Παραπετασματα και τιμαλφη… η S.O.S: Μνημη καλει λησμονια

«Όλα μας ξεφεύγουνε, και όλοι, και ‘μείς οι ίδιοι. Η ζωή του πατέρα μου, μου είναι πιο άγνωστη από τη ζωή του Αδριανού. Αν έπρεπε να γράψω την ίδια την ύπαρξή μου, θα την ξανάπλαθα απ’ έξω κοπιαστικά σα ζωή κάποιου άλλου. Θα’ πρεπε να καταφύγω σε γράμματα, σε αναμνήσεις τρίτων για να καθορίσω αυτές τις αβέβαιες μνήμες. Δεν είναι παρά σωριασμένα τείχη, παραπετάσματα σκιάς. Να τα φέρω έτσι ώστε τα χάσματα του κειμένου μου σε ό,τι αφορά τη ζωή του Αδριανού να συμφωνήσουν μ’ αυτά που θα’ χε η δική του λησμονιά.» 

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, «Αδριανού Απομνημονεύματα – Σημειωματάριο», Εκδ. Χατζηνικολή, Αθήνα 1990

Εγώ, τι ξέρω απ’ τη ζωή του πατέρα μου; Από τη δική του λησμονιά; Το αμείλικτο ερώτημα με βασάνιζε για χρόνια, όταν ακόμα ζούσε, μετά το θάνατο της μαμάς. Ήταν ήδη 87 χρονών, το 2002, και τότε ήταν που μου φάνηκε πως γέρασε ξαφνικά, πως « έδειξαν» τα χρόνια του πάνω στους λεπτούς του ώμους. Με έπιασε τότε μια βιασύνη να μου τα πει όλα, όλα όσα θυμόταν, τα μυστικά του, τα απόκρυφά του, ακόμα κι αυτά που δεν ήθελε να θυμάται, αυτά που είχε στ’ αλήθεια ξεχασμένα. Του αγοράσαμε μια γραφομηχανή, ξέραμε ότι του άρεσε να γράφει στη γραφομηχανή… Το 1965, ένα μεσημέρι γύρισε στο σπίτι με ένα ωραίο βαρύ βαλιτσάκι. Το απόθεσε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας και μας φώναξε να δούμε τι ήταν. Άνοιξε το μαύρο ξύλινο καπάκι και πρόβαλε μια παλιά ρέμιγκτον, που του είχε χαρίσει ένας παλιός δικηγόρος της Αλεξανδρούπολης, καθώς λόγω σύνταξης έκλεισε το γραφείο του.
 
Ο Παντελής πέρασε ώρες ολόκληρες μπροστά στη γραφομηχανή, με τη μπλε βελούδινη φόδρα στη βάση και τα πλήκτρα από λευκό φίλντισι. Μας παρότρυνε διαρκώς να μάθουμε γραφομηχανή, γιατί έτσι θα βρίσκαμε ευκολότερα δουλειά σε κάποιο γραφείο… Τσαλαβουτούσαμε στο πληκτρολόγιο, υποδυόμενες και οι τέσσερις τη Βουγιουκλάκη στην ταινία το «Δόλωμα», και ιδιαιτέρως στη σκηνή που της υπαγορεύει κείμενο ο Παπαμιχαήλ κι εκείνη του λέει: «Πιο γρήγορα παρακαλώ, πιο γρήγορα…». Μια εικονική αναπαράσταση τελικά, μίμηση πράξεως σπουδαίας… καθώς εμείς θέατρο παίζαμε με τη ρέμιγκτον, που κληρονομήθηκε ήδη από τη μια εκ των τεσσάρων αδερφών και έφυγε από το σπίτι. Τυφλό δεν μάθαμε ποτέ… Δεν χρειάστηκε… Από τις τέσσερεις μας μόνο εγώ αξιοποίησα πλήκτρα λόγω δουλειάς και μια χαρά τα πήγα τελικά… Ο Παντελής, έβλεπε μακριά από το ‘65. Καταλάβαινε ότι η …ανθρωπότης σύντομα θα άφηνε πένες και κοντύλια για να γράψει αυτόματα με μηχανάκια…
 
Ποιο μυστικό τον έκανε να έχει αυτή τη διορατικότητα δεν έμαθα ποτέ… Ούτε μετά το θάνατο της μαμάς θυμήθηκα να τον ρωτήσω. Του ζήτησα όμως, του ζητήσαμε όλες να ξαναπαίξει με τα πλήκτρα και να μας γράψει ιστορίες παλιές… Την καινούρια γραφομηχανή ο Παντελής δεν τη χρησιμοποίησε ποτέ… Κι αυτή μετά το θάνατό του, μετοίκησε από το πατρικό και πήγε «προίκα» σε μια από τις τέσσερεις μας.
 
