Παραδεισος και Κολαση

«Ποιήματα» για ένα καλοκαίρι

Κάθε καλοκαίρι της παιδικής του ηλικίας ήταν μια επανάληψη των ίδιων σκηνών, σαν να είχε κολλήσει σε μια καταραμένη λούπα. Το πρωί σηκωνόντουσαν γύρω στις επτά, μόλις άρχιζε να χάνεται η δροσιά της νύχτας. Η μέρα ξεκινούσε πάντα με το ίδιο πρωινό, γάλα και ζυμωτό ψωμί με μέλι, ήταν βλέπεις τυχερός που είχε παππού μελισσοκόμο. Τα Σαββατοκύριακα αν ήταν θέλημα μητρός άλλαζε σε μερέντα. Τον τραχανά, ευτυχώς, τον γλίτωνε το καλοκαίρι, ούτε η μάνα δεν τον άντεχε με τόση ζέστη. Η γειτονιά, εκτός από τους ελάχιστους τυχερούς που είχαν αυτοκίνητο, κινούνταν σε παράλληλους ρυθμούς.

Μια παρέα όλοι μαζί, γυναίκες και παιδιά καλημερίζονταν στις βεράντες από μακριά, ενώ οι μπαμπάδες έλειπαν στη δουλειά. Λίγο πριν, αργά και νωχελικά είχαν φορέσει τα μπανιερά τους και είχαν βάλει τα σωσίβια στις τσάντες θαλάσσης. Αφού έπαιρναν τις ομπρέλες παραμάσχαλα, καθόντουσαν έτσι ντυμένοι με τα μαγιό περιμένοντας να έρθει η ώρα για να κατηφορίσουν προς τη στάση, μπροστά στην πλατειούλα με το εκκλησάκι. Εκεί θα τους περίμενε ο κ. Χάρης με τον μεταλλικό του ελέφαντα να βρυχάται στο ρελαντί. Ένα σαραβαλάκι λεωφορείο που σίγουρα δεν άντεχε να βγάλει σε μια μέρα μεγαλύτερη διαδρομή από αυτή των εξήντα χιλιομέτρων συνολικά. Ίσα ίσα για να τους πάει και να τους γυρίσει από την παραλία της Αρωγής του Φαναρίου.

Στις δέκα ακριβώς δινόταν ένας έντιμος αγώνας για την κατάληψη μιας από τις πενήντα θέσεις. Χωρίς σύνθημα ξεκινούσαν όλοι ταυτόχρονα από τα σπίτια τους και με γοργό βηματισμό —όχι τρέξιμο, ήταν  αντιαθλητικό φάουλ— έφταναν να στριμώχνονται στην μπροστινή και πίσω πόρτα για να καθίσουν. Οι όρθιοι απαγορεύονταν γιατί τα πρόστιμα της τροχαίας ήταν τσουχτερά. Ενίοτε κάποιοι άτυχοι έμεναν εκτός. Οι μανάδες προσπαθώντας να παρηγορήσουν τα παιδιά που μούσκευαν τα μαγιό με κλάματα, τους αγόραζαν παγωτό, γαριδάκια ή βανίλια μέσα σ’ ένα πλαστικό υποβρύχιο, την οποία ήταν αδύνατον να φας με το κουταλάκι που τη συνόδευε αν δεν έφτανες σπίτι να πάρεις το μεταλλικό. Οι τυχεροί ξεκινούσαν το ημίωρο ταξίδι τους προς τον παράδεισο μέσα στις λαμαρίνες που άρχιζαν ν’ ανάβουν εντωμεταξύ. Άνοιγαν όλα τα παράθυρα, παρά την γκρίνια του κ. Χάρη, ο οποίος φορούσε πάντοτε μία πετσέτα γύρω από τον λαιμό. Ποτέ δεν κατάλαβε, γιατί προτιμούσε να βουτά στην μπανιέρα του σπιτιού του και όχι στη θάλασσα.

Καθώς πάρκαρε παράλληλα στην αμμουδιά σηκώνονταν όλοι προσοχή. Μόλις άνοιγαν οι πόρτες ένα τσούρμο κατρακύλαγε από τα σκαλοπάτια με χαρούμενες φωνές, σωσίβια πετάγονταν αριστερά-δεξιά κι έτρεχαν ως σημαιοφόροι να καρφώσουν τις ομπρέλες τους όσο πιο κοντά στη θάλασσα. Τα παιδιά βούταγαν και θα ορκιζόταν κανείς πως τη στιγμή εκείνη το δέρμα τους άχνιζε, τέτοια θερμοκρασία είχε ανεβάσει μέσα στο σαραβαλάκι. Οι μητέρες με τα ψάθινα καπελάκια τα παρακολουθούσαν από την ακροθαλασσιά, κανείς δεν επιτρεπόταν να προχωρήσει πέρα από εκεί που πατώνει. Οι ίδιες άντε να έμπαιναν ως τα γόνατα για να δροσιστούν ή να βάλουν τις φωνές στους ανυπάκουους. Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελαν να απομακρυνθούν από την παραλία, για να μην χάσουν κουβέντα απ’ το κουτσομπολιό όπου πρωταγωνιστούσαν χήρες ή ζωντοχήρες.

Όταν ο ήλιος έφτανε στο ψηλότερο σημείο άρχιζε το άγχος. Κοίταγαν και ξανακοίταγαν τα ρολόγια τους. Έπρεπε να κανονίσουν να φέρουν την ώρα ακριβώς ώστε να μην χαθεί λεπτό από την ευχαρίστηση, αλλά και να είναι έτοιμοι στη μία για αναχώρηση. Ήταν και αυτή η ιστορία που κυκλοφορούσε, σαν αστικός μύθος, πως κάποτε είχαν αφήσει μια μάνα πίσω, που ενώ το παιδί της επιβιβάστηκε, αυτή μάζευε ακόμη τις πετσέτες. Έτσι πέρασε τη νύχτα στην παραλία με γοργόνες και στοιχειά. Από την επομένη που την έφεραν στην Κομοτηνή δεν ήταν ποτέ η ίδια.

Ο κ. Χάρης άνοιγε τις πόρτες στο παραπέντε και δεν περίμενε κανέναν, ξεκινούσε μία ακριβώς. Αφού είχαν καθίσει όλοι στις αναμμένες σαν κάρβουνα θέσεις πέρναγε να πάρει τον οβολό —πάντα στην επιστροφή—για να τους περάσει σαν τον βαρκάρη απέναντι, να τους γυρίσει στην πόλη που έβραζε σαν καμίνι. Έκαναν ένα δεύτερο μπάνιο στον ιδρώτα, αφού οι λαμαρίνες τώρα είχαν πυρακτωθεί κάτω από τον μεσημεριάτικο ήλιο. Αποχαυνωμένοι από την ζέστη και την κούραση έφταναν ένας ένας στο σπίτι του, σέρνοντας τα πόδια σε αντίθεση με το πρωί. Οι τσιμεντένιες μονοκατοικίες με την πλάκα εκτεθειμένη, είχαν μετατραπεί σε  θερμοπομπούς. Από παιδί είχε καταλάβει πως είναι μόνο ένα βήμα από τον παράδεισο για την κόλαση.

*Ο Πασχάλης Κατσίκας είναι βιβλιοθηκονόμος στο Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του ΔΠΘ. Πρόσφατο βιβλίο του η ποιητική συλλογή «Τεταρτημόρια» (εκδ. Παρατηρητής της Θράκης, 2019)

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.