Μπορει να γινει η ανατροπη;

Είναι δυνατό τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών της 26ης Μαΐου με τις 9,4 ποσοστιαίες μονάδες υπεροχής της Ν.Δ. έναντι του ΣΥΡΙΖΑ να ανατραπούν μέχρι τις 7 Ιουλίου; Μπορούν να ανατραπούν οι συσχετισμοί; Η πρόσφατη ιστορία των εκλογικών αναμετρήσεων στη χώρα μας αλλά και αλλού αποδεικνύει ότι η ανατροπή είναι εφικτή. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελούν οι εκλογικές αναμετρήσεις της 6ης Μαΐου 2012 και της 17ης Ιουνίου 2012, δηλαδή 42 μέρες μόλις μετά, όταν η Ν.Δ. από το 18,85% αύξησε τα ποσοστά της στο 29,66%, ο ΣΥΡΙΖΑ από το 16,78% στο 26,89%, οι ΑΝΕΛ μείωσαν την εκλογική τους δύναμη από το 10,58% στο 7,51% και το ΚΚΕ από το 8,48% στο 4,51%.

Το εκκωφαντικό στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι ενώ οι δημοσκοπήσεις στα τέλη Μαρτίου του 2012 έδιναν ποσοστό 6,9% στην πρόθεση ψήφου για τον ΣΥΡΙΖΑ, σε λιγότερο από τρεις μήνες έλαβε εκλογικό ποσοστό 26,86%!! Αλλά αν πάμε και αλλού π.χ. στις τελευταίες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, η βέβαιη εκλογή του Φιγιόν αποτράπηκε την τελευταία στιγμή ύστερα από την αποκάλυψη σκανδάλου και εξελέγη απροσδόκητα ο Μακρόν.

Θα μπορούσαν να αναφερθούν και άλλα παραδείγματα στη Γερμανία, στη Βρετανία κ.α..Επομένως υπάρχουν περιθώρια ανατροπής των αποτελεσμάτων της 26ης Μαΐου. Σημασία έχει η δυναμική που μπορούν να προσδώσουν στο εκλογικό σώμα τα γεγονότα. Τον Ιούνιο του 2012 καταλυτικό ρόλο έπαιξε ο φόβος της ακυβερνησίας της χώρας που καλλιέργησαν στο εκλογικό σώμα και αξιοποίησαν έντεχνα τα κόμματα πολώνοντας το εκλογικό σκηνικό και διαφοροποιώντας πλήρως τα αποτελέσματα μέσα σε 42 μέρες. Σήμερα με τη δυναμική της εκλογικής ανόδου της ΝΔ, όπως καταγράφηκε στις ευρωεκλογές, ίσως αποτελεί σοβαρό σφάλμα στρατηγικής η προκήρυξη βουλευτικών εκλογών από τον Αλέξη Τσίπρα αμέσως μετά την συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές αντί του Οκτωβρίου. 

Γιατί όμως συνετρίβη εκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές από ένα κόμμα όπως η ΝΔ που έχει τεράστιες ευθύνες μετά τη μεταπολίτευση και ιδιαίτερα κατά την περίοδο 2004 -2009 για τη σημερινή κατάντια της χώρας; Στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2012, στις ευρωεκλογές του 2014 αλλά και στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2015, συγκρούονταν το παλιό που εκπροσωπούσε η Ν.Δ. που ήταν υπόλογη για την οικονομική καταστροφή της χώρας μαζί με το ΠΑΣΟΚ και το νέο, όπως εμφανίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, στο όνομα μάλιστα της Αριστεράς, δημιουργώντας ελπίδες για εναλλακτική πολιτική έναντι των δανειστών και έξοδο από την κρίση. Γι’ αυτό το εκλογικό σώμα προσπέρασε την ασυνέπειά του όσον αφορά το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015, όπου το όχι μεταβλήθηκε σε ναι, αποδίδοντας την πολιτική του ασυνέπεια στους εκβιαστικούς όρους που επέβαλε το Βερολίνο, γι’ αυτό τον Σεπτέμβριο του 2015 του ξανάδωσε την εντολή για να υλοποιήσει το τρίτο μνημόνιο. Στις πρόσφατες ευρωεκλογές όμως συγκρούστηκαν δύο κόμματα του παρελθόντος. Διότι ο ΣΥΡΙΖΑ απέπεμψε όλα τα στελέχη που έδιναν πολιτικό περιεχόμενο στον αυτοπροσδιορισμό του ως κόμματος της Αριστεράς και προσεταιρίστηκε τις μάζες του πελατειακού ΠΑΣΟΚ που αποτελούν σήμερα την συντριπτική του πλειοψηφία σε όλες τις διαβαθμίσεις του κόμματος. Μεταβλήθηκε δηλαδή σε κόμμα παλαιάς κοπής και σε αυτό το επίπεδο είναι ολοφάνερο ότι υπερτερεί η Ν.Δ. διότι συνεχίζει να ελέγχει τους μηχανισμούς σε τοπικό επίπεδο πανελλήνια. Απόδειξη περί αυτού; Το 2014 είχε εντυπωσιάσει η αντίφαση της καθαρής επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές με διαφορά τεσσάρων ποσοστιαίων μονάδων και η ταυτόχρονη συντριβή του στις αυτοδιοικητικές εκλογές με κάλπες που στήθηκαν την ίδια μέρα. Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού κυβέρνησε τη χώρα επί 4 και πλέον έτη και οπωσδήποτε ανέπτυξε μηχανισμούς σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, συνετρίβη πάλι ολοκληρωτικά στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Η Ν.Δ. ηττημένη στις ευρωεκλογές του 2014 με ποσοστό 22,80% θριάμβευσε στις αυτοδιοικητικές εκλογές τότε, ο ΣΥΡΙΖΑ ηττημένος στις πρόσφατες ευρωεκλογές με ποσοστό 23,77% υπέστη εκ νέου πανωλεθρία στις αυτοδιοικητικές και περιφερειακές εκλογές.

