Παρουσιαστηκε το νεο ιστορικο μυθιστορημα της Λευκης Σαραντινου «Λεων και Ημισεληνος»

Από τη Σοφία Σουβατζόγλου, τη Νάγια Δαλακούρα και το βιβλιοπωλείο «Δημοκρίτειο» - Η «ρεαλιστική εκτέλεση» μιας ρομαντικής, δυστυχώς ακόμα, σύλληψης της διαφορετικότητας

Η ανοχή και ο σεβασμός στη διαφορετικότητα. Αυτό ήταν το μήνυμα που εμπεριέχει και προτάσσει το νέο ιστορικό μυθιστόρημα της «Κομοτηναίας» συγγραφέα κ. Λεύκης Σαραντινού με τίτλο «Λέων και Ημισέληνος», που παρουσιάστηκε το απόγευμα της Τετάρτης, στην Λέσχη Κομοτηναίων, με πρωτοβουλία του βιβλιοπωλείου «Δημοκρίτειο».
 
Ο σεβασμός στη διαφορετικότητα, βασικό αιτούμενο της εποχής που ζούμε, αλλά ταυτόχρονα και ένα αίτημα τόσο διαχρονικό που η ανθρωπότητα δεν κατάφερε ποτέ έως τώρα, παρά την εξέλιξή της, να ικανοποιήσει. Ο σεβασμός στη διαφορετικότητα, σε οποιαδήποτε μορφή αυτή υφίσταται, μέσα από την ιστορική καταγραφή των συγκρούσεων ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς που «διασταυρώθηκαν» στην Κρήτη του 17ου αιώνα αλλά και την αφήγηση της μυθιστορηματικής ζωής της οικογένειας Βλαστού κατά την περίοδο αυτή.
 
Ο «Λέων» ήτοι η Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας, η «Ημισέληνος», η Οθωμανική αυτοκρατορία, η 24χρονη πολιορκία του Χάνδακα, η τελευταία μεγάλη μάχη του Κρητικού Πολέμου, βρίσκονται στο επίκεντρο των πραγματικών ιστορικών καταγραφών του βιβλίου και η «μάχη» της Άννας Βλαστού, της πρωταγωνίστριας του βιβλίου για την πολυπόθητη «ελευθερία» της από τα κοινωνικά πρέπει, τα κοινωνικά στερεότυπα, τις αντιλήψεις και τις ιδεοληψίες της εποχής της στο επίκεντρο του μυθιστορηματικού του κομματιού.
 
Δύο «μάχες» μέσα στις οποίες μας «ξενάγησε» με κάθε λεπτομέρεια στην εισήγησή της η φιλόλογος Σοφία Σουβατζόγλου, «τεχνίτρια» πλέον των βιβλιοπαρουσιάσεων, αλλά και η αρχαιολόγος κ. Νάγια Δαλακούρα που διάβασε αποσπάσματα του βιβλίου.
 
Στην γενέθλια πόλη της, το Ρέθυμνο, αφιέρωσε με τη σειρά της το δεύτερο αυτό συγγραφικό της πόνημα, η συγγραφέας κ. Λεύκη Σαραντινού, η οποία αναφέρθηκε στη διαδικασία της έρευνας την οποία ακολούθησε αλλά και τις δυσκολίες που συνάντησε σε ό,τι αφορά τη συγκέντρωση και την καταγραφή των πραγματικών ιστορικών γεγονότων, υπογραμμίζοντας την ανάγκη γνώσης της ιστορίας ενός τόπου, σήμερα περισσότερο από ποτέ, τόσο για την ίδια την εξέλιξη των κοινωνιών αλλά κυρίως για την κατανόηση των ωφελειών της πολυπολιτισμικότητας και του σεβασμού απέναντι στο διαφορετικό.
 
Ακολουθεί η παρουσίαση του «Λέων και Ημισέληνος» από την εξαιρετική φιλόλογο και υποδειγματική «αναγνώστρια» κ. Σοφία Σουβατζόγλου.

