Αγαπη πρωτη, σε πεντε καλοκαιρια*

«Ποιήματα» για ένα καλοκαίρι

Καλοκαίρι 1
Άννα. Ξανθά μαλλιά, μάτια πράσινα. Έκτη δημοτικού. Δεύτερο θρανίο στη σειρά των κοριτσιών. Εγώ τρίτο θρανίο στη σειρά των αγοριών. Τα όρια ανάμεσά μας στεγανά. Αγόρια – κορίτσια σε έναν πόλεμο ανθρωποφάγο: «Ήταν ένα μικρό καράβι», τραγουδάμε παράφωνα τα αγόρια. «Κι ύστερα ρίξανε τον κλήρο, να δούνε ποιος θα φαγωθεί. Κι ο κλήρος πέφτει στα κορίτσια, που ήταν σα, σα, σα σκουπόξυλα». «Σα πριγκίπισσες», ξελαρυγγιάζεστε εσείς και πιάνετε το ίδιο τραγούδι, για να ρίξετε τον κλήρο σε εμάς, τα σκυλόψαρα. Άραγε έτσι βλέπεις κι εμένα; Ένα σκυλόψαρο ανάμεσα στα τόσα που σε περιβάλλουν;
 
ΑΝΝΑ. Το όνομά σου διαβάζεται κι ανάποδα, όπως οι επιγραφές που μάθαμε φέτος στην Ιστορία. Εγώ, τρίτο θρανίο στη σειρά των αγοριών, ακούραστα σε κοιτάζω, δεύτερο θρανίο στη σειρά των κοριτσιών, να τυλίγεις τα μαλλιά σου στον δεξιό σου δείκτη και να χαϊδεύεις με την άκρη τους, που περισσεύει, τα χείλη σου. Αυτά που κινούνται παράξενα, σαν τρικυμία λίγο πριν το ξέσπασμα. Όταν λυπάσαι. Ίσως κι όταν ονειρεύεσαι. Άννα, περιμένω το καλοκαίρι, πρώτη Ιουλίου, στα γενέθλιά σου, να σου χαρίσω τη μικρή γαλάζια βάρκα με το λευκό πανί που’χαμε δει σε μια βιτρίνα και σου άρεσε. Δεκάρικο δεκάρικο μάζεψα τα χρήματα.
 
Χτες βράδυ είδα στον ύπνο μου ότι ταξίδευες σε ένα μικρό καράβι. Στα πλευρά του γραμμένη ως όνομα ολόκληρη η καρκινική επιγραφή. «Νίψον ανομήματα». Μικρό ανόμημα νιώθω ότι διαπράττουν τα μάτια μου, καθώς σε παρατηρούν να τρέχεις γυμνή από την πλώρη στην πρύμνη, για να διαβάσεις τη φράση μια από την αρχή, μια από το τέλος. Ξαφνικά σηκώνεται θύελλα. Γλιστράς και πέφτεις στη θάλασσα. Γύρω σου, απειλητικά, δεκάδες ψάρια με κοφτερά δόντια. Εγώ, από την ακτή, φωνάζω το όνομά σου. Μια από την αρχή, μια από το τέλος. Ανοιγοκλείνω το στόμα. Βγαίνουν μόνο άναρθροι ήχοι.
 
Καλοκαίρι 2
Από τον Αύγουστο ξεκινά η προετοιμασία για τη Γ΄ Λυκείου. Οι διακοπές συρρικνώθηκαν σε έναν μήνα, κι αυτόν λειψό. Το Σάββατο, στα γενέθλιά σου, θα αρχίσει το μικρό μας καλοκαίρι. Θα πάμε για κάμπινγκ στην παραλία. Δέκα – δεκαπέντε συμμαθητές. Φυσικά θα είσαι κι εσύ. Όλη τη χρονιά καθόσουν δίπλα μου στο θρανίο. Κολλητοί. Κολλητά, σε μια φράση, προφέρουν και τα ονόματά μας. Ο-Στέλιος-κι-η-Άννα. Οι καλύτεροι φίλοι. Σε βοηθούσα στα αρχαία, με βοηθούσες στα μαθηματικά. Δεν ξέρεις τι θα κάνεις μετά το Λύκειο. Σιγά μην περάσω, λες, με τέτοιους βαθμούς. Ούτε θα παντρευτώ ποτέ. Δε θα φάω τη ζωή μου μ’ ένα σκουπόξυλο στο χέρι. Δε βαριέσαι, αλλού είναι η ζωή, συνεχίζεις. Χαϊδεύεις με την άκρη των μαλλιών τα τρικυμισμένα χείλη σου. Το Σάββατο θα σε ρωτήσω πού είναι η ζωή. Κι αν θέλεις να την ψάξουμε μαζί. Θα είναι υπέροχα το Σάββατο δίπλα στη θάλασσα. Έχω βρει κι ένα ποίημα που μιλά για σένα. Του Βρεττάκου είναι. Μακάρι να το είχα γράψει εγώ. Προς το παρόν αρκούμαι σε ξένους στίχους.«Έχω τρεις κόσμους. Μια θάλασσα, έναν ουρανό κι έναν πράσινο κήπο: τα μάτια σου. Θα μπορούσα, αν τους διάβαινα και τους τρεις, να σας έλεγα πού φτάνει ο καθένας τους». Άννα, ανοίγονται μπροστά μου τόσες θάλασσες και τόσοι ουρανοί. Ούτε που με νοιάζει πού βγάζουν. Μου φτάνει να διαβώ έναν πράσινο κήπο.
 
