Πως εζησα τα γεγονοτα του Πολυτεχνειου

Ήταν  απογευματάκι Παρασκευής του 1973, όταν  φύγαμε, μαζί μ’ ένα πρόεδρο πρωτοδικών από το μέγαρο της Σοφοκλέους, όπου στεγάζονταν τότε τα Διοικητικά Δικαστήρια, για να πάμε στα σπίτια μας. Κατά την ώρα περίπου 4 ανεβαίνοντας, κουστουμαρισμένοι, γραβατωμένοι και με φουσκωμένες από δικογραφίες τις τσάντες στα χέρι την οδό Πατησίων, ήμασταν μπροστά στο τότε ξενοδοχείο «Ακροπόλ» που είναι ακριβώς απέναντι από το Πολυτεχνείο. Η εικόνα ήταν συγκλονιστική.  Η αυλή του Πολυτεχνείου και οι βεράντες των κτηρίων ήταν γεμάτα από φοιτητές που φώναζαν συνθήματα. Στα κάγκελα της περίφραξης ήταν  κρεμασμένα πανώ με συνθήματα, ενώ άλλοι έγραφαν συνθήματα στον εξωτερικό τοίχο ενός κτηρίου. Αυτά βασικά ήταν τα γνωστά «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» και «δεν σε θέλει ο λαός πάρε τη Δέσποινα κι εμπρός», «Ελλάς Ελλήνων φυλακισμένων» καθώς κι άλλα. Η κυκλοφορία των αυτοκινήτων  στο οικοδομικό τετράγωνο του Πολυτεχνείου και του Μουσείου διεξαγόταν μεν αλλά με πολύ μεγάλη δυσκολία, διότι  φοιτητές είχαν κατεβεί στο δρόμο  και μοίραζαν στους οδηγούς φυλλάδια, κολλούσαν χαρτιά με συνθήματα, ενώ στα λεωφορεία και τα τρόλεϊ έγραφαν επιπλέον και  συνθήματα. Ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις υπήρχαν στις γωνίες της οδού Στουρνάρη και στην πλατεία Αιγύπτου στην αρχή της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Για αρκετά λεπτά παρακολουθούσαμε την όλη κατάσταση, οπότε ο πρόεδρος σκύβει και μου λέει ότι μυρίζεται μπαρούτι, κι εγώ του απαντώ πάμε να φύγουμε διότι έτσι όπως είμαστε ντυμένοι ενδεχομένως να μας περάσουν για μυστικούς αστυνομικούς και να έχουμε κακά ξεμπερδέματα, οπότε επιταχύνοντας τον βηματισμό μας απομακρυνθήκαμε.
 