Σοφία Σουβατζόγλου, φιλόλογος «Το συγκεκριμένο ιστορικό μυθιστόρημα, γέφυρα που ενώνει το παρελθόν με το παρόν, εκμηδενίζοντας τη χρονική απόσταση» 

«Ιστορικό μυθιστόρημα, λογοτεχνικό είδος λαοφιλές και ιδιαίτερα απαιτητικό»*

Το ιστορικό μυθιστόρημα είναι ένα λογοτεχνικό είδος λαοφιλές αλλά και ιδιαίτερα απαιτητικό. Ο θεωρούμενος, κατά γενική ομολογία, πατέρας του, ο sir Walter Scott, διάβαζε άπληστα, είχε στέρεες ιστορικές και αρχαιολογικές γνώσεις, αγαπούσε και μελετούσε με πάθος το παρελθόν και είχε το χάρισμα να διηγείται με άνεση και να αναπλάθει επιτυχημένα όσα εμβριθώς διερευνούσε. Ο Σκωτσέζος «βάρδος» όρισε το ιστορικό μυθιστόρημα ως «ρεαλιστική εκτέλεση μιας ρομαντικής σύλληψης», ενώ ο Ούγγρος θεωρητικός Γκέοργκ Λούκατς ως «το λογοτεχνικό εκείνο είδος, στο οποίο γίνεται απόπειρα να δημιουργηθεί μια δραματική δομή μυθοπλασίας μέσα σε μία αυστηρά οριοθετημένη ιστορική εποχή, την οποία σκιαγραφεί ο δημιουργός του ύστερα από διεξοδική μελέτη των γεγονότων, των τόπων και των χαρακτήρων, όπως επίσης και των ενδυμασιών, των ηθών και των συνηθειών».
 
Διαβάζοντας αυτόν τον ορισμό είχα την αίσθηση ότι «ταιριάζει γάντι» στη Λεύκη, η οποία αναζήτησε, συγκέντρωσε και ταξινόμησε πληροφορίες με τον ζήλο, τη μεθοδικότητα και την ακρίβεια ιστοριοδίφη, προκειμένου να προχωρήσει στην ανασύνθεση της ιστορικής εποχής και κατεξοχήν του στοιχείου εκείνου που, κατά την ταπεινή μου εκτίμηση, θέλγει ιδιαίτερα τους αναγνώστες των ιστορικών μυθιστορημάτων: του στοιχείου της καθημερινότητας. Πώς ντύνονταν τότε οι άνθρωποι, πώς διασκέδαζαν, τι έτρωγαν, πώς περνούσαν τη μέρα τους, πώς φλέρταραν, πώς καβγάδιζαν. Όλα αυτά δηλαδή που ακόμα και σήμερα παραμένουν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ο άγνωστος Χ στα αμιγώς επιστημονικά ιστορικά συγγράμματα. Όσα κάποτε προσπερνά με συνοπτικές διαδικασίες ο επιστήμονας ιστορικός, μεταμορφώνονται σε αληθινά διαμάντια στα χέρια ενός άξιου συγγραφέα ιστορικών μυθιστορημάτων. Εξ ου και από κάποιους ο τελευταίος θεωρείται «ο ρακοσυλλέκτης της ιστορικής επιστήμης». 

Το πρώτο μυθιστόρημα της Λ. Σαραντινού «Χαμσίν, ο άνεμος της Ανατολής»

Το πρώτο μυθιστόρημα της Λεύκης έχει τον τίτλο «Χαμσίν, ο άνεμος της Ανατολής» και κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2014. Διαδραματίζεται στις τελευταίες δεκαετίες του 13ου αιώνα και στις πρώτες του 14ου , στη Δυτική Ευρώπη, στην Αίγυπτο, στους Αγίους Τόπους, στην Κύπρο και στη Ρόδο. Πραγματεύεται, μέσα από τη φιλία δύο ιπποτών, την πτώση των τελευταίων χριστιανικών κτήσεων στους Αγίους Τόπους και την περιπετειώδη διάλυση του τάγματος των Ναϊτών ιπποτών.
 
