«Τι κοιταζει στ’ αληθεια ο ποιητης» Χαραλαμπος Γιαννακοπουλος;

Εισαγωγή στο σύμπαν του Χαράλαμπου

Χαμηλοί Τόνοι, Υψηλή Ποίηση

Από τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη
 
1.Παρμπρίζ. Δύο φορές η λέξη «παρμπρίζ» στην ποιητική συλλογή «Τι κοιτάζει στ’ αλήθεια ο ποιητής» (εκδ. Πόλις) του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου (Αθήνα, 1971) και άλλη μία στη συλλογή, του ιδίου, «Γράμματα σ’ έναν πολύ νέο ποιητή» (εκδ. Πόλις). Και πολλές μνείες και αναφορές στα αυτοκίνητα, ακόμα και σε ένα ταπεινό Fiat Uno: «Το αυτοκίνητο ήταν ένα Fiat, σκούρο μπλε,/ σκονισμένο, με σπασμένο τον καθρέφτη / απ’ την πλευρά του οδηγού// Έσκυψα στο παράθυρο του συνοδηγού / χαμογελώντας ευγενικά./ Έβγαλε τα γυαλιά της και με κοίταξε / μισοκλείνοντας τα μάτια της από την αντηλιά./ Τα μάτια της μου ‘φεραν στο μυαλό / ποτάμια με σκούρα άγρια νερά / και ψάρια να κολυμπάνε μέσα,/ τα νερά να κυλάνε ορμητικά,/ τα ψάρια να παρασύρονται,/ να γδέρνονται στις πέτρες του βυθού / και νικημένα να χάνονται στην άβυσσο / και τα νερά ορμητικά και σκούρα, αδιάφορα / να συνεχίζουν να κυλάνε». Μιαν άλλη συλλογή του ο Γιαννακόπουλος την τιτλοφορεί «Μια λεπτομέρεια που κανείς δεν παρατηρεί» (εκδ. Free Thinking Zone). Και με αυτήν τη δουλειά, με την ιερουργία αυτή, καταπιάνεται εδώ και δύο δεκαετίες ο ποιητής: με τη σημασία στη λεπτομέρεια που την αφήνουνε να περνάει έτσι, ενώ εντός της μπορεί κάλλιστα θαύματα να ενέχει που στραφταλίζουν θελκτικά, αλλά οι περισσότεροι στο ντούκου τα περνάνε. Οι τόνοι μένουν χαμηλοί, όπως το ήθελε ο άλλος μεγάλος παρατηρητής των καθημερινών πραγμάτων, ο Robert Bresson, αλλά η ποίηση είναι υψηλή. Είναι η ποίηση που αδράχνει το καθημερινό, στο στιγμιαίο, το χθόνιο, το χθαμαλό, το φαινομενικά ασήμαντο, και το εκθειάζει, το καθαγιάζει, το αποθεώνει, μας το προσφέρει σαν δώρο βαρύτιμο, σαν ένα potlatch που το έχουμε, ιδίως σήμερα, απόλυτη ανάγκη.
 
2. Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος Ντεμπόρ. Ο Γκι Ντεμπόρ ενέπνευσε και εξακολουθεί να εμπνέει τους τροβαδούρους της καθημερινής ζωής. Εστίασε στα όσα περνάνε απαρατήρητα, στους κρυφούς θησαυρούς ενός πολύωρου και τάχατες άσκοπου περιπάτου στους λαβυρίνθους της μεγαλούπολης, στις δυνατότητες της περιπέτειας που ανοίγονται από μια τυχαία συνάντηση, στην ποιητική της στιγμής, στο τάνυσμα των δευτερολέπτων. Ιδού το ποίημα του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου «Ο Γκι Ντεμπόρ στο Παρίσι»: «Ακούραστα όλη τη νύχτα / φορώντας ένα παλιό μοντγκόμερι / και μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα του,/ περιπλανιέται στους δρόμους / και στα στενά της πόλης,// γυρεύει τη rue Descartes, τη rue Saint-Martin,/ τη rue Saint-Jacques, γυρεύει τις πλατείες,/ τα μπαρ και τα καφέ, το «Mιthode», το «Palette».// Δεν τη γνωρίζει αυτή την πόλη πια,/ η πόλη αυτή δεν τον γνωρίζει.// Ακούει τις πλάκες του πεζοδρομίου / τον ήχο των βημάτων του κι ένα / περασμένου φθινόπωρου κίτρινο φύλλο / που το σέρνει ένας άνεμος τραχύς -/ τίποτε άλλο δεν ακούγεται.// Ανάβει κι άλλο τσιγάρο, κοιτάζει γύρω του,/ γυρεύει τις τριανταφυλλιές που ήξερε,/ το άρωμα της νεραντζιάς,/ τον δρόμο που ανηφορίζει στο βουνό.// Ένα παιδί καβάλα στο ποδήλατο / μ’ έναν επίδεσμο στο δεξί του γόνατο / περνάει κοντά του και του ψιθυρίζει:// Λάθος πόλη, λάθος πόλη,/ είσαι σε λάθος πόλη».
 
3.Σκύλος. Ο Ντεμπόρ αγαπούσε τις γάτες. Μάλιστα, είχε επινοήσει έναν κώδικα για να επικοινωνεί μαζί τους. Αγαπούσε και τους σκύλους, είχε έναν Αφγανό λύκο, ατίθασο κι επίμονο. Ομοίως αγαπούσε τους σκύλους και ο συγγραφέας του “Broom of the System” και του “Infinite Jest”, ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας. Και ο Τζακ Λόντον, φυσικά. Αλλά και ο Γιαννακόπουλος. Ο οποίος αγαπάει και την άνοιξη. Όπως αγαπάει και τον Ρέιμοντ Κάρβερ, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον Μίμη Σουλιώτη, τον Νικ Κέιβ, τον Τσαρλς Μπουκόβσκι, τον Ηλία Πετρόπουλο, τον Λέοναρντ Κοέν, τον Μάιλς Ντέιβις, τους Doors, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Νίκο Καρούζο. Ξέρει να αγαπάει τις λίστες, τους καταλόγους, τις χαρτογραφήσεις του χάους, τις υπογραμμίσεις στα λατρεμένα μας βιβλία. Ξέρει να αγαπάει ό,τι κάνει τη ζωή πιο υποφερτή, πιο έντιμη, πιο πλούσια, πιο μελωδική. Ξέρει να αγαπάει τη λογική των γεγονότων που μας οδηγούν στο οχυρό που ανθίσταται στη φθορά. Και ξέρει να συνθέτει ερωτικά ποιήματα που σε αφήνουν άναυδο με τη λιτότητα και το άνοιγμα στο αίνιγμα που είναι ο άνθρωπος. Διαβάζω το ποίημα «Άνοιξη στην πόλη» και αισθάνομαι ότι είναι ένα από τα πιο ερωτικά/ερωτευμένα, συγκινητικά/συγκινημένα ποιήματα που διάβασα τα τελευταία χρόνια: «Ο σκύλος μου σταματάει / σε κάθε χόρτο και λουλούδι / και το μυρίζει προσεκτικά./ Κάνω υπομονή και τον αφήνω,/ είναι η πρώτη του άνοιξη / στον κόσμο.// Και η δική μου, νομίζω». Διότι τι πιο ερωτικό από το να ζεις την πρώτη σου άνοιξη στον κόσμο; Τι πιο ερωτικό; Τι;
 
http://radiobookspotting.blogspot.gr/
Πηγή: www.lifo.gr

Μαρία Στασινοπούλου, «Παρατηρώντας τον κόσμο και τον εαυτό»* 

Ο κάθε επιτηδευματίας ή καλλιτέχνης εστιάζει την προσοχή του σε ό,τι τον ενδιαφέρει και θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο της δουλειάς του, κοινός ο τόπος. Τι κοιτάζει στ’ αλήθεια ο ποιητής, κι αν κοιτάζει, τι βλέπει; Γι’ αυτά αναρωτιέται και ο Μαρσέλ Προυστ στο μότο που προτάσσει ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος στο καινούργιο του βιβλίο, ένα βιβλίο ποιητικής της ματιάς και του στίχου. Ενας ποιητής αυτοπαρατηρείται και αυτοαναλύεται, με αρκετή δόση ειρωνείας, αυτοσαρκασμού και περιπαικτικής διάθεσης, καταφέρνοντας τελικά να οριοθετήσει το τοπίο της έμπνευσης.
 
