Σαν να βιαζομαστε λιγακι…;

Του Βασίλη Γκουλγκουντίνα*

Στα ειδησεογραφικά μέσα δέσποζε τις προηγούμενες ημέρες μια ιδιαίτερη πρωτοβουλία της ελληνικής διπλωματίας στο πλαίσιο του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πιο συγκεκριμένα , ο Έλληνας υπουργός εξωτερικών , Νίκος Δένδιας, κάλεσε τους υπουργούς εξωτερικών τόσο της Βορείου Μακεδονίας όσο και της Αλβανίας να συμμετάσχουν στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων με τον υπουργό εξωτερικών της ενωμένης Ευρώπης. Πρόκειται για μια βαρυσήμαντη κίνηση, αν αναλογιστούμε το βέτο που άσκησε η Γαλλία τον Οκτώβριο ως προς την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων για τις δυο γείτονες χώρες μας. Κι ας μην ξεχνάμε πώς στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ παίρνουν μέρος πάνω από 20 υπουργοί κρατών-μελών και εκπρόσωποι της Κομισιόν.

Η ελληνική κυβέρνηση «κρατά τις πόρτες ανοιχτές για τα Δυτικά Βαλκάνια» και δείχνει έμπρακτα τη στήριξή της. Ο διάλογος και η ανταλλαγή απόψεων που ιδανικά θα λάβουν χώρα αναμένεται να διευκολύνουν τη διεύρυνση της Ένωσης. Η πολιτική της χώρας μας αποβλέπει στη διαρκή ενίσχυση των διμερών σχέσεων με όλες τις χώρες της βαλκανικής χερσονήσου, καθώς και την ενύλωση του ευρωπαϊκού οράματος . Απαραίτητη προϋπόθεση για το τελευταίο αποτελεί η σταδιακή υποστήριξη της ευρωπαϊκής προοπτικής για τα μη κράτη-μέλη και τελικώς η ένταξή τους στην Ένωση.

Όλα ξεκίνησαν στη Σόφια το Μάιο του 2018 , οπότε και πραγματοποιήθηκε η Σύνοδος Κορυφής των Δυτικών Βαλκανίων με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μεταξύ άλλων συζητήθηκε πώς η Αλβανία, η Βόρεια Μακεδονία, η Βοσνία, το Κοσσυφοπέδιο, το Μαυροβούνιο και η Σερβία θα έρθουν πιο κοντά στην ΕΕ. Διότι και ιστορικά και γεωγραφικά αποτελούν μέρος της Ευρώπης. Η ΕΕ είχε δεσμευτεί να τις στηρίξει και να αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο προσχώρησής τους. Ίσως επειδή προβλεπόταν η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση κι έπρεπε να δημιουργηθεί μια νέα αγορά (όχι βεβαίως του ίδιου βεληνεκούς); Ίσως επειδή το κενό του Ηνωμένου Βασιλείου πρέπει να αντισταθμιστεί με νέους συμμάχους κι εδαφική επέκταση; Ή ίσως υπάρχει ανάγκη σταθεροποίησης της Χερσονήσου του Αίμου κι εξοβελισμού τυχόν επιρροών από επίδοξους πλανητάρχες;

Κι ενώ οι διαπραγματεύσεις κυλούσαν ομαλώς , με τη Γερμανία να είναι ίσως ο πιο ένθερμος υποστηρικτής της διεύρυνσης, ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν διαφωνεί με η Γερμανίδα Καγκελάριο Μέρκελ στο Πόζναν το περασμένο καλοκαίρι κι αρνείται τη διεύρυνση προτού υλοποιηθούν βαθιές μεταρρυθμίσεις. Μέχρι που τον Οκτώβριο , η Γαλλία ασκεί επισήμως αρνησικυρία στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με Αλβανία και Βόρεια Μακεδονία. Η δικαιολογητική βάση της κίνησης αυτής αποτέλεσε ο ισχυρισμός ότι τα τελευταία 20 χρόνια η πολιτική της ΕΕ στα Δυτικά Βαλκάνια έχει προκαλέσει “πολύ αργή” πρόοδο και “ανεπαρκή οφέλη” για τους πολίτες των χωρών αυτών, καθώς και ότι η διαδικασία διεύρυνσης δεν ανταποκρίνεται στα τωρινά δεδομένα της Ένωσης, είναι παρωχημένη κι είναι σκόπιμο να καταστεί πιο σταδιακή και προτρεπτική. Ως εκ τούτου, κατατέθηκε η γαλλική αντιπρόταση, η οποία περιλαμβάνει 7 στάδια βάσει των οποίων οφείλει να εξελίσσεται η διαδικασία διεύρυνσης. Επίσης, προβλέπει τη δυνατότητα αποπομπής από τη διαδικασία ενός υποψηφίου κράτους-μέλους που δεν συμμορφώνεται, κατόπιν ομόφωνης απόφασης. Η Γαλλία, μάλιστα, αρνείται να άρει το βέτο μέχρις ότου γίνει η κατατεθείσα πρότασή της δεκτή από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη.