Βρισκόμαστε όμως εδώ για να μιλήσουμε για το δεύτερο «πνευματικό παιδί» της Λεύκης, το οποίο κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες. Συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο του 2015, με τον τίτλο «Λέων και Ημισέληνος». Δύο σύμβολα, δύο πολιτισμοί, δύο κοσμοθεωρίες που συγκρούονται ανηλεώς στην Κρήτη του 17ου αιώνα και παράλληλα διεκδικούν μια θέση στην καρδιά της κεντρικής ηρωίδας. Ο φτερωτός Λέων είναι το σύμβολο της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας, που σταδιακά παρακμάζει εμπορικά και στρατιωτικά, ενώ η Ημισέληνος το σύμβολο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που επικρατεί σιγά σιγά στην ελληνική χερσόνησο και στο Αιγαίο. 

Στο Ρέθυμνο με την Άννα και τον Γιουσούφ

Η ιστορία μας αρχίζει το 1643 στο Ρέθυμνο, όταν η βασική πρωταγωνίστρια, η Άννα Βλαστού, κλείνει τα 13 της χρόνια, και τελειώνει (δε θα σας αποκαλύψω πού) το 1688, όταν πλέον η Άννα είναι μια «καλοστεκούμενη, ώριμη γυναίκα 58 χρονών». Η αφήγηση εκτυλίσσεται στο Ρέθυμνο, στο Ηράκλειο, στην Κέρκυρα και στη Βενετία και οργανώνεται σε 4 μέρη, εκ των οποίων το πρώτο είναι το εκτενέστερο.
 
Στο επίκεντρο βρίσκεται η αρχοντική οικογένεια των Βλαστών: οι γονείς, Γιώργης και Μαρία, και τα τέσσερα παιδιά τους, ο Νικόλαος, η Άννα, η Θεοδώρα και ο Σήφης, με ηλικιακή σειρά. Τους παρακολουθούμε σε καιρούς χαλεπούς, μεταβατικούς, όταν το Ρέθυμνο (και η Κρήτη ολόκληρη) περνάει από τους ανεκτικούς, ομόθρησκους Βενετούς κατακτητές και «την πρωτόγνωρη πνευματική και οικονομική αναγέννηση» που γνώρισε το νησί τότε, στους Οθωμανούς, στους «άπιστους».
 
Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι περιπλανιέται στα σοκάκια του Ρεθύμνου ή ότι επισκέπτεται και ο ίδιος τη Λέσχη των Ευγενών, την αποκαλούμενη Loggia. Παίρνει μια ιδέα από τον ενδυματολογικό κώδικα της εποχής. Άλλοτε πάλι γεύεται νοερά ένα λουκούλλειο γεύμα αρραβώνων. Ή μυείται στα μουσικά ακούσματα και τους χορούς που απολάμβαναν οι Κρητικοί άρχοντες της εποχής.
                         
Η ιστορία αρχίζει με ευχάριστα γεγονότα: γενέθλια της μικρής κόρης, προξενιό και αρραβώνας της μεγάλης, μετάβαση στη διώροφη βίλα της οικογένειας στα κτήματα των Βλαστών, κοντά στο χωριό Ρούστικα, την εποχή του τρύγου. Το κακό όμως καραδοκεί: στην επιστροφή τους οι Βλαστοί εγκλωβίζονται «το σούρουπο στη μέση του κυπαρισσόδασους», όπου δέχονται μια επίθεση ληστών. Η περιπέτεια αυτή θα τους στοιχίσει το πουγκί με «τις εισπράξεις ολόκληρης γεωργικής περιόδου» και την αριστερή παλάμη του μικρότερου γιου, του Νικόλα, ο οποίος έκτοτε θα ταλανίζεται από αισθήματα κατωτερότητας και ανεπάρκειας.
 
Οι Βενετοί αφήνουν ουσιαστικά ανυπεράσπιστο το Ρέθυμνο κι αποφασίζουν ότι «αν έπεφταν τα Χανιά, το κύριο κέντρο της άμυνας θα ήταν τα γερά τείχη του Χάνδακα». Στη διάρκεια της πολιορκίας του Ρεθύμνου η οικογένεια βρίσκει καταφύγιο στην έπαυλη στα Ρούστικα, πλην βεβαίως του πατέρα και του μεγάλου γιου, οι οποίοι πολεμούν στην πρώτη γραμμή. Σ’ αυτή τη βίλα δέχονται την εισβολή Τούρκων στρατιωτών, οι οποίοι λεηλατούν βάναυσα τον χώρο. Οι ίδιοι ωστόσο γλυτώνουν κρυμμένοι πίσω από μια δεύτερη μυστική πόρτα, κάτω από μία μυστική καταπακτή.
 
