Latinitas delenda est?

[με αφορμή την κατάργηση ενός μαθήματος]

Έχω αποθηκεύσει στον υπολογιστή μου και ξαναδιαβάζω προσεκτικάτις επίσημες ανακοινώσεις Πανεπιστημιακών Τμημάτων, Συλλόγων και φορέων με αφορμή την κατάργηση του μαθήματος των Λατινικών από την ομάδα προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών της Β΄ και της Γ΄ Λυκείου. Εξαιρετικά κείμενα, τόσο από άποψη μορφής όσο κυρίως περιεχομένου. Κείμενα που τονίζουν τη συνέχεια του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, που υπενθυμίζουν ότι ο πολιτισμός αυτός, οι ιδέες, η φιλοσοφία, η ρητορική, η λογοτεχνία, το πολιτισμικό «παράδειγμα» και οι γλώσσες έκφρασής του αποτελούν τα θεμέλια του σύγχρονου δυτικοευρωπαϊκού κόσμου, τις ρίζες της σύγχρονης σκέψης και έκφρασης. Όσο αδιαμφισβήτητα, ωστόσο, είναι όλα τα παραπάνω για κάθε άνθρωπο καλλιεργημένο άλλο τόσο ακατανόητα είναι για τον σημερινό «μέσο μαθητή», κρίνοντας τουλάχιστον με βάση τη δική μου υποκειμενική εμπειρία. Γιατί όμως να μην μπορούν να αντιληφθούν οι μαθητές την αξία του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού στα δύο χρόνια μελέτης των λατινικών στο Λύκειο, και κυρίως στα έξι χρόνια διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση;
 
Η σκέψη μου, ακολουθώντας τη σωκρατική ατραπό, προσπαθεί να προσδιορίσει τι σημαίνει «αξία» για τον σημερινό μαθητή. Για τον σημερινό άνθρωπο. Αν η αξία ενός εκπαιδευτικού αντικειμένου συνδέεται μόνο με την «πρακτική» του ωφέλεια και τη σύνδεσή του με τη μετέπειτα επαγγελματική δραστηριοποίηση, τόσο τα αρχαία όσο και τα λατινικά ενδιαφέρουν λογικά κυρίως τους μαθητές που στοχεύουν στις Φιλοσοφικές Σχολές, στη Θεολογία, πιθανότατα και στη Νομική. Για τους υπόλοιπους, μια γερή και θεμελιωμένη γνώση της νέας ελληνικής γλώσσας, εμπλουτισμένη με απαραίτητες αναφορές σε προγενέστερα στάδια εξέλιξής της (βυζαντινή, ελληνιστική, αρχαία ελληνική) θα ήταν ίσως επαρκής για όποιο επάγγελμα τελικά κάνει – και αναγκαία, κατ’ εμέ, για κάθε επάγγελμα.
 
Πόσο καταφανώς περιοριστική είναι, όμως, η παραπάνω προσέγγιση στην εκπαίδευση, στην παιδεία των ανθρώπων που θα στελεχώσουν και θα συστήσουν την κοινωνία του μέλλοντος! Πόσο μονομερής και επιφανειακή! Η παιδεία, η ουσιαστική, ανθρωπιστική παιδεία, δεν μπορεί να εξαντλείται στην παροχή γνώσεων· να συνιστά μόνο προετοιμασία για κάποιο επάγγελμα. Η παιδεία είναι προετοιμασία για τη ζωή και ταυτόχρονα συνιστά ζωή, σε όλη την ευρεία, ασαφή, μη προσδιορίσιμη έκταση του όρου, αλλά και σε όλη την απλή, καθημερινή, αυτονόητη βίωσή του. Η «αξία» του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, της «φιλολογίας», ευρύτερα, έγκειται ακριβώς στη συμβολή τους στην προετοιμασία αυτή, αποτελώντας, σε μεγάλο βαθμό, μια (πρό)γευση ζωής. Η Ομάδα Προσανατολισμού «Ανθρωπιστικών Σπουδών», όπως ονομάζεται στο τρέχον εκπαιδευτικό σύστημα, θα έπρεπε να χαρακτηρίζει εκ θεμελίων το σύστημα αυτό. Οι ανθρωπιστικές σπουδές, το πνεύμα και οι αξίες τους, θα έπρεπε να προσανατολίζουν συνολικά την παιδεία που προσφέρουμε στα παιδιά μας.
 
Κάτι τέτοιο, όμως, δεν υφίσταται στην εκπαιδευτική πράξη – είναι πασιφανές. Παρόλο που όλοι πιστεύουμε, ας δεχθώ καλοπροαίρετα, στην αξία του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, κάτι πήγε λάθος στη «διδακτική μετάθεσή του». Έξι χρόνια αποστήθισης γραμματικής και συντακτικών κανόνων, κι ούτε λίγες γραμμές αρχαίου ελληνικού λόγου από το πρωτότυπο ή σύντομες επιγραφές στα μουσεία και στους αρχαιολογικούς χώρους δεν μπορούν να κατανοήσουν οι απόφοιτοι των σχολείων μας. Δύο χρόνια λατινικών, και η μόνη έλξη που γνώρισαν γι’ αυτά είναι η γερουνδιακή (κι αυτή μόνο ως όρος τους έχει μείνει). Σε ποιο σημείο του δρόμου πήραμε την εκπαιδευτική ζωή μας λάθος; Και κυρίως, τι μπορεί να γίνει, ώστε να διορθώσουμε την πορεία μας, χωρίς επιπόλαια κι απερίσκεπτα να «αλλάξουμε ζωή»; Πριν τη λήψη οποιασδήποτε θεσμικής απόφασης, μια ουσιαστική συζήτηση πάνω σε αυτό το ζήτημα ήταν απαραίτητη – είναι ακόμη.
 
