς ακριβώς τα λέξεις. Η Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδος εισάγει την απόφασίν της περί των αγίων εικόνων με πλέον περίτεχνον τρόπον: «Επακολουθούντες τη θεηγόρω διδασκαλία των αγίων Πατέρων ημών και τη παραδόσει της Καθολικής Εκκλησίας». Η διδασκαλία των Πατέρων είναι ο επίσημος και κανονιστικός όρος αναφοράς.
 
Αυτό όμως ήταν κάτι πολύ περισσότερον από απλήν «επίκλησιν της αρχαιότητος». Πράγματι η Εκκλησία τονίζει πάντοτε το σταθερόν της πίστεώς της διά μέσου των αιώνων. Η ταυτότης αυτή από των αποστολικών χρόνων αποτελεί το εμφανέστερον σημείον και τεκμήριον της ορθής πίστεως – πάντοτε η ιδία. Εν τούτοις η «αρχαιότης» καθ' αυτήν δεν αποτελεί επαρκή απόδειξιν της αληθούς πίστεως. Πέραν τούτου το χριστιανικόν μήνυμα ήταν προφανώς εντυπωσιακός «νεωτερισμός» διά τον «αρχαίον κόσμον», μάλιστα δε σάλπισμα διά ριζικήν «ανανέωσιν». Κάθε τι «παλαιόν» έχει πλέον παρέλθει, και όλα εγένοντο «νέα». Αλλά και αι αιρέσεις ηδύναντο να στραφούν προς το παρελθόν και να επικαλεσθούν την αυθεντίαν ωρισμένων «παραδόσεων». Είναι δε αληθές ότι αι αιρέσεις συχνά επέμενον εις το παρελθόν. Οι αρχαϊκοί όροι συχνά ημπορούν να γίνωνται επικινδύνως παραπλανητικοί…. Η «αρχαιότης» καθ' εαυτήν δυνατόν να είναι μία αθεράπευτος προκατάληψις… Δηλαδή τα «παλαιά έθιμα καθ' αυτά δεν εγγυώνται περί της αληθείας. Η «αλήθεια» δεν είναι απλή «συνήθεια».
 
Αληθής παράδοσις είναι μόνον η παράδοσις της αληθείας, traditio veritatis… Η «παράδοσις» εις την Εκκλησίαν δεν αποτελεί συνέχειαν ανθρωπίνης μνήμης ή μονιμότητα ιεροτελεστιών και εθίμων. Αποτελεί ζώσαν παράδοσιν – depositum juvenescens, κατά την φράσιν του Ειρηναίου… Τελικώς η Παράδοσις αποτελεί συνέχισιν της αιωνίου παρουσίας του Αγίου Πνεύματος εις την Εκκλησίαν, συνέχειαν θείας καθοδηγήσεως και φωτισμού. Η Εκκλησία δεν δεσμεύεται από το «γράμμα», αλλά μάλλον κινείται σταθερώς από το «Πνεύμα». Το ίδιον Πνεύμα, το Πνεύμα της αληθείας «το λαλήσαν διά των Προφητών», που ωδήγει  τους Αποστόλους, συνεχίζει να καθοδηγή την Εκκλησίαν εις την πληρεστέραν κατανόησιν της θείας αληθείας και από δόξης εις δόξαν. Το «επόμενοι τοις αγίοις Πατράσιν…» δεν είναι αναφορά εις κάποιαν αφηρημένην παράδοσιν, εις τύπους και προτάσεις. Πρωτίστως είναι επίκλησις αγίων Μαρτύρων. Επικαλούμεθα πράγματι τους Αποστόλους και όχι μίαν αφηρημένην «αποστολικότητα».
 
Στο ίδιο θεολογικό πλαίσιο σκέψεως κινούμενος και ο μεγάλος θεολόγος Βλαδίμηρος Λόσκι, όταν αναφέρεται στη διάκριση μεταξύ της εν Αγίω Πνεύματι ζώσης αγιοπνευματικής και πατερικής Παραδόσεως της Εκκλησίας και στις λοιπές «παραδόσεις» αλλά και στο διχαστικό και αλυσετελές δίπολο της «ιστορικής συντηρητικής παραδοσιακότητος» και της «νεωτεριστικής παραδόσεως, γράφει ότι «… εάν η Παράδοσις είναι εν χάρισμα του να κρίνη τις εν τω φωτί του Αγίου Πνεύματος, υποχρεώνει τους θέλοντας να γνωρίσουν την Αλήθειαν εν τη παραδόσει να υποβάλλωνται εις ακαταπαύστους προσπαθείας:  δεν παραμένει τις εν τη παραδόσει διά μιάς ιστορικής αδρανείας φυλάττων ως «παράδοσιν ληφθείσαν εκ των Πατέρων» παν ό,τι διά της δυνάμεως της συνηθείας κολακεύει θεοσεβή τινα συναισθηματισμόν. Αντιθέτως, τότε είναι που τας πλείστας φοράς κινδυνεύει τις να ευρεθή τελικώς εκτός του Σώματος του Χριστού, όταν υποκαταστήση την παράδοσιν του ζώντος εν τη Εκκλησία Αγίου Πνεύματος  με το είδος αυτό των «παραδόσεων». Δεν πρέπει να πιστεύωμεν ότι μόνη η συντηρητική στάσις είναι σωτηριώδης, ούτε ότι οι αιρετικοί υπήρξαν πάντοτε «νεωτερισταί».
 