Πού οφείλεται αυτή η αντίφαση; Αν επικαλεστούμε τον Μαρξ, οφείλεται στη «στερεότητα και την εσωτερική διάρθρωση» της κοινωνίας, δηλαδή στο συνεκτικό της ιστό, τη νοοτροπία που διαμόρφωσε ο τρόπος της λειτουργίας της επί δεκαετίες. «Το κοινωνικό “είναι”», έλεγε ο μεγάλος διανοητής, δηλαδή οι κοινωνικές συνθήκες, «διαμορφώνει τη συνείδηση», η οποία βέβαια δεν αποδομείται από τη μια μέρα στην άλλη. Πρόκειται για τη «στερεότητα και την εσωτερική διάρθρωση» της κοινωνίας που διαμόρφωσαν οι πελατειακές σχέσεις επί μια τεσσαρακονταετία που μονοπωλούσαν την εξουσία αυτοδύναμα η Ν.Δ. με το ΠΑΣΟΚ, με την ανάπτυξη μηχανισμών και στελεχών στις τοπικές κοινωνίες για την εξυπηρέτηση αυτών των σχέσεων. Τα υπόλοιπα κόμματα του πολιτικού σκηνικού, ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος μέχρι το 2012 αντιπροσώπευε εκλογικά ποσοστά της τάξεως του 5%, το ΚΚΕ, οι ΑΝΕΛ  κ. α ποτέ δεν διαχειρίστηκαν την εξουσία ώστε μέσα από την άσκησή της  να αναδειχθούν στελέχη που θα μπορούσαν να αντιπαρατεθούν στις αυτοδιοικητικές εκλογές στα στελέχη του δικομματισμού που ήλεγχαν τους μηχανισμούς επί δεκαετίες. Αποδείχθηκε στις πρόσφατες εκλογές ότι οι μηχανισμοί αυτοί δεν κατελήφθησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ, διότι τα μνημόνια με τους οικονομικούς περιορισμούς περιόρισαν στο ελάχιστο τις πελατειακές σχέσεις, αλλά ούτε καταλύθηκαν στη συνείδηση του λαού και δεδομένου ότι η κοινωνία επέλυε σε τοπικό επίπεδο τα προβλήματά της μέσα από τις πελατειακές σχέσεις, διατηρούν την αίγλη τους και η Ν.Δ. τις προσβάσεις της στην κοινωνία. Δεδομένου ότι η πλειοψηφία ίσως του εκλογικού σώματος αντιλαμβάνεται την υπέρβαση της κρίσης σε προσωπικό και οικογενειακό επίπεδο με την επάνοδο στον πελατειακό χαρακτήρα της πολιτικής, οι μηχανισμοί αυτοί διατηρούν την αξία τους στις προσδοκίες του λαού και τα στελέχη τους την επιρροή τους στην κοινωνία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως στη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας απώλεσε και τη συνολική εικόνα των αναγκών της κοινωνίας που τον είχαν αναδείξει στην εξουσία. Απευθύνθηκε κυρίως στις πολυπληθείς δεξαμενές ψήφων ώστε να διασφαλίσει την επανεκλογή του, αλλοιώνοντας έτσι και την πολιτική φυσιογνωμία του. Παρέβλεψε αυτό που ήταν ορατό ήδη από το 2011. Από τότε ήταν ολοφάνερο ότι η κρίση διαμόρφωνε άρδην μια νέα πραγματικότητα στην ελληνική κοινωνία: Από τη μια ήταν οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι που μπορούσαν και μπορούν να επιβιώσουν άλλοι καλύτερα και άλλοι λιγότερο καλά και από την άλλη ο ιδιωτικός τομέας με τους μικρομεσαίους επαγγελματίες, τους ιδιωτικούς υπαλλήλους, τους εργατοτεχνίτες, τους εργαζόμενους της ευέλικτης εργασίας των 300 ευρώ που συνθλίβονται, με τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο ομάδες να μετατρέπεται σε αγεφύρωτο χάσμα προϊούσης της κρίσης. Για να προστεθεί και μια τρίτη κοινωνική