Καλοκαίρι 3
Πρωτοετής στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης. Εσύ έμεινες πίσω. Δεν θα ξαναδώσεις. Βρήκες δουλειά σε μια καφετέρια της γειτονιάς. Δε βαριέσαι, λες, όταν βρισκόμαστε το καλοκαίρι. Κάθομαι σ’ ένα τραπέζι και σε παρατηρώ. Σκουπίζεις προσεκτικά το πεζοδρόμιο. Δεν θα επιτρέψεις να σου ξεφύγει ούτε ένα σκουπιδάκι. Έχω αγοράσει ένα βιβλίο με ποιήματα. Θα στο χαρίσω στα γενέθλιά σου. «Δος μου την τρικυμία στα χείλη σου. Βασανισμένη των αστερισμών, πώς να σου ειπώ για την αγάπη. Κι εγώ είμαι αυτό το πρόσωπο που συλλογίζεται και δεν κοιμάται, που δεν κουράζεται κι ολοένα σε κοιτάζει». Δανείζομαι ακόμη ξένες λέξεις για να μιλήσω για σένα.
 
Καλοκαίρι 4
Στο πατρικό. Ζεστή οσμή αρρώστιας και κλεισούρας. Μαζεύω τα πράγματά μου. Τίποτε δεν πετούσε η μάνα. Το σπίτι πάει για πώληση, κανείς δεν θέλει να μείνει εδώ. Βιβλία, παλιές φωτογραφίες, δίσκοι βινυλίου. Άλλα πάνε στη δεξιά κούτα, για πέταμα, άλλα στην αριστερή, που θα πάρω μαζί μου στην Αθήνα. Για μια στιγμή στέκομαι αναποφάσιστος. Δεν ξέρω σε ποια κούτα να ρίξω μια σκονισμένη βάρκα με σχισμένο πανί και μια ποιητική συλλογή. Τάκης Σινόπουλος, «Ποιήματα για την Άννα».
 
Καλοκαίρι 5
Στη θάλασσα. Πολλά καλοκαίρια μετά. Πού να βρίσκεσαι τώρα, Άννα; Σε είχα ποτέ; Ή ήσουν πάντα λέξεις που μοιραζόμουν με άλλους; «Καράβι μικρό, πράσινος κήπος, τρικυμισμένα χείλη». Έγινες δική μου όσο δική μας μπορεί να είναι η γλώσσα. Θέλω να σου πω κάτι, που δεν θα μάθεις ποτέ. Πριν πολύ καιρό, σ’ ένα μεθύσι με παλιούς συμμαθητές, αποφάσισα να κάνω τατουάζ τ’ όνομά σου. Πέρυσι συνέβη ένα ατύχημα. Μου άφησε μια ουλή στο σημείο που σε είχα γράψει στο δέρμα μου. Δεν διαβάζεται πια η μισή λέξη. Μεταφέρω πάνω μου ένα ατέλειωτο ΑΝ.
 

*Μια πρώτη μορφή του κειμένου έχει δημοσιευτεί στην ιστοσελίδα www.artinews.gr
**Ο Σπύρος Κιοσσές είναι Μέλος Ε.ΔΙ.Π. του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας ΔΠΘ και ποιητής. Πρόσφατα βιβλία του, η μελέτη «Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου» (εκδ. Κριτική, 2018) και η ποιητική συλλογή «Το κάτω κάτω της γραφής», (εκδ. Μελάνι, 2018)

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.