Το Ρέθυμνο τελικά κυριεύεται το 1646. Πατέρας και μεγάλος γιος αποφασίζουν να μεταβούν στον Χάνδακα για να συνεχίσουν τον αγώνα. Μόλις πληροφορηθούν ότι η επιστροφή στην πόλη είναι σχετικά ασφαλής, τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας γυρίζουν στο κατακτημένο Ρέθυμνο. Νέα σελίδα στη ζωή της οικογένειας: οι καιροί αλλάζουν. Ένα δίχτυ μιζέριας απλώνεται στην πόλη και «μαυρίζει τις καρδιές όλων»:

Και μέσα σ’ αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τη σκοτεινή και αδιέξοδη, την ασφυκτικά καταπιεστική, συμβαίνει το μοιραίο: η 18χρονη πια κόρη των Βλαστών, η Άννα, ερωτεύεται κεραυνοβόλα και παράφορα τον νεαρό γιο, ονόματι Γιουσούφ, της οικογένειας των Τούρκων, η οποία έχει στο μεταξύ εγκατασταθεί στο σπίτι απέναντι από το δικό τους. Τα αισθήματα αποδεικνύονται αμοιβαία. Και οι δύο νέοι εφευρίσκουν με θαυμαστή ευκολία αφορμές και δικαιολογίες για να συναντιούνται και να ανταλλάσσουν «μακρόσυρτα φλογερά φιλιά» αλλά και απόψεις επί παντός σχεδόν του επιστητού.
 
Η ερωτευμένη Άννα «ξεχειλίζει από ευτυχία» και της φαίνεται, γεγονός που βάζει σε υποψίες τη μητέρα της, Μαρία. Η τελευταία συνειδητά απωθεί αυτές τις υποψίες, μέχρι τη στιγμή που μία έξωθεν μαρτυρία έρχεται να επιβεβαιώσει τον χειρότερο εφιάλτη της μάνας: ο Ανδρέας Μηλιώτης, γόνος αρχοντικής κρητικής οικογένειας, ερωτευμένος εδώ και καιρό με την Άννα, συλλαμβάνει το ζευγαράκι επ’ αυτοφώρω, χωρίς όμως να γίνει αντιληπτός. Σε μια ύστατη προσπάθεια να παντρευτεί την Άννα, έστω και με αυτές τις συνθήκες, σπεύδει να ενημερώσει σχετικά τη Μαρία Βλαστού. Το σχέδιό του πετυχαίνει: οι γονείς της Άννας μεθοδεύουν τον γάμο τους. Η Άννα όμως δεν καταθέτει τα όπλα. Με το πείσμα που τη διακρίνει, αποφασίζει να πάρει την τύχη στα χέρια της: καταφέρνει να ειδοποιήσει τον αγαπημένο της Γιουσούφ, υφαρπάζει τα χρήματα της προίκας της και οι δύο νέοι δραπετεύουν. 

Στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα με την Άννα και τον Filippo

Στο σημείο αυτό τελειώνει το πρώτο μέρος της αφήγησης. Το δεύτερο τούς βρίσκει στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα. Παρά τις δυσκολίες, αποκτούν ένα δικό τους εμπορικό, ένα «μαρκαντικό», με υφάσματα πολίτικα αλλά και βενετσιάνικα, αξιοσέβαστη πελατεία, φίλους και μία υπηρέτρια, την Ανίνα, η οποία αγαπάει την Άννα σαν να ήταν κόρη της. Ο έρωτάς τους δυναμώνει καθημερινά, όμως οι ειρωνικές προσβολές ενός μεθυσμένου χριστιανού, την Τσικνοπέμπτη του 1655, κάνουν το ποτήρι να ξεχειλίσει για τον Γιουσούφ, ο οποίος δεν αντέχει πια να ζει ως «άνθρωπος δεύτερης κατηγορίας, που όλοι τον υποτιμούν λόγω της φυλής και της θρησκείας στην οποία ανήκει». Έτσι «αρνείται να ζήσει χωρίς να είναι ο εαυτός του» και το ζευγάρι συμφωνεί να μετεγκατασταθεί στη γενέτειρα του Γιουσούφ, την Κωνσταντινούπολη. Λίγα λεπτά όμως πριν από τον απόπλου, η Άννα, για άλλη μια φορά, ορθώνει ανάστημα: αποφασίζει να μην ακολουθήσει τον Γιουσούφ.
Στο μεταξύ η πολιορκία του Χάνδακα συνεχίζεται, καθώς η Γαληνότατη αρνείται πεισματικά να παραδώσει «ένα από τα πολυτιμότερα πετράδια του στέμματός της στην Ανατολή» και «δέχεται περιστασιακή βοήθεια από την υπόλοιπη χριστιανοσύνη».
 