Προσπαθώντας να καλύψω τα κενά, αναζητώντας τη «λησμονιά» του, σαν τυμβωρύχος πια σκαλίζω ό,τι βρεθεί μπροστά μου κι έχει τις μυρωδιές, τα χρώματα, την αφή, την πατίνα του χρόνου…που πέρασε. Κι εκεί ανακαλύπτω τους θησαυρούς μου. Βρίσκω τα «βυθισμένα» στο χρόνο και στη λήθη, που αποκτώ από την αρχή, για να συρθώ κι εγώ μαζί τους από την αρχή, να ξαναλαθέψω, να φάω γι’ άλλη μια φορά τα μούτρα μου, με το ίδιο πάθος, την ίδια αγωνία, την ίδια ένταση, την ίδια διακινδύνευση.
 

Τη λησμονιά του Παντελή, τη χρεωμένη σε μένα λησμονιά του, ξεσκονίζω σε μικρές, καθημερινές περιστάσεις, σε κάθε ευκαιρία… Στα μικρά μπιλιέτα που είχε μανία να φυλάει μέσα στις σελίδες βιβλίων που διάβαζε. Ευχέτης…σεβάσμιων γερόντων επί τη επετείω ονομαστικής εορτής…, συλλυπητήρια σημειώματα επί τη αποδημία κάποιων. Θεολογικές γραφές από τη θητεία του στην Ιερατική σχολή… Ένα παλιό τετράδιο καπλαντισμένο με μπλε κόλλα καλογραμμένο με μελανί μολύβι, και λόγοι εκφωνηθέντες στους ναούς της Αλεξανδρούπολης σε πολλαπλές ευκαιρίες… Όλα χειρόγραφα… Τίποτε δεν κράτησε από τη γραφομηχανή ρέμιγκτον ο Παντελής, τίποτε δεν σώθηκε… Μοναχά μια σελίδα από το δοκίμιο με το οποίο ξεκίνησε να μαθαίνει, τυπωμένη εις διπλούν με καρμπόν. Τίτλος της «Η πνευματική ζωή των κληρικών»… Πνεύματα, τόνοι, υπογεγραμμένες, περισπωμένες… Πνοές και γραφές, που μαζί με την αρμονία τους, έχουν κι εκείνη την γλυκιά μυρωδιά του πεπαλαιωμένου μελανιού…
 




Στους τύμβους της μνήμης μας που έχω φυλάξει στα δεκάδες ερμάρια του σπιτιού και ένας ξεχωριστός, σηματωρός… Στα κουτιά με τις ταξινομημένες φωτογραφίες, έχω κάνει χρονολογική μοιρασιά… Οι πιο παλιές, οι βγαλμένες τα πρώτα χρόνια της οικογένειας στην Ικαριά, είναι στ’ αλήθεια ακριβές καθώς αφηγούνται αληθινές ιστορίες… Όχι με τις απεικονίσεις τους, αλλά με τα σημειώματα στην πίσω τους πλευρά. Φαίνεται πώς στο σπίτι εκείνο τον καιρό οι φωτογραφίες ήταν το μόνο χαρτί που υπήρχε!!! Γι’αυτό κι εκεί το μικρό Σισάκι μάθαινε ορθογραφία κι έγραφε ό,τι του ερχόταν. Στη φωτο μιας γιαγιάς με τσεμπέρι που δεν έχω ιδέαν πια ήταν, γράφει: «Γιαγιά, γιαγιά πέθανες που σε λέγανε Στέλλια, όταν πέθανες κλαίγαμε πολύ πάρα πολύ 1951, Χρυσούλα ή Σίση». Σε άλλη, με μια πανέμορφη θεία, το Σισάκι κάνει πρόβα καλλιγραφίας, αφού έχει γεμίσει όλο το πλαίσιο από πάνω μέχρι κάτω με το …κατσουνάκι, δηλαδή το «ι».
 