Ανοίγω το εγχειρίδιο λατινικών, το οποίο διδάχτηκα και δίδαξα ο ίδιος τόσα χρόνια. Φθαρμένο από τη μακρόχρονη χρήση του, με το μαθητικό μου μολύβι να έχει σημαδέψει τις λέξεις των κειμένων με σύμβολα: Υπ., Ρ., Αντ. Κατηγορ. Πόσοι μαθητές έμειναν δέσμιοι των συμβόλων αυτών, κατανάλωσαν πολύτιμες, ανεπίστρεπτες, εφηβικές ώρες στην αποστήθιση της γραμματικής και συντακτικής λειτουργίας των λέξεων, χωρίς να εγκύψουν στη σημασία τους! Χωρίς να νιώσουν τη δύναμη των κειμένων. Χωρίς να αισθανθούν την ανυπέρβλητη αγάπη στις πράξεις αυτοθυσίας της Αρρίας προς τον σύντροφό της·να γελάσουν με το «πάθημα» του ψεύτη Έννιου ή με την ωραιοπάθεια της Ιουλίας, της κόρης του Αυγούστου·να συναισθανθούν το ασίγαστο πάθος του Κάτωνα του πρεσβύτερου, την εμμονική του προσκόλληση σε μιαν ιδέα, που τον έκανε να ολοκληρώνει κάθε λόγο του στη Σύγκλητο, όποιο κι αν ήταν το θέμα, με τη μόνιμη επωδό: «Ceterum censeo Carthaginem esse delendam». Χωρίς να ακούσουν τη φωνή ανθρώπων πεθαμένων εδώ και αιώνες, που μιλούν όμως για την ομορφιά της ζωής, για τη δύναμη του έρωτα, για την κατάρα του πολέμου, για τον φόβο μπροστά στο θάνατο.
 
Γιατί τα κείμενα αυτά είναι «φερέφωνα». Μεταφέρουν φωνές. Έχουν αποκρυσταλλώσει στιγμιότυπα καθημερινότητας, αποστάγματα σκέψης, αλλά και συναισθήματα ανθρώπων που, όπως κι εμείς, στέκονταν με αμηχανία μπροστά στο θαύμα που λέγεται ζωή και προβληματίζει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο τους ανθρώπους κάθε εποχής. Το ζήτημα για μας, το στοίχημα για την εκπαίδευση, είναι να εμφυσήσει ζωή στα λεκτικά αυτά εκμαγεία. Να καταδείξει στους μαθητές πώς τα κείμενα αυτά μιλούν για θέματα διαχρονικά, για έγνοιες, προβληματισμούς και διλήμματα καθημερινά, που τους αφορούν άμεσα. Το αν συμφωνήσουν, τελικά, ή όχι είναι άλλο ζήτημα. Το ελάχιστο, θα τους έχουν ακούσει. Θα έχουν μοιραστεί την οπτική τους, θα έχουν δει τις «λύσεις» που πρότειναν, αλλά και τα λάθη τους.
 
Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες φιλολόγους, ο Ι. Συκουτρής, ξεκινά τις παραδόσεις του στο Αμφιθέατρο του Πανεπιστήμιου Αθηνών το 1931 μιλώντας για την αδιάσπαστη σχέση φιλολογίας και ζωής. Η ρήξη αυτής της σχέσης στα εκπαιδευτικά μας πράγματα είναι ίσως ένας από τους λόγους που οδήγησαν στον σύγχρονο παροπλισμό της φιλολογίας, στην (απειλούμενη;) κατάργηση της διδασκαλίας των λατινικών σήμερα – κι ίσως αύριο στην αμφισβήτηση της αξίας διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών. Στα σοφά λόγια του ο Συκουτρής παραθέτει ένα απόσπασμα του Νίτσε: «Η φιλολογία σε μαθαίνει να διαβάζης καλά, δηλαδή να διαβάζης αργά, βαθειά, βλέποντας εμπρός και πίσω σου, με οπισθόβουλες σκέψεις, με ανοικτές θύρες, με δάκτυλα και μάτια τρυφερά.». Ας επιτρέψουμε επιτέλους στη φιλολογία να πράξει το έργο της: να μάθει στα παιδιά μας να διαβάζουν με επάρκεια και διεισδυτικότητα τα κείμενα και τον κόσμο στην αδιάσπαστη ενότητα παρελθόντος – παρόντος – μέλλοντος.

Περισσότερες αναγνώσεις από τον Σπύρο Κιοσσέ εδώ
 

*Ο Σπύρος Κιοσσές είναι φιλόλογος και εργάζεται στο Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Πρόσφατα κυκλοφόρησαν η μελέτη του: «Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου: Η συμβολή της αφηγηματολογίας», με πρόλογο της Καθηγήτριας Γλωσσολογίας, Αντιπρυτάνεως σήμερα Ζωής Γαβριηλίδου, από τις   Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 2018, και η ποιητική του συλλογή: «Το κάτω κάτω της γραφής»,  από τις Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2018.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.