Ο πατέρας και ο γαμπρός της Άννας έχουν ήδη επιστρέψει στο Ρέθυμνο, όπως και πολλοί άλλοι συντοπίτες τους και η μεγάλη αδελφή της Άννας αποκτά, ύστερα από 11 χρόνια γάμου, ένα τρισχαριτωμένο κοριτσάκι που μοιάζει εκπληκτικά στην αγνοούμενη θεία του, την Άννα.
 
Τρίτο μέρος της αφήγησης, μικρό άλμα στον χρόνο και η 25χρονη πλέον Άννα βρίσκεται στην Κέρκυρα μόνη και έγκυος στο παιδί του Γιουσούφ, που δε θα μάθει ποτέ πως έχει γίνει πατέρας. Αποκτά έναν γιο, τον Γιώργο, και αφοσιώνεται ολόψυχα στο μεγάλωμά του.
 
Δεκέμβριος του 1661 κι ένας άλλος άντρας εισβάλλει στη ζωή της πρωταγωνίστριας. Αυτή τη φορά είναι γόνος μιας πλούσιας, αριστοκρατικής οικογένειας από τη Βενετία, ο Filippo Malpiero. Ευγενικός, καλοσυνάτος, ώριμος εργένης, κερδίζει τη συμπάθεια και του μικρού Γιώργου και της Ανίνας. Δεν πρόκειται για παράφορο έρωτα. Τώρα είναι «βαθιά αγάπη, απέραντη τρυφερότητα» και ειλικρινής εκτίμηση, τουλάχιστον από την πλευρά της Άννας. Οι δυο τους σύντομα παντρεύονται και αποκτούν έναν δικό τους γιο, τον Alessandro. Παρά τις αρχικές επιφυλάξεις της Άννας, τελικά επισκέπτονται τη Βενετία.
 
Παράλληλα ο Σήφης, ο αδελφός της Άννας, βαριά τραυματισμένος, αφήνει την τελευταία του πνοή στον Χάνδακα, τον Ιούνιο του 1668. Δύο χρόνια μετά ακολουθεί η μητέρα τους. Λίγους μήνες αργότερα ο πατέρας τους. Το Ηράκλειο παραδίδεται στους Οθωμανούς το 1669 και ερημώνει.
 
Η Θεοδώρα, που στο μεταξύ έχει αποκτήσει και δεύτερη κόρη, μένει χήρα το 1675. Από μια ειρωνεία της τύχης, το ίδιο συμβαίνει εντελώς αναπάντεχα και στην Άννα. Μια αιφνίδια αρρώστια βυθίζει τον άντρα της σε έναν «ήρεμο ύπνο από τον οποίο δεν έμελλε να ξυπνήσει ποτέ», στερώντας και από τους δύο χρόνια ευτυχίας.
 
Και η Άννα μένει άλλη μια φορά μόνη. Έχει βέβαια τώρα στο πλευρό της τον «γιο του Τούρκου» και τον «γιο του Βενετού». Θα σας αφήσω να ανακαλύψετε μόνοι σας τι συμβαίνει στο τέταρτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου. Ήδη αποκάλυψα πολλά. 