Και σ΄ άλλη φωτο με τη μαμά νεαρή και τον ξάδερφό της, το Σισάκι κάτι θέλει να γράψει:«Ο βορηάς…ο ηηηηηηηηηλιος…ννννν….»
 
Αυτές οι αφορμές είναι που με αναγκάζουν να κοιτάζω πάντα τα πράγματα από την ανάποδη… Όπως τις φωτογραφίες που ξεφυλλίζω όχι από την όψη τους, αλλά από την…πίσω μεριά. Κι εκεί αγωνίζομαι σαν να διαβάζω πάπυρους να αποκρυπτογραφήσω μηνύματα… του Παντελή και της Καλλιώς… Της Καλλιώς που μου έστελνε πάντα μπιλιέτα τον καιρό της Αθήνας μέσα στα δέματα με τις μαρμελάδες δαμάσκηνο και τα μπισκοτάκια. Ένα τέτοιο σημείωμα φυλάσσεται στο νεσεσέρ με τα μπιζού. Είναι ένας ταχυδρομικός φάκελος, γραμμένος και από τις δυο πλευρές, λαδωμένος από τα ζουμιά φέτας Βουλγαρίας που είχε στείλει μαζί με τα υπόλοιπα «τιμαλφή» εκείνη τη φορά. Πρέπει να ήταν το 1975. Γράφει: «Λενάκι, γεια σου… έμαθα ότι έχεις προβλήματα… Δεν πειράζει, εσύ να κάνεις το σταυρό σου και ο Θεός θα σου τα φέρει όλα βολικά… Μέσα στο δέμα έχω δυο βαζάκια μαρμελάδα. Το ένα σε παρακαλώ να το πας στην αδερφή μου τη Στέλλια, που έχει δυσκοιλιότητα και τη βοηθά το δαμάσκηνο. Δώσε της και λίγο τυράκι…»
 
Δεν θυμάμαι αν πήγα στη θεία φέτα, τη μαρμελάδα όμως σίγουρα την έδωσα…
 
Πολλές φορές αναρωτιέμαι γιατί πάντα όταν αναφέρομαι στη μνήμη ξεκινώ από τον Παντελή και όχι από τη μαμά. Ίσως γιατί πιστεύω ακόμα και σήμερα ότι η ζωή των γυναικών έχει άλλου είδους λησμονιά… «Η ζωή των γυναικών είναι υπερβολικά περιορισμένη και μυστική… Είναι ήδη αρκετά δύσκολο να βάλουμε κάποια αλήθεια μέσα σ’ ένα αντρικό στόμα», λέει πάλι η Γιουρσενάρ.
 
Δεν ξέρω… Είμαι μπερδεμένη… Εκείνο που υποψιάζομαι όμως είναι ότι τη λησμονιά της απόλυτης γυναίκας, μαμάς μου, την έχω φυλαγμένη σε πιο μεγάλα ερμάρια… Έχω κρατήσει όλα τα χειροποίητα πλεκτά της στη ντουλάπα με αρωματικά και λεβάντες. Κάθε χρόνο τα βγάζω από την κρύπτη και τα αερίζω, τα χαϊδεύω, τα μυρίζω, τα προβάρω… Είναι αθάνατα, έχουν σωρευμένη την πιο ακριβή υπεραξία… Το ότι δεν ομολογώ τη…θεωρία τους, ίσως να οφείλεται στην ελάχιστη πίστη που κληρονόμησα για το φύλο… Κι ας δηλώνω φεμινίστρια… Ευτυχώς δηλαδή που υπάρχουν τα πλεκτά για να πιστοποιώ κάθε φορά την ταυτότητα των λαβυρίνθων μου, τη γοητεία του… μίτου και την ποίηση της γραφής του πλέκειν… Yπάρχει κι εκείνο το λαδωμένο μπιλιέτο…
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.