ομάδα που αυξάνει βαθμιαία, οι εκατοντάδες χιλιάδες νέων που εγκατέλειψαν τη χώρα προς αναζήτηση εργασίας στα ξένα. Μέσα σε αυτό το σκηνικό κουραστήκαμε να ακούμε τα μέλη της κυβέρνησης να εκθειάζουν το ενδιαφέρον της για τους συνταξιούχους και τους δημοσίους υπαλλήλους αφήνοντας στο έλεος της μοίρας της την υπόλοιπη κοινωνία. Μάλιστα ο 13ος μισθός, όπως χαρακτηρίστηκε, που δόθηκε πρόσφατα ίσως υπήρξε και το τελειωτικό κτύπημα κατά του ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά, αφού ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των συνταξιούχων και των υπαλλήλων δεν το εκτίμησε διότι δεν το είχε άμεσα ανάγκη και έμαθε να περιμένει περισσότερα συγκρίνοντας το σήμερα με τη δεκαετία προ της κρίσης ενώ όλες οι άλλες κοινωνικές ομάδες εξοργίστηκαν για την επαναλαμβανόμενη επιλεκτική πολιτική της κυβέρνησης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν αντιλήφθηκε, ίσως διότι κατακλύστηκε από παλαιοκομματικούς του ΠΑΣΟΚ, ότι η αριστερή πολιτική περνά μέσα από την ανάπτυξη. Με την ανάπτυξη αντιμετωπίζονται όλα τα προβλήματα και στον τρόπο διανομής του προϊόντος της εναπόκειται πλέον ο χαρακτηρισμός του πολιτικού συστήματος ως σοσιαλιστικού ή καπιταλιστικού. Ερμηνεύοντας στις σημερινές συνθήκες τα όσα έγραφαν το 1848 οι Μαρξ, Έγκελς στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», στο σημερινό παγκόσμιο ανταγωνιστικό περιβάλλον ανάπτυξη σημαίνει “δημιουργική καταστροφή” στην παραγωγή και στις αντιλήψεις, και όχι εμμονές στο καταστροφικό παρελθόν που μας οδήγησε στο σήμερα. «Η αστική τάξη δεν μπορεί να υπάρξει, έγραφαν, χωρίς να επαναστατικοποεί  αδιάκοπα τα μέσα της παραγωγής, δηλαδή όλες τις κοινωνικές σχέσεις […]. Διαλύονται όλες οι στέρεες, σκουριασμένες σχέσεις με την ακολουθία τους από παλιές σεβάσμιες καταστάσεις και αντιλήψεις κι όλες οι καινούριες που διαμορφώνονται παλιώνουν πριν προλάβουν να αποστεωθούν. Κάθε τι το κλειστό και στάσιμο εξατμίζεται, κάθε τι το ιερό βεβηλώνεται». Γι’αυτό ο Μαρξ θεωρούσε ως προϋπόθεση του σοσιαλισμού την αστικοδημοκρατική επανάσταση που έπρεπε να προηγηθεί. Για να δημιουργηθεί ανάπτυξη και να ωριμάσουν οι αντιλήψεις για τη διανομή του προϊόντος. Γι’ αυτό εξάλλου προσδοκούσε αρχικά τον σοσιαλισμό στις αναπτυγμένες βιομηχανικά δυτικές κοινωνίες της εποχής του. Διότι η διαφορά των δύο συστημάτων, καπιταλισμού και σοσιαλισμού, έγκειται στον τρόπο διανομής της υπεραξίας της παραγωγής και όχι στον βαθμό ανάπτυξης που είναι το ίδιο αναγκαία και στα δύο συστήματα. Σοσιαλισμός δεν σημαίνει στασιμότητα και μιζέρια. Αυτή η πολιτική των επιδομάτων (υπερπλεόνασμα, 13ος μισθός, ελάχιστο εισόδημα, κ.α.) αποτελεί χαρακτηριστικό του καπιταλισμού που προσπαθεί να αμβλύνει τις ακραίες ανισότητες που δημιουργεί και όχι του σοσιαλισμού που προσπαθεί να οικειοποιηθεί ως ιδεολογία του ο ΣΥΡΙΖΑ.

Αλεξανδρούπολη, 8-6-2019

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.