Τον εχω παινεψει, πολλακις, τον ηλιο, ειναι γεγονος…

(…) Διστάζω.
Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένoς να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

Τάκης Σινόπουλου, «Ο Καιόμενος»

Τον έχω παινέψει κι ας νιώθω πως δεν με προτιμά για σκιά του… Διαπιστώνω, ωστόσο, την ύπαρξή του, στα γύρω, στους γύρω… Χαίρομαι, γι αυτό, μιας και καλλιεργεί τις αυταπάτες μου, χαρίζοντάς μου το απαραίτητο φως για τις εικόνες και τις σειρές που περιμένουν. Μου χαρίζει δρόμους, ανατολές που προτιμώ να τις παρατηρώ από απόσταση, έτσι, για την ασφάλεια που μου χρωστώ… Με πολιορκεί μ’ αλήθειες, δυσεύρετες, που πλημμυρίζουν τον ορίζοντα, σαν ο … αποχρωματισμός της φύσης, ξεκινήσει να υφαίνει το δικό του σκοτεινό, της νύχτας, πέπλο.
 
Μ’ επαναφέρει και στην τάξη, κατά καιρούς και στις …διαφωνίες. Στιγμές και πυξίδες μ’ αναγκάζουν να υψώσω τον τόνο… της σκέψης, παραθέτοντάς του, πειστήρια ηλικίας κι αφορισμού των πάντων. Θα με στραβώσει, αρχικά, απ’ τη θέση του συνομιλητή και στη συνέχεια θα με καταστήσει, δις ανίκανη, «απεμπλοκής» και πνιγμού, πεζού…
 
Οι ταράτσες, απ’ την άλλη, έχουν μονίμως χρώμα… Και δη οι νόθες, στα ξεχασμένα που πλέον σπρώχνουν ταυτότητες και ριζικά, χωριά, ανά … διαμερίσματα κι ελληνική γη, ποδοπατημένη. Νόθες, μιας και η πλάκα, είναι ο λιποτάκτης… Αλλοτριωμένη, στέκεται δίπλα σε ξεφτισμένα από φόρους, κεραμίδια. Κουρνιάζει και σβήνεται απ’ τον χάρτη και τις τιμωρίες που περιμένουν πώς και πώς ν’ αποδοθούν.
 
Σε κάτι τέτοιες, θέες, είναι που βρίσκω επιχειρήματα κι ανάσες… Δελεάζω τις εικόνες, αντιστέκομαι στο φως το μουσικό, που δύει στη ώρα του και κατά φύση… Αναπνέω ελεύθερα, μέσα από αναδρομές και καιρών, κάψα. Ξορκίζω τα μπαλκόνια του Λόρκα και του Πεσσόα, που με βυθίζουν ολοένα και περισσότερο, στην ξενιτιά των πόλεων, ασκώντας το δικό τους «φασισμό» πάνω στις πλάτες και τις ματιές μου… Ενίοτε, μάλιστα, πλησιάζουν και τον πουά στόχο… Ασπρόμαυρο πουά που μ’ αναγκάζει να πεισθώ πως το μαύρο, το άκαιρο και τυχαίο, είμαι εγώ ενώ την ίδια στιγμή, το άσπρο του «κλεινού» και της νομιμότητας, το αποτελούν όσα που βρίσκονται πέρα απ’ τα παντζούρια μου… Οι καπνοί, οι πωλητές, οι καμπάνες και τ’ ασημένια νομίσματα…

Φέρνω και το ριγέ, μόνη μου… Έτσι για τη συμπλήρωση του μήκους, την υπερβολή που αρμόζει στη φωτιά και στον τόπο καταγωγής της. Χρίζω τον Σινόπουλο, ως μάρτυρα υπεράσπισής μου… Κι εκείνος, σιγοντάρει ως πρέπει, λιτά και με βάθος φωτός και Ηλείας… Έτσι, καθόσον εγώ, ενίσταμαι κι αντιλέγω στον … κράτορα των πάντων και ταξιδευτή των ημερών, αλώβητο, φωτός… ο γιατρός της ποίησης και του τόπου μου, ξορκίζει με τον τρόπο του ετερώνυμους και καταδικασμένους… Δυο λέξεις κι άλλες τρεις σειρές, αρκούν για τον Έλληνα, τον Πορτογάλο και τον Ισπανό…
 
Στους πέντε εμάς, το δειλινό, αποτελεί μία εκ των πολλών, της μόδας, στιχομυθία… Ριγέ και πουά, καταγωγές, δίνουν και παίρνουν υπό μορφή αλήθειας κι ομπρέλας…
Αλάθητο, απόλυτο κι εγωκεντρισμοί, συναλλάσσονται κατά το «σβήνειν» και τη γραφή…
 
Στο τέλος, μένουν οι ποιητές, για το άπιαστο που κείται πέρα από χέρια και παντζούρια…
Στο απώτερο τέλος, οι εμμονές, οι τόνοι, οι καύσωνες τα κεραμίδια…
Τα γήινα, τού εντελώς…
Τα ταπεινά που προορίζονται για τις μουσικές και την ασφάλεια εξ αποστάσεως…
 
Οποία απόσταση! Λύπη!

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.