Το βραδάκι πήγα σ’ ένα σινεμά στην οδό Αγίου Μελετίου που είναι μονόδρομος, κάτω από την λεωφόρο Αχαρνών, οπότε όταν τέλειωσε το έργο στις 11 η ώρα και βγήκα στο δρόμο ανάβοντας ένα τσιγάρο, βλέπω κάποια άτομα να σπρώχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση ένα ΙΧ αυτοκίνητο από το κάτω μέρος του οποίου κάτι έτρεχε. Ένας από αυτούς που το έσπρωχναν, μόλις είδε ότι είχα αναμμένο τσιγάρο μου φωνάζει από την απέναντι πλευρά «γρήγορα σβήσε το τσιγάρο μη τυχόν και πιάσουμε φωτιά» κι αυτό γιατί εκείνο που έτρεχε ήταν η βενζίνη του Ι.Χ.. Ρώτησα τι συμβαίνει και μου λένε «ανέβα στην Πατησίων να δεις», πράγμα και το οποίο έπραξα. Εκείνο που είδα ήταν ότι πολύς κόσμος κατευθυνόταν προς το Πολυτεχνείο, δεν κυκλοφορούσε πλέον κανένα αυτοκίνητο, ούτε μέχρι την πλατεία Αμερικής. Σιγά σιγά και με δυσκολία λόγω του πλήθους άρχισα να βαδίζω κι εγώ προς το Πολυτεχνείο, αλλά δεν πρόλαβα να περπατήσω ούτε ένα τετράγωνο κι όλο αυτό το πλήθος του κόσμου άρχισε να τρέχει προς τα πίσω. Από την παραζάλη μου από το γεγονός αυτό, επιχείρησα να περάσω από το πλάι ενός τρόλεϊ που ήταν σταματημένο στη γωνία Πατησίων και Πιπίνου, αλλά στριμώχθηκα στο άνοιγμα γιατί ήταν μικρό και δυσκολεύθηκα να  περάσω από την άλλη πλευρά  του τρόλεϊ λόγω του πλήθους που με έσπρωχνε προς τα πίσω. Όταν τελικά κατάφερα να μπω στην οδό Πιπίνου κατευθύνθηκα προς την  πλατεία Βικτωρίας, όπου ένας φίλος μου, με τον οποίο είχαμε υπηρετήσει ως αξιωματικοί στην Κομοτηνή, διατηρούσε κατάστημα κάβας ποτών και με άλλους γνωστούς συζητούσαμε τα γεγονότα, ενώ ακούγαμε και τον ραδιοφωνικό σταθμό των φοιτητών. Κατά τη 1:30  περίπου το βράδυ, πρωί της 18ης Νοεμβρίου, ακούσαμε ξαφνικά πυροβολισμούς πολύ κοντά μας, οπότε ένας από την παρέα βγήκε στην πόρτα και είδε έναν νεαρό να τρέχει προς το μέρος μας  και χωροφύλακες από το Αρχηγείο Χωροφυλακής που ήταν στην οδό Ιουλιανού, να είναι στο οδόστρωμα της γωνίας Ιουλιανού και Αριστοτέλους. Όταν ο νεαρός, ηλικίας περίπου 17-18 ετών, έφθασε στην κάβα τον πήραμε μέσα και τον ρωτήσαμε τι συμβαίνει, οπότε μας είπε ότι ήταν στο Πολυτεχνείο όπου γίνεται χαμός με τα τανκς και τρέχοντας  να απομακρυνθεί θέλησαν να τον πιάσουν, οπότε τον πυροβόλησαν αλλά δεν κατάφεραν να τον χτυπήσουν. Ένας, όμως, από την παρέα είδε ότι το πίσω μέρος του αριστερού  μπατσακιού του παντελονιού του ήταν ματωμένο, οπότε αφού τον κατεβάσαμε στο υπόγειο του καταστήματος, τον γδύσαμε κι είδαμε ότι είχε χτυπηθεί με σφαίρα ξυστά στον πίσω αριστερό μηρό ψηλά  και δεν το είχε πάρει χαμπάρι γιατί η σφαίρα δεν είχε σφηνωθεί.  Αφού τον καθίσαμε σε μια καρέκλα με μαξιλαράκι που έγινε κατακόκκινο από το αίμα, κι ο φίλος καταστηματάρχης έφερε ένα ανοιχτό μπουκάλι ουίσκι, κι ενώ εγώ είχα ανεβεί επάνω και φύλαγα «τσίλιες» στην πόρτα του καταστήματος μήπως έρχονταν τυχόν αστυνομικοί, κάτω στο υπόγειο ένας της παρέας του έκλεισε το στόμα με την παλάμη του τη στιγμή που κάποιος άλλος του έριχνε το ουίσκι στην πληγή, ενώ το ουρλιαχτό από τον πόνο του ακουγόταν μέχρις εμένα. Αφού του δέσαμε με δυο καθαρά μαντήλια το τραύμα κι αφού συνήλθε αρκετά, μετά από λίγη ώρα μας είπε ότι μπορούσε να περπατήσει κι, ύστερα από δύο τονωτικά ποτηράκια ουίσκι που ήπιε, έφυγε. Σε λίγο έφυγα κι εγώ για το σπίτι μου, όπου με τους γονείς μου ακούγαμε τον σταθμό του Πολυτεχνείου και την σπαρακτική φωνή του εκφωνητή να απευθύνεται προς τους στρατιώτες «Αδέρφια στρατιώτες πως είναι δυνατό να χτυπήσετε άοπλους φοιτητές. Αδέρφια στρατιώτες…», ώσπου κάποια στιγμή τον ακούσαμε να ψάλλει τον εθνικό ύμνο και μετά ο σταθμός σιώπησε, ενώ συγχρόνως ακούγαμε και πυροβολισμούς που τους άκουσε ακόμη κι ο πατέρας μου παρά το ότι ήταν βαρήκοος κι είπε ότι θα είναι άσφαιρα, όταν, όμως, του είπα το περιστατικό που είχα ζήσει προηγουμένως, είπε «Ε ! Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι στρατιωτικοί αλλά στυγνοί εγκληματίες, αν ρίχνουν στο ψαχνό». Ανεβήκαμε στην ταράτσα της πολυκατοικίας μας αλλά δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε από πού άραγε να έπεφταν οι πυροβολισμοί. Την επομένη μάθαμε ότι οι πυροβολισμοί με πραγματικές σφαίρες ρίχνονταν από την ταράτσα του κτηρίου του ΟΤΕ που είναι διαμπερές επί της Πατησίων και της παράλληλης προς αυτή οδού τη Γ΄ Σεπτεμβρίου.
 
Το πρωί της επομένης, πρόλαβα, πριν απαγορευθεί η κυκλοφορία και των πεζών στο τμήμα από την αρχή της λεωφόρου Αλεξάνδρας, στην πλατεία Αιγύπτου μέχρι την πλατεία Ομονοίας, να πάω στο Πολυτεχνείο και να δω με τα μάτια μου τι είχε συμβεί, με γκρεμισμένη την βαριά σιδερένια πόρτα, σχισμένα τα πανώ , πλήθος αστυνομικών να το έχουν περικυκλώσει και σφίχτηκε η ψυχή μου.
 
