Πολιτες de jure η πολιτες de facto;

Με αφορμή την αναθεώρηση του Συντάγματος

Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν στις «Παράπλευρες απώλειες» σημειώνει ότι «ένα από τα πλέον γνωστά ευάλωτα σημεία των δημοκρατικών καθεστώτων είναι η αντίφαση ανάμεσα στην τυπική καθολικότητα των δημοκρατικών δικαιωμάτων που παραχωρούνται ισότιμα σε όλους τους πολίτες και τη λιγότερο από καθολική δυνατότητα των κατόχων τους να ασκούν αυτά τα δικαιώματα αποτελεσματικά. Με άλλα λόγια, το κενό που διαχωρίζει τη νομική συνθήκη του «πολίτη de jure» (εκ του νόμου) από την πρακτική ικανότητα του «πολίτη de facto» (εκ των πραγμάτων). Εξειδικεύοντας την αναφορά του συνεχίζει: «Χωρίς κοινωνικά δικαιώματα για όλους, ένας μεγάλος και κατά πάσα πιθανότητα συνεχώς αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων θα διαπιστώσουν ότι τα πολιτικά τους δικαιώματα είναι άχρηστα κι ανάξια προσοχής. Αν τα πολιτικά δικαιώματα είναι απαραίτητα για να εδραιωθούν τα κοινωνικά δικαιώματα, τα κοινωνικά δικαιώματα είναι αναγκαία ώστε τα πολιτικά δικαιώματα να καταστούν “πραγματικά” και να μείνουν ενεργά». Με άλλα λόγια τα κοινωνικά δικαιώματα είναι αυτά που ρυθμίζουν τη ζωή μας και την καθημερινότητά μας και τα πολιτικά δικαιώματα είναι ο θεματοφύλακάς τους διαφορετικά είναι ψευδεπίγραφα και έχουν απλά τυπικό χαρακτήρα. Κι όμως, όσες φορές αναφέρονται οι πολιτικοί στην ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος ποτέ δεν αγγίζουν την πραγματική πλευρά της ζωής του πολίτη αλλά επικεντρώνονται μόνον σε πολιτικά θέματα χωρίς κοινωνική διάσταση, θέματα τα οποία τις περισσότερες φορές αποβλέπουν στην άμεση εξυπηρέτηση κομματικών σκοπιμοτήτων ή και συμφερόντων. Όμως, πώς είναι δυνατό να αποτελεί το Σύνταγμα το πλαίσιο οριοθέτησης της νομοθετικής εξουσίας, να καθορίζει την ισότητα και την ισοτιμία μεταξύ των πολιτών ως βασικό συστατικό του στοιχείο και από την άλλη να διευρύνονται οι κοινωνικές ανισότητες  και να διαιωνίζονται οι πελατειακές σχέσεις; Αυτό δεν θάπρεπε να είναι το κύριο αντικείμενο της Αναθεώρησης του Συντάγματος;
 
Δεν θα έπρεπε το Σύνταγμα να επιβάλει την ισότητα μεταξύ των εργαζομένων στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα με τις ίδιες προϋποθέσεις; Πρόσθετα, δεν θα έπρεπε η διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζόμενων να εξαλειφθεί; Και μόνον η ποσόστωση υπέρ των γυναικών που είχε υιοθετηθεί κατά τις εκλογές ώστε να εξασφαλίζεται μια ελάχιστη εκπροσώπησή τους σε συλλογικά όργανα επιβεβαιώνει και την πολιτική διάσταση του προβλήματος. Αλλά ούτε καν την ισότητα των δύο φύλων ως στοιχείο της διαφορετικότητάς τους κατόρθωσε να αντιληφθεί μέχρι σήμερα η πολιτεία. Όταν επιτρέπει στον πατέρα υπάλληλο να λαμβάνει την άδεια ανατροφής του βρέφους αντί της μητέρας (μόνο στο δημόσιο φυσικά) ή να διορίζονται π.χ. γυναίκες τροχοπεδήτριες ή κλειδούχοι στον σιδηρόδρομο (που τελικά όλες μετατάχθηκαν στον διοικητικό τομέα αφήνοντας μεγάλα λειτουργικά κενά) αυτό τι σημαίνει; Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της σύγχυσης για την ισότητα των δύο φύλων είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκρινε αντισυνταγματικό το Νόμο 2734/1999 διότι απέκλειε τις γυναίκες από το σώμα των ειδικών φρουρών. Όπως γράφει ο Terry Eagleton ερμηνεύοντας τον Μαρξ «αυθεντική ισότητα δεν σημαίνει να αντιμετωπίζεις τους πάντες ως ίδιους αλλά να καλύπτεις εξ ίσου τις διαφορετικές ανάγκες τους» για να συμπληρώσει ότι σε τελική ανάλυση, «η ισότητα, σύμφωνα με τον Μαρξ υπάρχει προς χάριν της διαφορετικότητας». Εμείς όμως τείνουμε να εξομοιώνουμε τα δύο φύλα παρερμηνεύοντας την ισότητα.
 