«Σήμερα, που οι κοινωνίες μας έχουν μετατραπεί σε πολυπολιτισμικά, ετερόκλιτα, γοητευτικά ψηφιδωτά, αναζητούμε πλέον επίμονα αυτό που μας ενώνει»

Κάποτε, στρεφόμενοι στο παρελθόν, επιδιώκαμε να εντοπίσουμε τι ήταν αυτό που μας χώριζε από τους αλλοεθνείς, αλλόθρησκους, αλλόγλωσσους. Σήμερα, που και οι δικές μας κοινωνίες έχουν μετατραπεί σε πολυπολιτισμικά, ετερόκλιτα, γοητευτικά όμως, ψηφιδωτά, αναζητούμε πλέον επίμονα αυτό που μας ενώνει, αυτό που θα μπορούσε να επιτρέψει τη συνύπαρξη, τη συμπόρευση. Για παράδειγμα στα δύο μυθιστορήματα του Ν. Θέμελη, «Αναζήτηση» και «Ανατροπή», συναντάμε ανθρώπους ανοιχτόμυαλους, με διάθεση να δοκιμάσουν και να δοκιμαστούν, να πειραματιστούν, να ρισκάρουν, να πάνε κόντρα στο ρεύμα της εποχής και όχι να περιχαρακωθούν στην ασφάλεια του κοινωνικώς αποδεκτού.
 
Από την ίδια στόφα, νομίζω, είναι πλασμένη και η πρωταγωνίστρια του δικού μας μυθιστορήματος, η Άννα Βλαστού: ανεξάρτητη, αισιόδοξη, αποφασιστική, διόλου θρησκόληπτη, ευέλικτη, εύστροφη, με επιχειρηματικό δαιμόνιο και εξαιρετικά αποδοτική στις δημόσιες σχέσεις, ανοιχτόκαρδη, πεισματάρα. Αισθησιακή ερωμένη και τρυφερή, φιλόστοργη μανούλα στη συνέχεια. Ευγνώμων για όσα της χαρίστηκαν, ξέρει να εκτιμάει τις απλές χαρές της καθημερινότητας: το απαλό αεράκι, την αλμύρα της θάλασσας, μια βόλτα στα καντούνια της Κέρκυρας, τη μυρωδιά μιας φρεσκοψημένης κολομπίνας … Δυναμική και δυνατή, έχει μάθει να στηρίζεται στα δικά της πόδια. «Επιμένει πάντοτε να ορίζει μονάχη της τη μοίρα της», «… λατρεύει την ελευθερία. Δεν αντέχει να της επιβάλλουν οι άλλοι κάτι με το ζόρι» και κυρίως είναι συνεπής στο δικό της αξιακό σύστημα: «Ποτέ δε θα δεχόταν να αλλάξει και να προδώσει αυτό που πιστεύει, με μόνο αντάλλαγμα να πάει «εκεί που φυσάει ο άνεμος». Στην ουσία αυτό που παθιασμένα διεκδικεί μια ζωή είναι το δικαίωμα να είναι ο εαυτός της. Η Άννα υπερασπίζεται το δικαίωμα στη διαφορετικότητα, στην ετερότητα, αιώνες πριν ο όρος γίνει της μόδας. 

«Η Άννα υπερασπίζεται το δικαίωμα στη διαφορετικότητα, στην ετερότητα, αιώνες πριν ο όρος γίνει της μόδας»

Γύρω της η συγγραφέας κινεί με μαεστρία πολλά ακόμη πρόσωπα που αποκτούν σάρκα και οστά, ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, καθώς ο μίτος της αφήγησης ξετυλίγεται σιγά σιγά. Τα πρόσωπα αυτά προέρχονται από όλες τις κοινωνικές τάξεις: αξιωματούχοι, άρχοντες, αλλά και ταπεινοί εργάτες, αγρότες, υπηρέτριες, πλούσιοι και φτωχοί, κατακτητές και κατακτημένοι, μεγάλοι και μικροί. Μια αληθινή τοιχογραφία εποχής. Εντελώς δειγματοληπτικά αναφέρω τον Ανδρέα Μηλιώτη, κρητικό αρχοντόπουλο, μοιραία παρεξηγημένο από όλους, την Ανίνα, υπηρέτρια της Άννας, η οποία της συμπαραστέκεται ως δεύτερη μάνα, την καλοσυνάτη Εβραία Ραχήλ, επιστήθια φίλη της Άννας στην Κέρκυρα, την κακεντρεχή και ζηλόφθονη Αιμιλία Ροδοκανάκη, γυναίκα του εμπόρου που έχει το μαγαζί απέναντι από την Άννα και κυριολεκτικά στάζει χολή σε κάθε ευκαιρία που της παρουσιάζεται. 