Τα ποιήματα, διαρθρωμένα σε τρεις ενότητες, μιλούν για τις απλές στιγμές του βίου, για τις αλλαγές των εποχών και τη φύση, για τον χρόνο και τον έρωτα. «Με την πρώτη λιακάδα του Ιανουαρίου» τιτλοφορείται η πρώτη ενότητα, στιγμές καθημερινότητας και ασκήσεις επαναληπτικών θεμάτων. «Η ζωή μέσα στο ποίημα» η δεύτερη, ζωή και τέχνη μπλέκονται αξεδιάλυτα, κάποτε απειλητικά, το ερώτημα σταθερό: ποια αντιγράφει την άλλη; Ποίημα και αφορμή ποιήματος ανταλλάσσουν ταυτότητες. «Μικρά θαύματα του καλοκαιριού» η τρίτη, η πιο ερωτική και ερωτογενής απ’ όλες.
 
Ενα κλίμα έντονου ερωτισμού, μέχρι εμμονής, διασπείρεται γενικώς ανάμεσα στους στίχους, ενώ δεν λείπει ο φυσιολατρικός χαρακτήρας, ακρογιαλιές και ηλιοβασιλέματα, μυρωδιές εσπεριδοειδών και άλλες, ήχοι πουλιών και σύννεφα, φεγγάρια και βραδινές βόλτες. Συχνά ο ποιητής αναφέρεται στο τι του αρέσει και τι αποτελεί πηγή έμπνευσης γι’ αυτόν. Απαριθμώντας τις αρέσκειες ή τις στιγμές που τον σημάδεψαν δίνει απάντηση στο δυνάμει ερώτημα ή στην αποφατική πρόθεση του τίτλου: Τι κοιτάζει στ’ αλήθεια ο ποιητής.
 
Για παράδειγμα το ποίημα «Μικρές αγάπες»: «Αγαπάω τα μικρά ποιήματα, την ΙΟΝ αμυγδάλου, / τις Περιπέτειες του Τομ Σόγερ, τη μηλόπιτα, / τις άκοπες σελίδες των βιβλίων, τα Playmobil, / τις αμυγδαλιές – ακόμη κι αν δεν είναι ανθισμένες, / τα σύννεφα, τις φυσαρμόνικες, τον Λουίς Μπουνιουέλ». Η αμυγδαλιά ανήκει στα αγαπημένα του: «Ακούγεται ασήμαντο για φιλοδοξία / και ξεπερασμένο και ρομαντικό, / μα δεν είναι άσχημο για πεπρωμένο: / να μείνω στη μνήμη των ανθρώπων / ως εκείνος που κάθε χρόνο / έγραφε για τις αμυγδαλιές / λες και τις έβλεπε πρώτη φορά» (σ. 19).
 
Αρκετές οι διακειμενικές αναφορές του. Κάποτε ερμηνεύει συναισθήματα ηρώων σε λογοτεχνικά έργα ή χρησιμοποιεί ως πηγή έμπνευσης αποσπάσματα άλλων λογοτεχνών. Μια ποιητική συλλογή με μεράκι και έμπνευση, με έντονο συναίσθημα και αισθαντική ματιά, με γλωσσικό πλούτο και μετρική πολυμορφία που αντλεί το υλικό της απ’ ό,τι αγαπά ο ποιητής: «Ούτε σήμερα κατάφερα να περπατήσω πάνω στα νερά, / που είναι το πιο αγαπημένο μου απ’ όλα τα θαύματα. / Τα άλλα δύο είναι ο έρωτας και η ποίηση».
 
Πηγή: «Εφημερίδα των Συντακτών», 10/4/2016

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.