Το πρωί της Κυριακής πήγα πάλι στο κατάστημα του φίλου μου στην πλατεία Βικτωρίας, οπότε βλέπω μια διμοιρία αστυνομικών να περπατά επάνω σ’ αυτήν με κατεύθυνση την οδό Πατησίων. Αναγνωρίζω στον επικεφαλής αξιωματικό έναν συμμαθητή μου στο γυμνάσιο από το Πόρτο Λάγος. Σαν να είναι χθες, θυμάμαι που τον φωνάζω αρχικά με το όνομά του και στη συνέχεια με το επώνυμό του. Τότε κοντοστέκεται, γυρνάει προς το μέρος από όπου ακούστηκε η φωνή, σταματάει, με βλέπει και χαίρεται, όπως κι εγώ, από την συνάντηση αυτή, μετά από είκοσι χρόνια από την αποφοίτησή μας. Αρχίζοντας την συζήτησή μας για τα γεγονότα, σε κάποια στιγμή μου λέγει «Άστα, μας έχουνε ταράξει αυτές τις ημέρες στην επιφυλακή. Είμαστε σχεδόν άυπνοι. Δεν έχω πάει εδώ και μέρες στο σπίτι, αλλά συνέχεια στο Τμήμα, εκεί ξεκουράζομαι λίγο σε κάποιον καναπέ. Μην τα ρωτάς. Σκοτώθηκε κόσμος. Έχουμε διαταγές να πυροβολούμε πλέον στο ψαχνό κι ο Θεός να βάλει το χέρι του μη τυχόν και γίνει τίποτε κακό.  Δεν μπορώ να συγκρατήσω τους άνδρες μου. Είναι τόσο εξαγριωμένοι από την κούραση και την αϋπνία που φοβάμαι μήπως κάποιος δεν μπορέσει να συγκρατηθεί». Όταν του είπα ότι χόνδρινε πάρα πολύ ενώ στο γυμνάσιο ήταν αθλητής, χαμογελώντας μου ανοίγει το τζάκετ και το χιτώνιό του και, στην κυριολεξία, τρόμαξα όταν τον είδα να είναι ζωσμένος σαν αστακός με γκλοπ, πιστόλι και  2-3 χειροβομβίδες. «Καλά» του λέω «τρελοί είστε που θα πυροβολήσετε και θα ρίξατε χειροβομβίδες  σε ανθρώπους. Πού φθάσαμε ρε Χρήστο;».  Εκεί που συζητούσαμε κι είχε μείνει πίσω από τους άνδρες του βλέπω στην απέναντι γωνία της πλατείας έναν αστυνομικό να χτυπά με το γκλοπιά καλοντυμένη κοπέλα που κατέβαινε την πλατεία αμέριμνη προς την κατεύθυνση της κάβας του φίλου μου. «Χρήστο», φωνάζω αμέσως, «τρέχα γιατί κάποιος δικός σου χτυπάει μια κοπέλα».  Σαν σπρίντερ ο Χρήστος έτρεξε κι άρπαξε τον αστυφύλακα από τον γιακά, ενώ η κοπέλα άρχισε να τρέχει πλέον προς την κάτω πλευρά της πλατείας για να απομακρυνθεί το ταχύτερο, οι θαμώνες δε των γύρω ζαχαροπλαστείων και καφετεριών άρχισαν να φωνάζουν στο αστυφύλακα «Δεν ντρέπεσαι ρε να χτυπάς μιαν ανυπεράσπιστη κοπέλα, Τι σου έκανε; Σε πείραξε;».  Πήγα κι εγώ προς το μέρος που ήταν ο Χρήστος κι όταν τέλειωσαν οι εξηγήσεις που του έδωσε ο αστυφύλακας, φανερά ταραγμένος κι αυτός, μου είπε «την χτύπησε γιατί τον έβρισε. Καθημερινά μας βρίζουν και δεν δίνουμε σημασία, είδες τώρα τι έγινε; Σου είπα είναι εξαγριωμένοι. Ο Θεός να βάλει το χέρι του». Του ευχήθηκα να μην έχει τίποτε σοβαρότερο και χωριστήκαμε.
 
Όταν κατά τι 2 το μεσημέρι έφυγα από την κάβα για το σπίτι μου μέσω της Αχαρνών,  είδα από τον παράλληλο δρόμο να ανεβαίνουν προς την Πατησίων τανκς που σποραδικά πυροβολούσαν ενώ ήταν πολύ μακριά ακόμη από το Πολυτεχνείο. Την Δευτέρα έμαθα ότι από τέτοιο πυροβολισμό σκοτώθηκε, στον παράλληλο αυτό δρόμο, ο Βασίλης Καρακάσης, που έμενε σε ένα μικρό τροχόσπιτο στην πλατεία Αττικής της γειτονιάς μου και για να ζήσει έκανε τον μάγο και φακίρη με το ψευδώνυμο «Βαν Κατρά». Λυπήθηκα πολύ γιατί τον είχα γνωρίσει.
 
Έκτοτε  και για 3-4 χρόνια τις ημέρες του Πολυτεχνείου πηγαίναμε μαζί με τον φίλο μου και δίναμε για την έκθεση τεκμηρίων που γινόταν, το ματωμένο μαξιλαράκι με ένα σύντομο ιστορικό.
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.