Χρόνος – Τεχνικές της αφήγησης

Η σειρά αφήγησης είναι κατά βάση χρονολογική, με αρκετές όμως αναχρονίες, τόσο αναλήψεις, όσο και προλήψεις. Σε κάθε κεφάλαιο προτάσσεται συγκεκριμένη χωροχρονική ένδειξη. Για παράδειγμα στο πρώτο: «Ρέθυμνο, 30 Απριλίου 1643». Συχνά, από κεφάλαιο σε κεφάλαιο υπάρχουν χρονικά άλματα. Προκειμένου αυτά να καλυφθούν η συγγραφέας καταφεύγει σε αναλήψεις, σε αναδρομικές αφηγήσεις δηλαδή, οι οποίες φωτίζουν γεγονότα και καταστάσεις που έχουν μεσολαβήσει, αποφεύγοντας έτσι την αφηγηματική μονοτροπία και εντείνοντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Άλλοτε πάλι, από το «τώρα» της ιστορίας ανάγεται στο μέλλον για να εκθέσει πράγματα που γνωρίζει ή εικάζει ότι θα συμβούν.
 
Ο Αφηγητής είναι παντογνώστης, ετεροδιηγητικός. Γνωρίζει και λέει περισσότερα από όσα ξέρει οποιοσδήποτε από τους ήρωες, όπως συνήθως συμβαίνει στο ιστορικό μυθιστόρημα. Μετακινείται με άνεση στον χώρο και τον χρόνο, σχολιάζει, προοικονομεί.
 
Το συγκεκριμένο ιστορικό μυθιστόρημα στα χέρια της Λ. Σαραντινού δε γίνεται απλά ένα τηλεσκόπιο για να προσεγγίσουμε κάτι χαμένο στα βάθη του χρόνου. Περισσότερο λειτουργεί ως γέφυρα που ενώνει το παρελθόν με το παρόν, εκμηδενίζοντας τη χρονική απόσταση. Τα ανθρώπινα πάθη και συναισθήματα είναι ούτως ή άλλως διαχρονικά: έρωτας, υπέρβαση ορίων, σεβασμός, αποδοχή, συγχώρεση, εξιλέωση. Στο νου μου έρχεται η φράση του «ακέραιου κυρ Αλέξανδρου», του «περιούσιου Παπαδιαμάντη»: «Σαν νά ‘χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου».
 
Η Λεύκη προτάσσει της αφήγησής της έναν κατάλογο με τα πρόσωπα που εμφανίζονται, δηλώνοντας με υπογράμμιση ποια υπήρξαν αληθινά ιστορικά πρόσωπα, και επιτάσσει ένα ιστορικό σημείωμα με διευκρινίσεις, καθώς και τις ιστορικές πηγές που αξιοποίησε. Ας κρατήσουμε τη φράση της: «Η υπόθεση του μυθιστορήματος είναι εξ ολοκλήρου φανταστική, αν και θα μπορούσε να είχε συμβεί στ’ αλήθεια, όπως γίνεται συνήθως στα βιβλία αυτού του είδους».
 
Αν η μισή καρδιά της Λεύκης βρίσκεται πλέον στην Κομοτηνή, η άλλη μισή σ’ αυτό το βιβλίο περιδιαβαίνει τα σοκάκια της γενέτειράς της, αλλά και του Ηρακλείου, της Κέρκυρας, της Βενετίας τον 17 αιώνα. Ευχόμαστε μελλοντικά να μοιραστεί μαζί μας κι άλλες τέτοιες περιπλανήσεις της στα καλντερίμια ή τις λεωφόρους της ιστορίας».
 
*Οι μεσότιτλοι στην εισήγηση είναι πρόσθετοι και τέθηκαν προς διευκόλυνση της ανάγνωσης.

Περισσότερες φωτογραφίες από την εκδήλωση εδώ
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.