Αυτή η στάση του γαλλικού κράτους προξένησε πολλές αποδοκιμασίες. Τόσο ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ όσο κι ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ καταδίκασαν έντονα την εξωτερική πολιτική της Γαλλίας, με τον τελευταίο να κάνει λόγο για “βαρύ ιστορικό λάθος”. Διότι δίχως απόλυτη ομοφωνία των κρατών-μελών δε νομιμοποιείται η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της ΕΕ με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία το Μάιο του 2020 στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ζάγκρεμπ.

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η στάση αυτή θίγει την αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μιας Ένωσης με θεμέλιο τη δημοκρατία και τις απορρέουσες εξ αυτής αξίες. Το κλείσιμο της πόρτας σε κράτη πρόθυμα να μοιραστούν αυτές τις αξίες σημαίνει ακριβώς ότι οι αξίες αυτές περνούν μιαν κρίση. Άλλοι ερμηνεύουν αυτήν τη στάση ως μια προσπάθεια της Γαλλίας να «κλέψει» τον ηγετικό ρόλο από τη Γερμανία που πρωτοστατεί τα τελευταία χρόνια σε ενωσιακό επίπεδο και να της «τρίξει τα δόντια», ιδιαίτερα τώρα που το Ηνωμένο Βασίλειο, μια χώρα βαρόμετρο, αποχωρεί.

Αυτή η εξέλιξη τίθεται προς επίρρωση των φωνών πως η Ευρώπη δεν είναι ακόμα αρκετά ενοποιημένη, ώστε να μπορεί δεχθεί νέα κράτη-μέλη. Πράγματι, η είσοδος νέων κρατών-μελών θα σημάνει νέους συμμάχους σε οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, καθώς κι επέκταση συνόρων μέσα σε μια δύσκολη εποχή. Όμως η είσοδός τους σίγουρα δε θα σημάνει την βαθύτερη ρίζωση των ευρωπαϊκών αξιών στην ενωμένη Ευρώπη και τους πολίτες της. Ας μην ξεχνάμε και το πρόσφατο παράδειγμα Ουγγαρίας, Πολωνίας και Σλοβακίας που αρνήθηκαν μια πανευρωπαϊκή λύση ως προς το προσφυγικό.

Ίσως, εν κατακλείδι, η Ευρώπη του σήμερα δεν χρειάζεται την περεταίρω διεύρυνση, αλλά την ουσιαστική ενοποίηση σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο . Ίσως χρειάζεται να επενδύσει στις ήδη υπάρχουσες δομές, να συνεργαστεί και να προσφέρει στους πολίτες της αυτά που τους υποσχόταν κατά την είσοδο της χώρας τους. Να καλλιεργήσει την ευρωπαϊκή ταυτότητα, την αίσθηση του ανήκειν σε κάτι το υπερεθνικό. Μα πάνω απ’ όλα να επενδύσει στη δημοκρατία, να αποβάλει παθογενείς συμπεριφορές και να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της εντός κι εκτός της Ένωσης. Τότε μόνο θα είναι έτοιμη η Ευρώπη μας να δεχθεί νέα κράτη-μέλη και να ανεβεί άλλο ένα σκαλοπάτι πιο κοντά στην πραγματοποίηση του ευρωπαϊκού οράματος.

*Ο Βασίλης Γκουλγκουντίνας είναι φοιτητής της Νομικής ΔΠΘ.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.