Στη διάρκεια της κρίσης αναδείχθηκε ένα σοβαρό θέμα που θα πρέπει να αντιμετωπισθεί με την Αναθεώρηση του Συντάγματος. Η διάκριση δηλαδή των εξουσιών να είναι ουσιαστική και όχι εικονική. Διότι έτσι φθάσαμε στην «Αντιποίηση Εκτελεστικής Εξουσίας», όπως τη χαρακτηρίζει ο Πάσχος Μανδραβέλης, από τη Δικαστική Εξουσία (Καθημερινή 23/12/2018). Σήμερα ποιος καθορίζει την οικονομική πολιτική της χώρας; Η κυβέρνηση ή το Συμβούλιο της Επικρατείας με τις συνεχείς αποφάσεις του περί αποκατάστασης μισθών και συντάξεων στο ύψος τους προ του 2012 και περί αναδρομικών που τροχοπεδούν αναπτυξιακές επιλογές με συνέπεια να ογκούται το ρεύμα μετανάστευσης της ελληνικής νεολαίας  και να διαλύεται η κοινωνική συνοχή σε περίοδο δυσμενών συγκυριών και απειλών στην ευρύτερη περιοχή; Οι μισθοί του δημοσίου και οι συντάξεις προ του 2012 είχαν διαμορφωθεί με τα δεδομένα προ της κρίσης. Είχαν δοθεί με τον υπερδανεισμό της χώρας που οδήγησε στην κρίση στα πλαίσια ενός αλόγιστου κομματικού ανταγωνισμού για την εκλογική επικράτηση. Θα πρέπει λοιπόν να ξαναπάρει το κράτος δάνεια για να δικαιώσει το νοσηρό παρελθόν ως παρόν; Επειδή αυτό είναι αδύνατο τα χρήματα για την υλοποίηση των δικαστικών αποφάσεων θα αφαιρούνται μέσω των ετησίων προϋπολογισμών από το σύνολο της κοινωνίας υποβαθμίζοντας τη ζωή των υπολοίπων. Αναπότρεπτα οι ανισότητες θα διευρυνθούν ακόμη περισσότερο. Και όμως όλα αυτά αποφασίστηκαν στο όνομα της ερμηνείας του Συντάγματος. Αλλά είναι δυνατό το Σύνταγμα να επιδέχεται την ίδια ερμηνεία πριν, στη διάρκεια και μετά την κρίση; Η ερμηνεία του είναι άκαμπτη και απολιθωμένη;
 
Το Σύνταγμα δεν κατόρθωσε να θωρακίσει τη χώρα έναντι της κρίσης διότι υιοθέτησε τον «πολίτη de jure» έναντι του «πολίτη de facto», μνημoνεύει ως βασικές του αρχές την ισότητα και την ισοτιμία των πολιτών χωρίς να τις διασφαλίζει στην πράξη. Το αποτέλεσμα ήταν ολέθριο, διότι με το νεποτισμό, τις πελατειακές σχέσεις, την αναξιοκρατία που ανέχθηκε, η κοινωνία οδηγήθηκε στην παρακμή και το κράτος σε μόνιμες δυσλειτουργίες με αποτέλεσμα την κρίση.
 

Αλεξανδρούπολη, 31-3-2019

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.