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία η διατήρηση της ζώσας εκκλησιαστικής παραδόσεως δεν είναι στατική και αδρανής, αλλά δυναμική και ενσυνείδητος εν Αγίω Πνεύματι διότι διαφορετικά θα είχε καταντήσει ένα ιστορικό απολίθωμα μουσειακού είδους, εν τέλει μία νεκρή πνεύματος αποφθευγματική απόφανση, ένας νεκρός τύπος. Γι' αυτό ο Βλαδίμηρος Λόσκι με ιδιαζόντως εύστοχο και περιεκτικό τρόπο υπογραμμίζει ότι: «Ο δυναμισμός της παραδόσεως ουδεμίαν απονέκρωσιν δέχεται, ούτε εις τας συνήθεις μορφάς ευσεβείας, ούτε εις τας δογματικάς εκφράσεις αι οποίαι επαναλαμβάνονται μηχανικώς ως μαγικαί συνταγαί της Αληθείας, ηγγυημέναι από την αυθεντίαν της Εκκλησίας. Φυλάττειν την  «δογματικήν παράδοσιν» δεν σημαίνει προσκόλλησιν εις δογματικούς τύπους: να είμεθα εν τη παραδόσει σημαίνει φυλάττειν την ζώσαν Αλήθειαν εν τω φωτί του Αγίου Πνεύματος, ή μάλλον, σημαίνει να διατηρούμεθα εν τη Αληθεία διά της ζωοποιού δυνάμεως της παραδόσεως. Αυτή λοιπόν η δύναμις συντηρεί ανακαινίζουσα ακαταπαύστως, όπως κάθε τι που προέρχεται από το πνεύμα».
 
Σε επιβεβαίωση όλων των ως άνω ειρημένων ο αοίδιμος π. Γεώργιος Φλορόφσκυ αναφέρει το εξόχως εύστοχο παράδειγμα του Θεόφρονος Αγίου Πατρός και μεγίστου Θεολόγου Γρηγορίου Παλαμά τον οποίο θεωρούσαν κατά την εποχή του ως ύποπτο ανατρεπτικών νεωτερισμών λόγω της θεολογικής διδασκαλίας του «Περί θεώσεως», υπογραμμίζοντας ότι: «Κατ' ουδένα όμως τρόπον η θεολογία του ήταν «θεολογία επαναλήψεως», αλλά δημιουργική επέκτασις της αρχαίας Παραδόσεως με αφετηρίαν την εν Χριστώ ζωήν».
 
Σε μία εποχή κατά την οποία κυριαρχούν τα είδωλα και η φενάκη, ο εωσφορικός ευσεβισμός, και η ηθικιστική αρετολογία και η νοσηρή θρησκευτικότητα, ο αυθαίρετος γεροντισμός και οι δρώσες ως φατρίες παρεκκλησιαστικές ομαδοποιήσεις και παρασυναγωγές, οι αυτόκλητοι «σωτήρες», ο άκρατος ορθολογισμός και ο άκρατος καταναλωτισμός, ο υλικός ευδαιμονισμός  και η αποϊεροποίηση της ανθρώπινης ζωής, ο εντός της Εκκλησίας φθηνός λαϊκισμός και η διαβρωτική εκκοσμίκευση, οι νόθες «προσωπικές παραδόσεις» και όχι η ζώσα εν Αγίω πνεύματι αληθής εκκλησιαστική ορθόδοξη παράδοση, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός και η μισαλλοδοξία, η βία και ο θάνατος, η απανθρωποποίηση του ανθρώπου και ο κατακερματισμός της ενότητος και ολότητος και πληρότητος του ανθρωπίνου προσώπου, το σκότος, η απελπισία και ο αυτομηδενισμός της ανθρώπινης υπάρξεως, προβάλλει πάλιν και πολλάκις η ελπίδα, η ζωή, η αγάπη σε ένα πρόσωπο, στο θεανδρικό τέλειο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, του όντως ζώντος Σωτήρος και απολυτρωτού Θεού, ο οποίος αναιρεί τα είδωλα, θραύει τα προσωπεία, κατακαίει την φενάκη και καταργεί την εν γένει ειδωλοποιημένη ζωή των ανθρώπων προσφέροντας την υπαρξιακών σωτηριολογικών διαστάσεων πρόταση αιωνίου ζωής για την τελείωση και θέωση του ανθρώπου.
 
Αυτό το θεανδρικό τέλειο πρόσωπο Ιησού Χριστού οφείλει η Εκκλησία να ενσαρκώνει και να ευαγγελίζεται αδιαλείπτως στους ανθρώπους κάθε εποχής επικαιροποιώντας το ζωογόνο και ζωοπάροχο μήνυμα της εν Χριστώ Ιησού σωστικής πίστεως και διδασκαλίας της, της δογματικής αλήθειας και της εν Αγίω Πνεύματι μεταμορφωτικής μυστηριακής ζωής της στον σύγχρονο κόσμο, τον οποίο καλείται η ποιμαίνουσα Εκκλησία να αναζητήσει και να συναντήσει, όπως έχει γραφεί, «ακόμη και στο πεζοδρόμιο της ζωής», και όχι να αναμένει δαφνοστεφανωμένη στον Θρόνο της την επιστροφή του «απολωλότος».
 

*Ο Ιωάννης Ελ. Σιδηράς είναι Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.